Όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, το βέβαιο είναι, όπως γράφει η Μοντ, ότι από τότε που ανέλαβε τη διοίκηση της ΕΚΤ, ο Ντράγκι έχει καταφέρει να τη μεταμορφώσει. «Επί της θητείας του προκατόχου του, του Ζαν-Κλοντ Τρισέ, η λειτουργία της ΕΚΤ ήταν αντίγραφο της Μπούντεσμπανκ, θεματοφύλακα της δημοσιονομικής ορθοδοξίας», τονίζει ο Σαρλ Βιπλόζ, οικονομολόγος στο Ινστιτούτο ανωτάτων σπουδών της Γενεύης. «Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν ο πληθωρισμός».
Ο Ντράγκι διεύρυνε το αντικείμενο της ΕΚΤ ώστε να περιλάβει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την ανάπτυξη, τα επιτόκια. «Χρησιμοποίησε καινούργια εργαλεία για να καταπολεμήσει την κρίση και να εκσυγχρονίσει τον οίκο του», σημειώνει ο Φρεντερίκ Ντικροζέ, από την Credit Agricole CIB. Ανάμεσα στα εργαλεία αυτά είναι τα γιγαντιαία δάνεια στις τράπεζες, τα αρνητικά επιτόκια, αλλά και η δημοσιοποίηση των πρακτικών των συνεδριάσεων. Το κυριότερο όμως είναι ότι η ΕΚΤ κέρδισε μια καινούργια αποστολή: την εποπτεία των 128 μεγαλυτέρων τραπεζών της ευρωζώνης.
Για να τα καταφέρει όλα αυτά, ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας χρειάστηκε να επιστρατεύσει τη διπλωματία, κυρίως απέναντι στον Γενς Βάιντμαν, τον πρόεδρο της «Μπούμπα». Οι δύο άνδρες συχνά συμφωνούν. Μετά τα μέσα του 2014, όμως, οι απόψεις τους για τον αποπληθωρισμό άρχισαν να αποκλίνουν. Για τον Ντράγκι, πρόκειται για μια απειλή που πρέπει να καταπολεμηθεί το ταχύτερο, έστω και μόνο για να αποκατασταθεί η αναγκαία εμπιστοσύνη. Ο Βάιντμαν, πάλι, θεωρεί ότι ο χαμηλός πληθωρισμός αποτελεί μια αναγκαία προσαρμογή, για την οποία δεν απαιτείται κανένα μέτρο. Και ιδιαίτερα η αγορά ομολόγων που θέλει ο Ντράγκι. Στα μάτια του Βερολίνου, ένα τέτοιο μέτρο αποτελεί «κόκκινη γραμμή», αφού μπορεί να παρακινήσει τα λιγότερο σοβαρά κράτη να εγκαταλείψουν τη δημοσιονομική πειθαρχία. «Κάποτε, όλοι πίστευαν ότι ο Ντράγκι δεν θα τολμούσε ποτέ να σπάσει αυτό το ταμπού», λέει ο Φιλίπ Βεστέρ, από τη Natixis AM.
Κι όμως! Στις 22 Ιανουαρίου, η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι ξεκινά το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, η αγορά ομολόγων δηλαδή την οποία δεν ήθελαν οι Γερμανοί. «Για να ξεπεράσει τις επιφυλάξεις τους, ο Ντράγκι ξεκίνησε έναν πολύ αποτελεσματικό επικοινωνιακό πόλεμο», λέει ο Μαξίμ Σμπαϊχι από το πρακτορείο Bloomberg. Για πολλές εβδομάδες, ο ίδιος και οι διοικητές που τάσσονται υπέρ της ποσοτικής χαλάρωσης ενορχήστρωσαν μια σειρά διαρροών στον γερμανικό Τύπο, ενώ φρόντισαν να δημοσιευτούν και άρθρα που εκθείαζαν αυτό το μέτρο. Ο στόχος ήταν να καθησυχαστεί η Μέρκελ και να πειστούν οι διοικητές που ακόμη δίσταζαν. Πείστηκαν όλοι, εκτός από πέντε. Ανάμεσά τους, φυσικά ο Βάιντμαν.
Ο Ντράγκι έκανε τότε μια παραχώρηση στο Βερολίνο: να αγοράζει η ΕΚΤ μόνο το 20% των ομολόγων. Σε αντάλλαγμα, απέσπασε τον μαζικό χαρακτήρα της ποσοτικής χαλάρωσης: πάνω από ένα τρισεκατομμύριο ευρώ μέχρι το 2016. Οι επενδυτές κατάλαβαν ότι το πρόγραμμα θα ξεκινούσε στις αρχές του 2015 και το ενέταξαν στη στρατηγική τους. Ηταν πια αργά. Η ΕΚΤ δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Ο κίνδυνος να απογοητευτούν οι αγορές και να εκδηλωθεί ένας νέος πανικός ήταν πολύ μεγάλος. Με άλλα λόγια, ο Ντράγκι έφερε την Μπούντεσμπανγκ ενώπιον τετελεσμένου γεγονότος.
Αλλά και στον τομέα της ευρωπαϊκής πολιτικής, ο Σούπερ Μάριο έχει αποδειχθεί εξαιρετικά ικανός. Και αυστηρός. Για ορισμένους, υπερβολικά αυστηρός. Όπως όταν ξέσπασε η κυπριακή κρίση, τον Μάρτιο του 2013, κι εκείνος απείλησε τη Λευκωσία ότι αν δεν έμπαινε σε πρόγραμμα θα έκλεινε τη στρόφιγγα της βοήθειας προς τις τράπεζες. Το ίδιο όπλο χρησιμοποιείται και τώρα απέναντι στην Αθήνα. Μήπως λοιπόν οι «μη εκλεγμένοι κύριοι της Φραγκφούρτης» - όπως γράφει η Γκάρντιαν - παρατραβάνε το σχοινί;
Ίσως, απαντά η Μαρί Σαρέλ στη Μοντ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως πως όταν ξέσπασε η κρίση, η ΕΚΤ βρέθηκε μόνη απέναντι σε κυβερνήσεις που ήταν ανίκανες να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα. Κάποιος έπρεπε να πάρει τις δύσκολες αποφάσεις. Ο Ντράγκι αναπλήρωσε έτσι τις ελλείψεις των κρατών, μερικές φορές παρά τη θέλησή του. «Ήταν ένας από τους λίγους που είχε ένα όραμα για τη νομισματική ένωση», λέει ένας ευρωπαίος διπλωμάτης.
Από τότε που ανέλαβε, ο Ντράγκι δεν σταμάτησε να εργάζεται για τη θεσμική πρόοδο της Ευρωζώνης. Η μέθοδός του είναι να περιγράφει αυτά που μπορεί να κάνει η ΕΚΤ για να βοηθά τα κράτη, και στη συνέχεια να προσδιορίζει αυτά που του λείπουν για να το κάνει με σωστό τρόπο. Τον Δεκέμβριο του 2011 άφησε να εννοηθεί ότι η ευρωζώνη θα λειτουργούσε καλύτερα με ενισχυμένους δημοσιονομικούς κανόνες. Τρεις μήνες αργότερα υπεγράφη το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό σύμφωνο. Τον Μάιο του 2012 είπε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι η δουλειά του δεν θα έφερνε αποτελέσματα χωρίς την οικοδόμηση μιας τραπεζικής ένωσης και έπεισε τη Μέρκελ να τον υποστηρίξει. «Και στις δύο περιπτώσεις», λέει ο Βιπλόζ, «η διακριτική πίεση του Ντράγκι οδήγησε σε νέες συνθήκες που βελτίωσαν τη διακυβέρνηση της νομισματικής ένωσης».
Με λίγα λόγια, υπό τη διακυβέρνηση του Ντράγκι η ΕΚΤ έγινε ο ισχυρότερος θεσμός της Ευρώπης. «Η εξουσία της είναι υπερβολική, πολύ περισσότερο που δεν δίνει μεγάλη σημασία στις κοινωνικές επιπτώσεις των μέτρων της», υποστηρίζει ο Φιλίπ Λαμπέρ, συμπρόεδρος της ομάδας των Οικολόγων στο Ευρωκοινοβούλιο.
Σήμερα, πάντως, ο ίδιος ο Ντράγκι μοιάζει να έχει κουραστεί από αυτή την εξουσία και ζητά από τα κράτη να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Αυτό συμβαίνει κατ΄έξοχήν με την Ελλάδα. Η τελική απόφαση είναι πολιτική, λέει ο διοικητής της ΕΚΤ, δεν είναι της Φραγκφούρτης.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr