Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr
![Reporter.gr on Google News](/images/google%20news/reporter%20news%20300x100.png)
Ο κ. Ξυδάκης τόνισε ότι η επανίδρυση του δημοκρατικού κράτους και η ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού αποτελούν μεγάλα στοιχήματα για την κυβέρνηση, όπως και η αποφασιστική περιστολή της εγχώριας ολιγαρχίας. Παράλληλα έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο μιας «ελλοχεύουσας διχόνοιας».
«Ο ελληνικός λαός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ιστορική πρόκληση. Η πρόκληση: Πώς θα σταθεί η χώρα στο διεθνές περιβάλλον, με ποιες συμμαχίες και σε ποιους συσχετισμούς ισχύος, αφενός. Αφετέρου, πώς θα ανακαινίσει τον οίκο του, εξυγιαίνοντας το κράτος και ανασυγκροτώντας τον παραγωγικό ιστό, για να σταθεί στον μεταβαλλόμενο κόσμο» σημείωσε και προσέθεσε:
«Το δεύτερο καθήκον, το εσωτερικό, αλλά και το πρώτο, προϋποθέτει μια κοινωνία που συνειδητοποιεί και αντιλαμβάνεται την ένταση των προκλήσεων. Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν όλα τα κοινωνικά στρώματα να έχουν κοινή αντίληψη και προσέγγιση σε όλα τα θέματα, αλλά μερικά ζητήματα, τα κρισιμότερα, αφορούν όλους».
Αναφερόμενος στα διχαστικά φαινόμενα που υφέρπουν στην ελληνική κοινωνία σημείωσε με νόημα: «Είχαμε περιγράψει παλαιότερα, στο ξέσπασμα της κρίσης, την ανάγκη για ενίσχυση του φρονήματος και για μια νέα γενική διάνοια. Παράλληλα, είχαμε επισημάνει συχνά τον φόβο για την πάντα ελλοχεύουσα διχόνοια, τον διαρκή διχασμό χαμηλής έντασης, ένα χαρακτηριστικό της νεότερης ιστορίας, που το είχαμε μισολησμονήσει και που ασφαλώς δεν είναι μόνο ελληνικό. Εν πάση περιπτώσει, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας ιστορικής φάσης, που άρχισε το 2008-10 και δεν πρόκειται να κλείσει σύντομα ή εύκολα».
«Ωστόσο», όπως είπε, «τώρα συνειδητοποιούμε ότι η μέχρι τούδε δοκιμασία, με τον πόνο και τη σύγχυση που έχει σωρεύσει, προσφέρει ένα δίδαγμα, υπό τη μορφή ερωτήματος-πρόκλησης: Μπορούμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για επανεκκίνηση, για ανακαίνιση, της οικονομίας, της κοινωνίας, του δημοκρατικού κράτους; Μπορούμε να ανατρέψουμε, ή να ανασχέσουμε τουλάχιστον, τη βραχυμεσοπρόθεσμη δυσμενή τάση που διαμορφώνουν η μετανάστευση των νέων, η δημογραφική φθίση, η διοικητική καχεξία, η απουσία εθνικού παραγωγικού σχεδίου; Προ πάντων: Μπορούμε να ανατρέψουμε ―όχι να ανασχέσουμε― τη διάχυτη μοιρολατρία, τη θλίψη και τον αυτοοικτιρμό, αλλά συστοίχως και την τυφλή οργή, το μίσος, την εκδικητικότητα, τον κερματισμό και την εξαίρεση;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα επιτακτικά, σκληρά ερωτήματα οφείλουν να δοθούν από τους Έλληνες πολίτες καταρχάς προς τους εαυτούς τους, με το βλέμμα στο μέλλον, δηλαδή στους νέους και την ιστορική συνέχεια, δηλαδή στο αν θέλουμε να ανασυγκροτήσουμε τους όρους υγιούς αναπαραγωγής της κοινωνίας. Είναι το διαρκώς επανερχόμενο ζήτημα της ενεργού βούλησης και της απόφασης. Η έκφρασή τους θα διαμορφώσει τα πολιτικά υποκείμενα του νέου ιστορικού κύκλου.»
Ο αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού δεν παρέλειψε να περιγράψει και τις προκλήσεις τις κυβέρνησης παραπέμποντας στο μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο Παναγιώτη Κονδύλη:
«Πιο συγκεκριμένα, για την κυβέρνηση της Αριστεράς του Αλέξη Τσίπρα, η ιστορική πρόκληση εντοπίζεται περισσότερο προς την κατεύθυνση του εσωτερικού μετώπου. Δηλαδή, αν θα κατορθώσει να φέρει εις πέρας ένα τιτάνιο έργο επανίδρυσης του δημοκρατικού κράτους και ανασυγκρότησης του παραγωγικού ιστού. Αυτό το έργο αναγκαστικά περνά από την καταστολή ή τουλάχιστον την αποφασιστική περιστολή της εγχώριας ολιγαρχίας, της κλεπτοκρατικης ελίτ, σύμφωνα με τον Σταύρο Λυγερό, της ελίτ που εξάγει τον πλούτο αντί να τον παράγει, σύμφωνα με τον Γεράσιμο Αρσένη.
Η επιτυχής απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις μπορεί να οδηγήσει σε αναγέννηση της βαριά λαβωμένης δημοκρατίας και σε απελευθέρωση υγιών κοινωνικών δυνάμεων, από τους τώρα απογοητευμένους και κατάκοπους Έλληνες, είτε τους μεσήλικες είτε τους νέους που αποδημούν».
Ας θυμηθούμε τον Παναγιώτη Κονδύλη:
«Δεν υπάρχει καμιά τελειωτική λύση και καμιά ευτυχία που να μη διατρέχει κινδύνους. Όποιος πιστεύει στην ύπαρξη τελειωτικών λύσεων φοβάται απλώς ότι θα χάσει τη βεβαιότητα μιάς ευτυχίας χωρίς κινδύνους.» (Ισχύς και απόφαση, 1991)».