Όπως αναφέρεται στην έκθεση, αυτό επιβεβαιώνεται και από την αναθεώρηση των εκτιμήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που προβλέπει τώρα μικρότερη ύφεση για το 2015, στο -1,4% σε σύγκριση με το -2,3% που προέβλεπε τον Αύγουστο 2015. Η μείωση του ΑΕΠ το 2015, σύμφωνα με την Επιτροπή, θα προέλθει κυρίως από την υποχώρηση της καταναλωτικής δαπάνης (2015: -1,3%), των επενδύσεων (2015: -10,2%) και των αποθεμάτων (-0,7 ποσοστιαίες μονάδες στη μεταβολή του ΑΕΠ).
Η αντοχή της οικονομίας, σε συνδυασμό με ορισμένα στοιχεία του σχεδιασμού του νέου προγράμματος δύνανται να αμβλύνουν σημαντικά τις υφεσιακές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, υποστηρίζει η ALPHA BANK.
Πιο συγκεκριμένα:
Πρώτον, η αναθεώρηση προς τα κάτω των στόχων του πρωτογενούς ισοζυγίου το 2016 και 2017 στο 0,5% και 1,75% του ΑΕΠ αντίστοιχα, έναντι 4,5% και για τα δύο έτη που προϋπολογιζόταν αρχικά – ομαλοποιεί τις συνθήκες της ενεργού ζητήσεως στην χώρα. Η επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων μετατίθεται για το 2018, όταν η οικονομία εκτιμάται ότι θα επανέλθει σε τροχιά αναπτύξεως. Συγκεκριμένα, έχει προϋπολογισθεί πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ (€ 6,5 δισ.) το 2018, έναντι 1,75% (€ 3,1 δισ.) το 2017, στόχος που θεωρείται επιτεύξιμος, δεδομένου ότι η οικονομία θα καταγράψει θετικό ρυθμό αναπτύξεως από το 2017.
Για να γίνει εμφανής η σημασία του δημοσιονομικού σχεδιασμού μπορούμε να προβούμε σε μία σύγκριση με τη σχεδιαζόμενη δημοσιονομική προσαρμογή του πρώτου μνημονίου, σύμφωνα με την οποία, η Ελλάδα έπρεπε να επιτύχει πολύ σημαντική προσαρμογή ύψους €14,8 δισ. στο πρώτο μόλις έτος εφαρμογής του προγράμματος.
Την περίοδο 2010-2012, ο στόχος της δημοσιονομικής προσαρμογής ήταν η δραστική μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος της γενικής κυβερνήσεως από €20,4 δισ. το 2009 σε πρωτογενές πλεόνασμα €2,4 δισ. το 2012 σε μία μάλιστα περίοδο που οι επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσεως επί της ζητήσεως από την αλλοδαπή ήταν ακόμη ιδιαίτερα ισχυρές. Βέβαια, επισημαίνει η Alpha Bank, το 2011, η χώρα κατάφερε να επιτύχει μια πρωτοφανή μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος, με πολύ μεγάλο κόστος, καθώς εμβάθυνε έτι περαιτέρω την κρίση της ελληνικής οικονομίας. Ασφαλώς, τα δύο προγράμματα διαφέρουν ως προς την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς το σημείο εκκινήσεως ήταν εντελώς διαφορετικό. Το 2014 είχε πραγματοποιηθεί πρωτογενές πλεόνασμα γενικής κυβερνήσεως €0,6 δισ., ενώ το 2009 το πρωτογενές έλλειμμα άγγιζε τα € 20,4 δισ.
Δεύτερον, το τρέχον πρόγραμμα είναι εμπροσθοβαρές, με ένα μεγάλο αριθμό προαπαιτούμενων δύσκολων δράσεων και μέτρων να τίθενται προς ψήφιση μέχρι το τέλος του 2015. Μία επιτυχής πρώτη αξιολόγηση μπορεί να έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και αποκατάσταση του επιχειρηματικού κλίματος, καθώς θα αποδεικνύει εμπράκτως την πρόθεση της κυβερνήσεως με νωπή εντολή από τους εκλογείς να εφαρμόσει το πρόγραμμα. Αποτελεί δε, προϋπόθεση για τη συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών στη διαδικασία ανακεφαλαιοποιήσεως των ελληνικών τραπεζών. Η τελευταία συνιστά κομβικής σημασίας έργο για την πλήρη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία.
Τρίτον, δομικό χαρακτηριστικό του νέου προγράμματος είναι η ταχεία αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, εξέλιξη άκρως απαραίτητη για την ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας.
Τέταρτον, ένας από τους πρωταρχικούς στόχους του ισχύοντος προγράμματος για το 2015-2018 είναι η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και αγαθών καθώς και μέτρων που θα διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα και θα επιταχύνουν τις επενδύσεις. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ανάκτηση των απωλειών στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία πενταετία δεν τίθεται πλέον εν αμφιβόλω.
Όλα τα ανωτέρω καθιστούν εφικτό τον περιορισμό της υφέσεως το 2015 και το 2016 και την ανάκαμψη της οικονομίας σε ένα βιώσιμο οικονομικό υπόδειγμα από το 2017.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr