Σε ό,τι αφορά στις Ρωσικές απαγορεύσεις στις εισαγωγές ευρωπαϊκών γεωργικών προϊόντων, ο κ. Αποστόλου επισήμανε τη σημασία του γεωργικού τομέα στην οικονομική ανάκαμψη της χώρας αλλά και τη σημασία της ρωσικής αγοράς για τις εξαγωγές των ελληνικών αγροτικών προϊόντων, το 82% των οποίων αποτελούν τα φρούτα. Παρατήρησε ότι, «παρά το γεγονός ότι οι εξαγωγές της Ένωσης αυξήθηκαν το 2015, για τον τομέα των οπωροκηπευτικών σημειώθηκε μείωση στην αξία και στον όγκο τους. Τα ροδάκινα και τα νεκταρίνια αντιμετωπίζουν προβλήματα μείωσης των τιμών και η κατάσταση προβλέπεται να επιδεινωθεί στο προσεχές διάστημα. Η Επιτροπή πρέπει να αναλάβει άμεσα τα αναγκαία έκτακτα μέτρα, σαν ένα δίχτυ ασφαλείας για τους γεωργούς αλλά και ένα μήνυμα για την αγορά ώστε να αποφευχθούν, για δεύτερη χρονιά, οι απώλειες των γεωργών, συνεκτιμώντας ότι η απώλεια της Ρωσικής αγοράς, που είχε κατακτηθεί με μεγάλη προσπάθεια, είναι δύσκολο να αντισταθμιστεί με εναλλακτικούς προορισμούς, ιδιαίτερα για τα φθαρτά προϊόντα».
Για τους Γενετικά Τροποποιημένους Οργανισμούς (ΓΤΟ) και την πρόταση της Επιτροπής να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να απαγορεύουν τη χρήση τους στα τρόφιμα και στις ζωοτροφές, ο Αν. Υπουργός επισήμανε ότι, στην Ελλάδα, η κοινή γνώμη είναι ξεκάθαρα αντίθετη τόσο στην καλλιέργεια όσο και στη χρήση των ΓΤΟ. Όπως τόνισε, «θέλουμε να αναδειχθεί η προστιθέμενη αξία μιας βιώσιμης γεωργίας, απαλλαγμένης από ΓΤΟ, που σέβεται την κοινωνία και το περιβάλλον, τους καταναλωτές και την τροφική αλυσίδα. Δεν έχει νόημα να προχωρήσουμε σε ένα κανονισμό – διακήρυξη, ο οποίος δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί ή θα οδηγεί σε μακροχρόνιες νομικές διαμάχες. Θα πρέπει να έχουμε μελέτη επιπτώσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τον περιβαλλοντικό, κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο. Είναι ανάγκη να αναλάβουμε δράσεις για την αύξηση της παραγωγής πρωτεϊνούχων ζωοτροφών, εξασφαλίζοντας τις ανάγκες μιας βιώσιμης κτηνοτροφίας, απεξαρτημένης από τις εισαγωγές γενετικά τροποποιημένης σόγιας. Διαθέτουμε πλούσια ποικιλία φυτογενετικών πόρων προσαρμοσμένων στις τοπικές συνθήκες, που μπορούμε να βελτιώσουμε και να αξιοποιήσουμε».
Σχετικά με τη συμβολή της γεωργίας στην ανάπτυξη και στην απασχόληση, ο κ. Αποστόλου επισήμανε ότι «μια βιώσιμη και ανταγωνιστική γεωργία αποτελεί προαπαιτούμενο της συνολικής ευρωπαϊκής προσπάθειας για την ανάπτυξη και την απασχόληση, ιδιαίτερα των νέων. Υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν ώστε η ΚΑΠ να βοηθήσει προς την κατεύθυνση αυτή, όπως η βελτίωση της θέσης των γεωργών στη διατροφική αλυσίδα, η αποτελεσματικότερη πρόληψη και διαχείριση των κρίσεων, η ιδιαίτερη φροντίδα που χρειάζονται οι νησιωτικές, οι ορεινές και μειονεκτικές περιοχές, που είναι πιο ευάλωτες στην εγκατάλειψη. Ο συντονισμός των πολιτικών και των χρηματοδοτικών μέσων αυξάνει την προστιθέμενη αξία τους και οδηγεί σε πολλαπλασιαστικά οφέλη. Η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση είναι το σημαντικότερο εμπόδιο στη γεωργική επιχειρηματικότητα και ο σοβαρότερος λόγος για τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση των προγραμμάτων. Θα πρέπει η Επιτροπή να βοηθήσει ώστε να αξιοποιηθούν οι νέες ευκαιρίες, όπως το «Επενδυτικό Σχέδιο για την Ευρώπη». Οι όροι της χρηματοδότησης πρέπει να προσαρμόζονται στις ιδιαιτερότητες και στις ανάγκες των περιφερειών, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ένωση βασίζεται στις αρχές της συνοχής και της χωρικής ισορροπίας. Και ότι θα προσεγγίσει τους στόχους της, για ανάπτυξη και εν τέλει για ευημερία, όταν όλοι οι πολίτες της ευημερούν, σε όλες τις περιφέρειές της».
Τέλος, ο κ. Αποστόλου επικρότησε την διεθνή πρωτοβουλία της Γαλλίας, για την προώθηση της απορρόφησης άνθρακα στα γεωργικά εδάφη, τονίζοντας ότι η γεωργία είναι μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος για την μετρίαση της κλιματικής αλλαγής. Συμφώνησε με τη θέση των Κάτω Χωρών ότι θα πρέπει να επεκταθεί και στον τομέα των εφευρέσεων, που αφορούν φυτά, η εξαίρεση που επιτρέπει στους δημιουργούς φυτικών ποικιλιών να χρησιμοποιούν ελεύθερα και για ερευνητικούς σκοπούς τις ποικιλίες άλλων δημιουργών, με στόχο τη βελτίωσή τους. Στην πρόθεση της αντιπροσωπείας αυτής, να εκπονήσει σχέδιο δράσης για τη στήριξη συστημάτων ολοκληρωμένης φυτοπροστασίας, ο Αν. Υπουργός πρότεινε να διερευνηθούν παράμετροι όπως η εναρμόνιση στην ΕΕ της έγκρισης, διάθεσης και χρήσης ωφέλιμων μικροοργανισμών, η δημιουργία ευρωπαϊκού καταλόγου δραστικών ουσιών χαμηλού κινδύνου και η δυνατότητα ενίσχυσης της ολοκληρωμένης φυτοπροστασίας, μέσω της ένταξής τους σε προγράμματα που ενισχύονται από την ΕΕ.
Σε ό,τι αφορά το νέο καθεστώς για τα προγράμματα διανομής φρούτων και γάλακτος στα σχολεία, ο Αν. Υπουργός τόνισε τη σημασία του στο να ενθαρρύνεται η κατανάλωση των προϊόντων αυτών και να καλλιεργούνται καλές και υγιεινές συνήθειες στα παιδιά, που προωθούν το διατροφικό μας πολιτισμό, και ζήτησε να προχωρήσει η εξέταση της πρότασης, μετά και τη θετική αξιολόγηση που έκανε πρόσφατα η Επιτροπή, και να ληφθούν γρήγορα αποφάσεις που ενισχύουν τα προγράμματα αυτά και τον εκπαιδευτικό τους χαρακτήρα, βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητά τους και κατανέμοντας πιο δίκαια τους πόρους.
Σχετικά με την κατάσταση των αγορών των γεωργικών προϊόντων, ο Αν. Υπουργός υπογράμμισε ότι η αστάθεια των αγορών δυσκολεύει την προοπτική της Ευρωπαϊκής γεωργίας και ότι απαιτείται διαρκής επαγρύπνηση, με αποτελεσματικές και έγκαιρες παρεμβάσεις, ώστε να θωρακίζεται η βιωσιμότητα της γεωργίας και τα εισοδήματα των γεωργών. Ανέφερε ότι στη φάση αυτή, η εξέλιξη των αγορών επιβαρύνεται επιπλέον από τις ριζικές μεταβολές στα καθεστώτα στήριξης βασικών προϊόντων, όπως το γάλα και η ζάχαρη, και από τα αντίμετρα της Ρωσίας στις εισαγωγές των Ευρωπαϊκών προϊόντων.
Όπως τόνισε, «για το γαλακτοκομικό τομέα στην Ελλάδα, η κατάργηση των ποσοστώσεων θα φέρει τον κλάδο αντιμέτωπο με σοβαρότατα προβλήματα βιωσιμότητας που επιτείνονται από τις αυξανόμενες εισαγωγές από χώρες με ανταγωνιστικότερους όρους προσφοράς. Χρειάζεται ένας εξορθολογισμός της αγοράς και το Παρατηρητήριο Αγοράς Γάλακτος θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους συντελεστές διαμόρφωσης του κόστους παραγωγής της πρώτης ύλης».
Σε ό, τι αφορά τη ζάχαρη, ο Αν. Υπουργός αναφέρθηκε στα υψηλά παγκόσμια πλεονάσματα, που έχουν σαν αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των τιμών παραγωγού. Τόνισε ότι η ήδη ευαίσθητη αγορά επηρεάζεται από την απόφαση για λήξη των ποσοστώσεων, το 2017. Όπως είπε «απειλείται σοβαρά η ανταγωνιστικότητα των τευτλοπαραγωγών, που σταδιακά εγκαταλείπουν τον τομέα. Η Επιτροπή θα πρέπει να φροντίσει για ομαλή μετάβαση στο νέο καθεστώς, με στενή παρακολούθηση της αγοράς και άμεσες παρεμβάσεις, με έκτακτα μέτρα, ώστε να μετριάζονται οι επιπτώσεις κάθε επικείμενης κρίσης».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr