Στο εβδομαδιαίο δελτίο της τράπεζας επισημαίνεται ότι τον Σεπτέμβριο παρατηρείται αντιστροφή της πτωτικής πορείας του Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών στη Βιομηχανία (ΙΟΒΕ), μετά τη ραγδαία επιδείνωση, που είχε σημειώσει το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου 2015, στο επίπεδο πριν από την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων και της τραπεζικής αργίας.
Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της ALPHA, διαμορφώθηκε στις 78,8 μονάδες έναντι 67,4 μονάδες τον Αύγουστο 2015 και 69,5 μονάδες τον Ιούλιο 2015. Επομένως, ο δείκτης αυξήθηκε κατά 11,4 μονάδες τον Σεπτέμβριο 2015, καταγράφοντας σημαντική μεταβολή, διαφεύγοντας από την περιοχή συνθηκών ακραίας αβεβαιότητας.
Παράλληλα, η μικρή αύξηση των καταθέσεων που κατεγράφη τον Αύγουστο, μετά από δέκα μήνες, οφείλεται στο γεγονός ότι η εισροή καταθέσεων από τις επιχειρήσεις υπεραντιστάθμισε τις εκροές καταθέσεων των νοικοκυριών, εξέλιξη που αντανακλά, μεταξύ άλλων, τη διευρυμένη χρήση των ηλεκτρονικών πληρωμών στην ιδιωτική κατανάλωση από τα νοικοκυριά προς τις επιχειρήσεις.
Η ταχεία ανάκαμψη του οικονομικού κλίματος είναι καθοριστικής σημασίας για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων των μεγάλων φορολογικών επιβαρύνσεων που εισήχθησαν τον Αύγουστο (και όσων έπονται σύμφωνα με την υλοποίηση των προαπαιτούμενων) επί της οικονομικής αναπτύξεως.
Για να γίνει αντιληπτό αυτό, ας διερευνήσουμε την εμπειρία του τελευταίου έτους. Η ελληνική οικονομία, παρά το κλίμα αβεβαιότητας, όχι μόνο διατήρησε αλλά επιτάχυνε τον αναπτυξιακό της ρυθμό. Τούτο ωστόσο δεν συνέβη μέσω της ενισχύσεως της επενδυτικής και της εξαγωγικής δραστηριότητας. Η δυναμική της επενδυτικής και εξαγωγικής δραστηριότητας υποχώρησε το πρώτο τρίμηνο του έτους σε ετήσια βάση κατά 13,9% και 1,1% αντίστοιχα, από 19,3% και 9,9% στο τέταρτο τρίμηνο 2014, ενώ μειώθηκε στο δεύτερο τρίμηνο κατά -3,3% και -1,8%.
Συνεπώς, παρά την πτωτική τάση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης από τον Μάρτιο 2015 (μικρή ανάκαμψη το Σεπτέμβριο), ο ρυθμός αναπτύξεως στηρίχθηκε πρωτίστως στην ιδιωτική κατανάλωση. Ένας ευνοϊκός εξωτερικός παράγοντας το τελευταίο δωδεκάμηνο είναι οι μειωμένες τιμές πετρελαίου που ενίσχυσαν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, μειώνοντας έτσι το βάρος του κόστους θερμάνσεως και μετακινήσεων ως ποσοστό στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Η ελάφρυνση αυτή διοχετεύθηκε στην κατανάλωση προκειμένου να συγκρατήσει το επίπεδο ευημερίας που τόσο έχει καίρια τρωθεί τα τελευταία χρόνια.
Παράλληλα, το διαθέσιμο εισόδημα ευνοήθηκε σε πραγματικούς όρους και από τον αποπληθωρισμό, ο οποίος, μεταξύ άλλων, προσδιορίζεται από την πτώση του κόστους ενέργειας.
Επιπλέον, οι μειωμένες τιμές του πετρελαίου μείωσαν την αξία των εισαγωγών περισσότερο από εκείνη των εξαγωγών αφού η χώρα είναι καθαρός εισαγωγέας στα πετρελαιοειδή. Στο ρυθμό αναπτύξεως συνέβαλε επίσης καταλυτικά η θετική πορεία του τουρισμού για έναν ακόμη χρόνο.
Μπορεί ωστόσο να διατηρηθεί η δυναμική της ιδιωτικής καταναλώσεως στα επόμενα τρίμηνα μετά τις νέες αυξήσεις του ΦΠΑ σε ευρύ φάσμα προϊόντων; Επειδή αυτό είναι αμφίβολο, είναι αδήριτη η ανάγκη η στήριξη του εθνικού εισοδήματος να προέλθει μέσω της σημαντικής ενισχύσεως της επενδυτικής δαπάνης. Η πολιτική ευστάθεια, η σταδιακή χαλάρωση των κεφαλαιακών ελέγχων και η έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολογήσεως σύμφωνα με τις τεθείσες προθεσμίες αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος προσελκύσεως επενδυτικών πρωτοβουλιών.
Το τελικό αποτέλεσμα θα κριθεί από το κατά πόσο οι παράγοντες αυτοί θα υπερκεράσουν την αρνητική επίδραση επί του οικονομικού περιβάλλοντος και του οικονομικού κλίματος που έχουν οι νέες επιχειρηματικές επιβαρύνσεις για τις επιχειρήσεις, καταλήγει στην ανάλυσή της η τράπεζα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr