Οπως αναφέρεται στα συμπεράσματα της μελέτης, στη διάρκεια 6 περίπου ετών, η ελληνική κοινωνία γνώρισε την έντονη αποσταθεροποίηση πολύ σημαντικών ισορροπιών της και μια ριζική υποχώρηση του επιπέδου διαβίωσής της, με τις κρίσιμες μεταβολές στα χρόνια του μνημονίου να εντοπίζονται:
- στη μείωση των εισοδημάτων κατά μέσο όρο 22.6% μεταξύ 2008 και 2012, που όμως για το σύνολο των μισθών ήταν 27.4% και για τις άλλες πηγές εισοδήματος κυμαίνεται από 20% μέχρι 54%,
- στην αύξηση της ανεργίας στο 27%, που κινείται πάντα γύρω στο 26% και
- στη φορολογική πολιτική, που λόγω των πρόσθετων φορολογικών επιβαρύνσεων (πρόσθετος φόρος εισοδήματος και περιουσίας, πρόσθετοι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης) μείωσε το μειωμένο εισόδημα κατά ακόμα 8.3% (κατά μέσο όρο).
Τα πραγματικά εισοδήματα επηρεάστηκαν μειωτικά κατά 7% ακόμα, λόγω πληθωρισμού στα χρόνια μέχρι το 2012, καθώς μόνο από το 2013 και μετά, ο πληθωρισμός έγινε αρνητικός. Το αθροιστικό μέγεθος της μείωσης φτάνει συνεπώς το 38% περίπου.
Στη διάρκεια τη κρίσης το διαθέσιμο εισόδημα συρρικνώθηκε παραπάνω, λόγω της αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης, που αφορά την φορολογία εισοδήματος, την εισφορά αλληλεγγύης στα μεγαλύτερα εισοδήματα, την φορολογία ακίνητης περιουσίας και την αύξηση της έμμεσης φορολογίας μέσω ΦΠΑ και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης.
Τα πρόσθετα φορολογικά μέτρα μείωσαν το μέσο διαθέσιμο εισόδημα κατά 8.5 ποσοστιαίες μονάδες περίπου (5 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) από την άμεση φορολογία και την φορολογία ακίνητης περιουσίας και 3.5 π.μ. από την έμμεση). Όμως, η επιβάρυνση αυτή είχε ισχυρές ασυμμετρίες. Η εισφορά αλληλεγγύης είναι η μόνη που επηρέασε τα υψηλότερα εισοδήματα.
Οι φόροι ακίνητης περιουσίας επηρέασαν σε απόλυτους όρους τα μεγαλύτερα εισοδήματα, όμως σε σχετικούς όρους επηρέασαν πολύ περισσότερο το εισοδηματικά χαμηλότερο 50% του πληθυσμού και ακόμα περισσότερο τα πιο χαμηλά τμήματα, καθώς η συμμετοχή τους στην κατανομή της ακίνητης περιουσίας είναι μεγαλύτερη από ο,τι στην κατανομή εισοδήματος. Αντίθετα, ο φόρος αλληλεγγύης πληρώθηκε κατά κύριο λόγο από το ανώτερο 30%.
Η αύξηση των έμμεσων φόρων επηρέασε ελαφρώς περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα. Ωστόσο, η περιορισμένη αυτή επίδραση οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και σε μεταβολή των καταναλωτικών επιλογών (π.χ. περικοπή θέρμανσης ή αλλαγή τρόπου θέρμανσης) όσων δεν είχαν την δυνατότητα να πληρώσουν υψηλότερους έμμεσους φόρους ή υψηλότερο κόστος προϊόντος, με αποτέλεσμα σοβαρές αρνητικές συνέπειες στο επίπεδο διαβίωσης. Το χαμηλότερο 20% των εισοδημάτων και τα πολύ υψηλά εισοδήματα (το ανώτατο 1% και το ανώτατο 0.1%) υπέστησαν τις μεγαλύτερες μειώσεις εισοδήματος από τα άλλα.
Οι δύο μεγάλες κατηγορίες εισοδημάτων (από εργασία και από κεφάλαιο) μειώθηκαν αντίστοιχα κατά 31.9% και 37.7%. Τα εισοδήματα από συντάξεις (που αποτελούν μια ξέχωρη κατηγορία) αυξήθηκαν κατά 12.8%. Πέρα από την μείωση των εισοδημάτων, πρέπει πάντως να ληφθούν υπ” όψη και οι σημαντικές απώλειες στην αξία των ακινήτων και των μετοχών, που έπληξαν κυρίως τα μεγάλα, αλλά και σε αρκετό βαθμό και τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, καθώς και η καταστροφή παραγωγικού κεφαλαίου.
Η κρίση και οι πολιτικές προσαρμογής είχαν διαφορετικές επιπτώσεις στις εισοδηματικές πηγές. Η μεγάλη εξάρτηση από μία μόνο πηγή εισοδήματος μέσα στο νοικοκυριό φάνηκε ότι είχε υψηλό ρίσκο. Σε άλλες περιπτώσεις, το κυρίαρχο εισόδημα που χαρακτήριζε ένα νοικοκυριό, υποβιβάστηκε σε δευτερεύον ή και σε μη σημαντικό. Η σύνταξη σε χιλιάδες νοικοκυριά έγινε κύρια πηγή εισοδήματος.
- YYYYYYYYYYYY.doc (216 Λήψεις)
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr