Το αιτιολογικό ήταν ότι η χώρα έπρεπε να διαφυλάξει την εικόνα του αξιόπιστου δανειολήπτη ώστε να μπορεί να επιστρέψει στις αγορές. Οι αριθμοί όμως είναι αμείλικτοι. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, κάθε χρόνο, από το 2020, οι ανάγκες της χώρας για τόκους και χρεολύσια θα ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ της. Αυτό θα συμβεί διότι από το έτος αυτό ξεκινούν οι πληρωμές χρεολυσίων των δανείων του ΔΝΤ και της ΕΕ, ενώ θα προστεθούν και οι τόκοι που δεν πληρώθηκαν λόγω της περιόδου χάριτος και τελικώς κεφαλαιοποιήθηκαν. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το όριο ασφάλειας για μια χώρα που μπορεί να δανείζεται από τις αγορές για να αναχρηματοδοτεί το χρέος της είναι το 15%.
Όπως φαίνεται στο επόμενο διάγραμμα, από το 2020 το ποσοστό αυτό θα επανέλθει στα επίπεδα της περιόδου κρίσης 2008-2012. Υπάρχει επενδυτής που θα αγόραζε ομόλογα (άνω των 5 ετών, με ορατό ήδη το πρόβλημα στη λήξη τους) μιας χώρας με τόσο υψηλό χρέος - χωρίς εξομάλυνση των ωριμάνσεων, δηλαδή την ελάφρυνση που είχαν υποσχεθεί το 2012 αλλά δεν τήρησαν εγκαίρως οι Ευρωπαίοι πιστωτές;
Ήδη από τον Ιούνιο του 2014, το ΔΝΤ ανέφερε ότι οι Ευρωπαίοι δανειστές θα πρέπει να επαναδιαβεβαιώσουν τη δέσμευση για ελάφρυνση – αφού η δυναμική της εξυπηρέτησης είναι «ευάλωτη». Θα απαιτούσε συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα του 4% του ΑΕΠ (4+) και σταθερή ανάπτυξη πάνω από 2%. Με πλεονάσματα 3,5% θα ήταν και πάλι αμφισβητήσιμη!
Μπορεί όμως μια χώρα να παράγει τόσο υψηλά και συνεχή πλεονάσματα;
Στην Ευρώπη, οι μόνες χώρες που τα πέτυχαν επί σειρά ετών (από το 1995) ήταν η Δανία, η Φινλανδία, η Σουηδία και το Βέλγιο τα οποία όμως εξανεμίστηκαν με την έλευση της κρίσης το 2008, ενώ η Ιρλανδία και η Ιταλία είχαν ανάλογα πλεονάσματα μόνο τη δεκαετία του 1990. Η πρόβλεψη για 3% το 2015 ήταν υπεραισιόδοξη ακόμη και αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι εκλογές και η αναταραχή που συνόδευσε τη μακρά περίοδο της διαπραγμάτευσης της νέας κυβέρνησης με τους πιστωτές. Επίσης, οι προβλέψεις του ελληνικού προγράμματος στηρίζονταν σε υπερεκτίμηση της συμβολής των μεταρρυθμίσεων άμεσα στην ανάπτυξη της οικονομίας, αφού οι αλλαγές θέλουν χρόνο για να αποδώσουν.
Στο επόμενο διάγραμμα φαίνεται η πορεία της δημόσιας διαχείρισης. Υψηλά πλεονάσματα επιτυγχάνονταν σε περίοδο ανάπτυξης της οικονομίας, από το 1994 ως το 2001. Η πρόσφατη ραγδαία επιδείνωση της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών –μετά την επιδείνωση στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990- ξεκινά 10 χρόνια αργότερα, το 2004 με κορύφωση την καταστροφική διετία 2008-2009.
Ακόμη και με πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ από το 2017 και σταθερή ανάπτυξη 1,5%, το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους από το 2022 αυξάνονται δραματικά ξεπερνώντας το 20% του ΑΕΠ κάθε χρόνο. Η δυναμική του χρέους δεν είναι βιώσιμη για δυο λόγους:
Πρώτον, τα ποσά είναι τεράστια απομακρύνοντας την πρόσβαση της χώρας στις αγορές αφού οι ανάγκες θα υπερβαίνουν το δείκτη ασφαλείας του ΔΝΤ που αναφέρθηκε πιο πάνω.
Δεύτερον, ακόμα και με πρόσβαση στις αγορές, τα φθηνά ευρωπαϊκά δάνεια θα αντικαθίστανται με δάνεια από την αγορά που θα είναι με υψηλότερα επιτόκια. Έτσι, τα πρωτογενή πλεονάσματα θα κατευθύνονται και για κάλυψη της διαφοράς των τόκων χωρίς να επιτρέπουν τη μείωση του χρέους.
Έτσι, φτάσαμε πλέον στο αναπόφευκτο των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους πιστωτές για ελάφρυνση των δανείων τους προς την Ελλάδα. Και για όσους διερωτώνται γιατί η Ελλάδα δεν τα κατάφερε όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, η απάντηση είναι ότι τα ελληνικά δάνεια είναι σχεδόν τετραπλάσια, αφού στην αφετηρία, το 2010, η Ελλάδα βρισκόταν σε πολύ χειρότερη θέση. Και βαρύνουν μια οικονομία, που σήμερα είναι μικρότερη της ιρλανδικής και σχεδόν ίση µε την πορτογαλική, ενώ ήταν αρκετά μεγαλύτερη το 2011.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr