Σε άρθρο που αναρτήθηκε στην προσωπική του ιστοσελίδα, εξηγεί ότι η κυβέρνηση συμπίπτει στη διάγνωση του «ελληνικού προβλήματος» με τους θεσμούς, αλλά, υπογραμμίζει ότι η διαφωνία εντοπίζεται στη μεθοδολογία του προγράμματος και τις επιλογές για τη δημοσιονομική σταθεροποίηση τα επόμενα χρόνια. Ο υπουργός κάνει μία ανασκόπηση των τρίμηνων διαπραγματεύσεων καταγράφει την συμφωνία στην "διάγνωση" των προβλημάτων και στην ανάγκη ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος.
Ο κ. Βαρουφάκης επισημαίνει εμφατικά, ότι:
Πρώτον: «Κι άλλες περικοπές μισθών δεν θα βοηθήσουν εξαγωγικά προσανατολισμένες επιχειρήσεις που είναι εγκλωβισμένες στο σημερινό χρηματοπιστωτικό αδιέξοδο», και
Δεύτερον: «Περαιτέρω περικοπές στις συντάξεις δεν θα θεραπεύσουν τα πραγματικά αίτια των προβλημάτων του ασφαλιστικού συστήματος (χαμηλή απασχόληση και τεράστια αδήλωτη εργασία)».
Παρατηρεί, αντίθετα, ότι «τέτοια μέτρα απλώς θα προκαλέσουν επιπλέον ζημιά στον ήδη καταπονημένο κοινωνικό ιστό της Ελλάδας, καθιστώντας αδύνατη την παροχή της κοινωνικής, ηθικής και πολιτικής στήριξης που απεγνωσμένα χρειάζεται η μεταρρυθμιστική ατζέντα της χώρας».
Εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι κοινός τόπος μπορεί σύντομα να βρεθεί, ο υπουργός Οικονομικών διαπιστώνει πως «τα καλά νέα είναι ότι οι διαφωνίες με τους εταίρους μας φαίνονται, από τεχνικής πλευράς, να γεφυρώνονται εύκολα». Και τούτο, επειδή, όπως τονίζει «Η κυβέρνησή μας είναι πρόθυμη να εκλογικεύσει το ασφαλιστικό μας σύστημα (για παράδειγμα περιορίζοντας τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις), να προχωρήσει στην αξιοποίηση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων, να δώσει λύση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που καθηλώνουν την τραπεζική πίστη, να δημιουργήσει μια νέα φορολογική αρχή υπό τον έλεγχο του Κοινοβουλίου (και ανεξάρτητη από πολιτικές και εταιρικές παρεμβάσεις), να εκπολιτίσει την άγρια αγορά εργασίας, και να προωθήσει την επιχειρηματικότητα των νέων.
Το πλήρες άρθρο του υπουργού Οικονομικών έχει ως εξής:
«Τρεις μήνες διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και στους θεσμούς έχουν οδηγήσει σε σημαντική σύγκλιση προκειμένου να υπερβούμε την πολυετή οικονομική κρίση. Δεν παρήγαγαν όμως, έως σήμερα, την συμφωνία που όλοι θέλουμε. Γιατί; Ποια βήματα χρειάζονται για να επέλθει μια βιώσιμη και αμοιβαίως αποδεκτή μεταρρυθμιστική ατζέντα;
Με τους εταίρους μας έχουμε ήδη συμφωνήσει σε πολλά: Το φορολογικό μας σύστημα χρειάζεται βαθειά μεταρρύθμιση και οι εισπρακτικές αρχές πρέπει να απελευθερωθούν από πολιτικές και εταιρικές δεσμεύσεις. Το ασφαλιστικό σύστημα αιμορραγεί. Το τραπεζικό σύστημα δεν καταφέρνει να παρέχει ικανοποιητική πίστη ακόμα και σε κερδοφόρες, εξαγωγικές επιχειρήσεις. Η αγορά εργασίας έχει πληγεί από την κρίση και πορεύεται βαθιά κατακερματισμένη την στιγμή που η παραγωγικότητα της εργασίας χωλαίνει. Η δημόσια διοίκηση απαιτεί εκσυγχρονισμό επειγόντως, ενώ η δημόσια περιούσια (όταν δεν ξεπουλιέται, όπως τα προηγούμενα χρόνια) παραμένει αδρανής. Αξεπέραστα εμπόδια παρεμβάλλονται στους νέους που πασχίζουν να δημιουργήσουν τον πιο σύγχρονο αναπτυξιακό πυλώνα – τα start-ups.
Ο ανταγωνισμός στις αγορές προϊόντων είναι αναιμικός. Και, τέλος, η ανισότητα έχει φτάσει σε απαράδεκτα επίπεδα εμποδίζοντας την κοινωνία να στοιχηθεί πίσω από τις πιο ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.
Σε αυτή την «διάγνωση» συμφωνούμε με τους θεσμούς. Όμως για να προχωρήσουμε σε μια συμφωνία πάνω στο νέο μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας απαιτείται το ξεπέρασμα δύο εμποδίων:
Πρώτον, πρέπει να συμφωνήσουμε στον τρόπο εκπόνησης του προγράμματος δημοσιονομικής σταθεροποίησης για τα επόμενα χρόνια.
Δεύτερον, χρειαζόμαστε μια ολιστική, κοινά συμφωνημένη ατζέντα μεταρρυθμίσεων που θα υποστηρίζει αυτή την πορεία σταθεροποίησης και που θα χαίρει της υποστήριξης της ελληνικής κοινωνίας.
Ξεκινώντας με τη δημοσιονομική σταθεροποίηση, το θέμα που μας απασχολεί αφορά στη μέθοδο. Από το 2010, οι θεσμοί χρησιμοποιούν την μέθοδο της «προς-τα-πίσω επαγωγής»: Ορίζουν μια μελλοντική ημερομηνία (έστω το έτος 2020) και ένα στόχο για το λόγο ονομαστικού χρέους προς εθνικό εισόδημα (έστω 120%) τον οποίο κρίνουν επαρκή για να επιτευχθεί η πλήρης επιστροφή της χώρας στις αγορές (δηλαδή να μπορεί το κράτος να δανείζεται από ιδιώτες με λογικά επιτόκια).
Κατόπιν, κάτω από αυθαίρετες υποθέσεις όσον αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης, τον πληθωρισμό, τα έσοδα ιδιωτικοποιήσεων κ.ο.κ., υπολογίζουν τι πρωτογενή πλεονάσματα είναι αναγκαία κάθε χρόνο, πηγαίνοντας «προς τα πίσω», από το 2020 μέχρι το 2015.
Το αποτέλεσμα αυτής της «προς-τα- πίσω» μεθόδου είναι η «παγίδα λιτότητας»: προσδιορίζοντας τα πρωτογενή πλεονάσματα που χρειάζονται σήμερα και τα επόμενα χρόνια (π.χ. 4% με 4,5%) για να επιτευχθεί ο επιλεγμένος στόχος του χρέους το 2020 (120% του ΑΕΠ) καταρρέει ο ρυθμός ανάπτυξης πολύ κάτω του επιπέδου που απαιτείται (περί το 3%) για να πιαστεί ο... πολυπόθητος στόχος του χρέους!
Έτσι η οικονομία θυμίζει τον εγκλωβισμένο στην κινούμενη άμμο, ο οποίος όσο πιο πολύ προσπαθεί ξεφύγει τόσο πιο γρήγορα βουλιάζει σε αυτήν. Άλλωστε αυτός δεν είναι ο λόγος που τα προηγούμενα σχέδια δημοσιονομικής προσαρμογής των θεσμών απέκλιναν από τους στόχους τους τόσο θεαματικά;
Η θέση της κυβέρνησής μας είναι ότι αυτή η «προς-τα- πίσω» μέθοδος προσδιορισμού των πρωτογενών πλεονασμάτων της σκληρής λιτότητας πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Αντ’ αυτής προτείνουμε μέθοδο υπολογισμού που «κοιτάει μπροστά», υιοθετώντας πρωτογενή πλεονάσματα που συμβαδίζουν με σοβαρούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγής οι οποίοι μαγνητίζουν (σ’ έναν ενάρετο κύκλο) επενδύσεις και, έτσι, δύνανται να σταθεροποιήσουν πραγματικά τόσο την οικονομία όσο και το δημόσιο χρέος. Εάν αυτό σημαίνει ότι το 2020 ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα είναι μεγαλύτερος από 120%, ας είναι. Τότε θα πρέπει να επινοήσουμε έξυπνους τρόπους εξορθολογισμού ή αναδιάρθρωσης του χρέους – έχοντας ως στόχο τη μεγιστοποίηση της πραγματικής παρούσας αξίας που θα αποδοθεί στους πιστωτές της χώρας.
Εκτός από το να πείσουμε τους εταίρους μας ότι η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους μας πρέπει να αποφύγει την παγίδα λιτότητας, πρέπει να υπερπηδήσουμε και το δεύτερο εμπόδιο: τη «μεταρρυθμιστική παγίδα». Το μνημονιακό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, για το οποίο οι θεσμοί προειδοποιούν εναντίον οποιουδήποτε «πισωγυρίσματος», βασίστηκε στην «λογική» της εσωτερικής υποτίμησης, των μειώσεων μισθών και συντάξεων, της κατάργησης της εργασιακής προστασίας, και του ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας.
Οι εταίροι μας πιστεύουν ότι αυτή η ατζέντα θα πετύχαινε εάν της δινόταν αρκετός χρόνος: ότι αν οι μισθοί πέσουν κι άλλο, η απασχόληση θα αυξηθεί - ότι ο βέλτιστος τρόπος για να θεραπεύσουμε το ασφαλιστικό που νοσεί είναι να κόψουμε τις συντάξεις – ότι οι ιδιωτικοποιήσεις πρέπει να στοχεύουν στις υψηλότερες τιμές πώλησης για να ξεπληρώσουμε ένα χρέος το οποίο σχεδόν όλοι (τουλάχιστον σε ιδιωτικές συζητήσεις) συμφωνούν ότι δεν είναι βιώσιμο.
Αντιθέτως, η κυβέρνησή μας πιστεύει ότι αυτό το πρόγραμμα απέτυχε, καθιστώντας τους Έλληνες καχύποπτους κάθε φορά που ακούν την λέξη «μεταρρύθμιση» - η «μεταρρυθμιστική παγίδα» στην οποία αναφέρθηκα. Η καλύτερη επιβεβαίωση αυτής της αποτυχίας είναι το γεγονός ότι, παρά τη μεγάλη πτώση μισθών και κόστους, οι εξαγωγές έμειναν στάσιμες (ενώ η εξαφάνιση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών οφείλεται αποκλειστικά στην κατάρρευση των εισαγωγών). Κι άλλες περικοπές μισθών δεν θα βοηθήσουν εξαγωγικά προσανατολισμένες επιχειρήσεις που είναι εγκλωβισμένες στο σημερινό χρηματοπιστωτικό αδιέξοδο.
Περαιτέρω περικοπές στις συντάξεις δεν θα θεραπεύσουν τα πραγματικά αίτια των προβλημάτων του ασφαλιστικού συστήματος (χαμηλή απασχόληση και τεράστια αδήλωτη εργασία). Τέτοια μέτρα απλώς θα προκαλέσουν επιπλέον ζημιά στον ήδη καταπονημένο κοινωνικό ιστό της Ελλάδας, καθιστώντας αδύνατη την παροχή της κοινωνικής, ηθικής και πολιτικής στήριξης που απεγνωσμένα χρειάζεται η μεταρρυθμιστική ατζέντα της χώρας.
Τα καλά νέα είναι ότι οι διαφωνίες με τους εταίρους μας φαίνονται, από τεχνικής πλευράς, να γεφυρώνονται εύκολα. Η κυβέρνησή μας είναι πρόθυμη να εκλογικεύσει το ασφαλιστικό μας σύστημα (για παράδειγμα περιορίζοντας τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις), να προχωρήσει στην αξιοποίηση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων, να δώσει λύση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που καθηλώνουν την τραπεζική πίστη, να δημιουργήσει μια νέα φορολογική αρχή υπό τον έλεγχο του Κοινοβουλίου (και ανεξάρτητη από πολιτικές και εταιρικές παρεμβάσεις), να εκπολιτίσει την άγρια αγορά εργασίας, και να προωθήσει την επιχειρηματικότητα των νέων.
Οι διαφορές που παραμένουν αφορούν το πώς αντιλαμβανόμαστε τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων μεταρρυθμίσεων και το μακροοικονομικό περιβάλλον.
Κοινός τόπος με τους θεσμούς μπορεί να βρεθεί σύντομα, και πιστεύουμε ότι θα βρεθεί. Η ελληνική κυβέρνηση πασχίζει για ένα λογικό πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθεροποίησης και για την άμεση συμφωνία πάνω σε μεταρρυθμίσεις που και οι δύο πλευρές θεωρούν σημαντικές. Υποχρέωσή μας είναι να πείσουμε τους εταίρους μας ότι εννοούμε αυτά που λέμε, χωρίς τακτικισμούς και με μεταρρυθμιστικές προτάσεις επί στέρεας λογικής βάσης. Δική τους υποχρέωση είναι να εγκαταλείψουν μια προσέγγιση που έχει αποτύχει.»
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr