Η πιθανότητα ένα μη δοκιμασμένο και με ακραία ρητορική αριστερό κόμμα να έρθει στην εξουσία στις επόμενες εκλογές πυροδοτεί ένα sell-off στις αγορές, αναφέρει το άρθρο. Οι πιστωτές γίνονται νευρικοί για τις προοπτικές της χώρας, ιδιαίτερα για τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας και την ικανότητά να εξυπηρετήσει το χρέος της. Ο ηγέτης του κόμματος αντιδρά προσπαθώντας να σχηματίσει μία πιο καθησυχαστική εικόνα για το μέλλον υπό τη νέα κυβέρνηση. Αλλά η προσπάθειά του πέφτει εις ώτα μη ακουόντων, διακινδυνεύοντας μία αυτοτροφοδοτούμενη οικονομική και χρηματοπιστωτική εξάρθρωση.
Η Ελλάδα του 2015; Όχι. Αυτή ήταν η κατάσταση στη Βραζιλία πριν τις προεδρικές εκλογές τον Οκτώβριο του 2012, όταν ο Luiz Inacio Lula da Silva πήρε το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις το οποίο τελικά μεταφράστηκε σε μία ολοκληρωτική νίκη του Εργατικού Κόμματός του. Για πολλά χρόνια έως τότε, ο Lula φλέρταρε δημοσίως και ιδιωτικώς με μία εναλλακτική οικονομική προσέγγιση η οποία θα περιλάμβανε μεγάλης κλίμακας αναδιαρθρώσεις χρέους και μεγάλη εξάρτηση στον κρατισμό για να προωθήσει την ανάπτυξη.
Αναμένοντας μία τέτοια έκβαση, οι αγορές αποτίμησαν πολύ υψηλά την πιθανότητα μίας αθέτησης πληρωμής του χρέους. Καθώς οι τιμές των ομολόγων βυθίζονταν, οι αποδόσεις ωθήθηκαν σε πολύ υψηλά επίπεδα και η πρόσβαση της Βραζιλία στις αγορές σχεδόν εξαφανίστηκε. Οι τραπεζικές καταθέσεις επίσης βρέθηκαν υπό πίεση και το νόμισμα υποχώρησε απότομα, ασκώντας περισσότερη πίεση στην οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα της χώρας. Σταθερά, η Βραζιλία προσέγγισε μία κρίση ρευστότητας που προκλήθηκε από τις αγορές η οποία θα μπορούσε να μετατραπεί σε κρίση φερεγγυότητας που θα μπορούσε να εκτροχιάσει την οικονομία για πολλά έτη.
Στην περίπτωση αυτή, οι τιμές όλων των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων σημείωσαν άνοδο καθώς ο Lula υιοθέτησε μία συγκριτικά ορθόδοξη προσέγγιση στην οικονομική διαχείριση, στην πραγματικότητα φέρνοντας αποτέλεσμα με μέτρα που είχε περιγράψει λεπτομερώς λίγο πριν τις εκλογές – ένα πρόγραμμα που οι περισσότεροι επενδυτές είτε δεν είχαν ακούσει είτε αρνούνταν να πιστέψουν. Στα χρόνια που ακολούθησα, η επιστροφή της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας συνοδεύθηκε από μία από τις ισχυρότερες περιόδους οικονομικής ανάπτυξης και μείωσης της φτώχειας, διευρύνοντας την επιστροφή των επενδυτών.
Καθώς οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν το αντιμνημονιακό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ να έχει το προβάδισμα για τις εκλογές τις 25ης Ιανουαρίου, οι ελληνικές αγορές εμφανίζουν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της Βραζιλίας στο δεύτερο μισό του 2002. Ο κίνδυνος αθέτησης πληρωμών, όπως μετράται από το spread των κρατικών ομολόγων, έχει εκτοξευθεί μαζί με τις συζητήσεις πιθανών αναδιαρθρώσεων χρέους και διαταραχών των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Επιπλέον, οι προσπάθειες του Αλέξη Τσίπρα, του ηγέτη του ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ, να καθησυχάσει τις αγορές έχουν τουλάχιστον μέχρι στιγμής πέσει στο κενό για τρεις λόγους: Την προηγούμενη ρητορική του Τσίπρα, το αφήγημα μίας εγχώριας πολιτικής καμπάνιας που περιλαμβάνει δυνητικά επιβλαβείς αναφορές στη Γερμανία και ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό φαινόμενο που σχετίζεται την άνοδο των «μη συμβατικών» πολιτικών κομμάτων.
Το βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα πηγαίνει βαθύτερα, φυσικά. Σχετίζεται με σημαντικό τρόπο με μία πολιτική προσέγγιση και ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο, παρά τις μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού, έχει αποτύχει να δημιουργήσει ανάπτυξη, θέσεις εργασίας και μείωση της φτώχειας. Ως αποτέλεσμα, η κόπωση προσαρμογής έχει ενταθεί μεταξύ των πολιτών και της πολιτικής τάξης, με πιο απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον της χώρας.
Μία έξοδος από την ευρωζώνη (“Grexit”), είναι μόνο μία από αυτές τις πιθανότητες, παρότι δεν έχει υποστηριχθεί από τον Τσίπρα για κάποιο χρονικό διάστημα. Αντ’ αυτού τάσσεται υπέρ μίας επαναδιαπραγμάτευσης με τους ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας που θα χαλαρώσει τις πολιτικές λιτότητας και θα διευκολύνει κάποιους από τους όρους του επίσημου χρέους, σε συνδυασμό με την παροχή πρόσθετης χρηματοδότησης. Αυτές οι προσπάθειες έχουν σκοπό να τοποθετήσουν τη χώρα σε μία καλύτερη θέση για να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την επανεκκίνηση των μηχανών της ανθεκτικής ανάπτυξης και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Εκεί είναι που κατέληξε η Βραζιλία μετά από μία ιδιαίτερα ταραχώδη περίοδο του 2002-2003. Με την ανάπτυξή ενός πιο βιώσιμου και ως εκ τούτου πιο αξιόπιστου μίγματος πολιτικής, ενθάρρυνε την επαναδέσμευση τόσο των εγχώριων όσο και των ξένων επενδυτών. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές – το οποίο παραμένει ακόμη εξαιρετικά αβέβαιο – μία παρόμοια έκβαση μπορεί να είναι διαθέσιμη στην Ελλάδα αν το κόμμα ακολουθήσει μία πορεία παρόμοια με αυτή του Lula και εάν οι αγορές παράσχουν ένα επαρκές χώρο για να αναπνεύσει.
Αλλά η Βραζιλία δεν είναι η μόνη ιστορική περίπτωση από τη Λατινική Αμερική που είναι σχετική με την Ελλάδα σήμερα. Η άλλη είναι η Αργεντινή. Το 2001 ένα μίγμα οικονομικής κακοδιαχείρισης και αναταραχής των αγορών την ανάγκασε να βγει από τη ρύθμιση των συναλλαγματικών ισοτιμιών που είχε συνδέσει το νόμισμά της με το αμερικανικό δολάριο. Ακολούθησε ένα κύμα αθέτησης πληρωμών, μαζί με μία βαθιά ύφεση των οποίων η κληρονομιά συνεχίζει να υπονομεύει τη χώρα. Πράγματι, η Αργεντινή πρέπει να χρησιμεύσει ως μία υπενθύμιση για την Ελλάδα για τη σημασία της ελαχιστοποίησης της πιθανότητας μίας μη προετοιμασμένης και άτακτης εξόδου από τη νομισματική ένωση η οποία θα διατάρασσε σοβαρά τις χρηματοπιστωτικές της σχέσεις και θα υπονόμευε σοβαρά τη λειτουργία της οικονομίας της.
Καθώς προετοιμάζεται για έναν πιθανό ρόλο στην κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συμπληρώσει την έμφασή του στην ομαλή οικονομική διαχείριση εντός της ευρωζώνης με εργασίες πίσω από κλειστές πόρτες σχετικά με τη μηχανική μίας εξόδου, στην περίπτωση που ένα τέτοιο ενδεχόμενο αποδειχθεί αναπόφευκτο. Σε συνδυασμό με τις προσεκτικές και λεπτομερείς εσωτερικές προετοιμασίες για ένα Plan B για εναλλακτικό καθεστώς συναλλάγματος και πληρωμών, αυτό θα απαιτούσε μία σαφή επικοινωνία ενός εναλλακτικού οικονομικού οράματος για τη χώρα. Θα απαιτούσε επίσης τον έγκαιρο συντονισμό με τους ευρωπαίους εταίρους, συμπεριλαμβανομένης μίας γρήγορης στροφής σε κάποια παραλλαγή της συμφωνίας σύνδεσης με την Ε.Ε. που θα συνεχίσει να παρέχει προνομιακή πρόσβαση και αλληλεπίδραση με την Ένωση για την Ελλάδα».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr