Όπως αναφέρει η Deutsche Welle, ο Ρόμπερτ Μπέργκες, επικεφαλής οικονομολόγος για τις αναδυόμενες αγορές της Deutsche Bank Research στο Λονδίνο, χρησιμοποιεί το κλασσικό μοντέλο της αγοράς και της ζήτησης για να εξηγήσει το φαινόμενο. Υποστηρίζει ότι δύο είναι οι παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν: οι ανησυχίες για την ασθενική πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας και μερικών αναδυόμενων χωρών καθώς και η υπερπροσφορά πετρελαίου στις αγορές, κυρίως λόγω των εξελίξεων στις ΗΠΑ με το σχιστολιθικό πετρέλαιο.
Μάλιστα, στα μέσα Οκτωβρίου, η Deutsche Bank Research δημοσίευσε μελέτη για τις επιπτώσεις που έχει η χαμηλή τιμή πετρελαίου στις σημαντικότερες πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Τμήμα της έρευνας αφιερώθηκε στο ποια χώρα χρειάζεται να επιτύχει ποια τιμή πετρελαίου για να χρηματοδοτήσει τον προϋπολογισμό της.
Η Ρωσία για παράδειγμα καλύπτει σε ποσοστό 45% το κρατικό της χρέος από την εξαγωγή ενέργειας, όπου η τιμή φυσικού αερίου είναι συνδεμένη με αυτή του πετρελαίου. Κατά την έκθεση, η τιμή πετρελαίου πρέπει να είναι 100 δολάρια το βαρέλι για να μπορεί η Ρωσία να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της. Η σημερινή τιμή είναι γύρω στα 85 δολάρια το βαρέλι. Με σοβαρές συνέπειες, όπως υποστηρίζει ο Στέφαν Μάιστερ, από τη Γερμανική Εταιρεία Εξωτερικής Πολιτικής. «Ο ρωσικός προϋπολογισμός υποχρηματοδοτείται. Και υπό το πρίσμα των οικονομικών κυρώσεων της Δύσης και της μηδενικής ανάπτυξης που βιώνει η ρωσική οικονομία, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι ιδιαίτερα σοβαρό».
Ο Γερμανός εμπειρογνώμων σε θέματα Ρωσίας πηγαίνει ακόμη παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι η χαμηλή τιμή του πετρελαίου είναι πιο οδυνηρή για τη χώρα από ό,τι οι κυρώσεις της Δύσης. Και έτσι οι θεωρίες συνομωσίας και τα σενάρια για τη χαμηλή τιμή πετρελαίου δίνουν και παίρνουν. Στη Ρωσία, μάλιστα, ορισμένοι αρθρογράφοι θυμήθηκαν τη δεκαετία του ’80, όταν υπέστη καθίζηση η τιμή πετρελαίου, κάτι που αποδόθηκε σε μηχανορραφίες των ΗΠΑ προκειμένου να οδηγήσουν τη χώρα στη χρεοκοπία και στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Παράλληλα, στα μέσα Οκτωβρίου είδε επίσης το φως και μια άλλη μια έκθεση, αυτή του Ρωσικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών, στην οποία η πτώση της τιμής πετρελαίου αποδίδεται σε συμφωνία των ΗΠΑ με τη Σαουδική Αραβία.
Η αλήθεια είναι ότι το Ριάντ δεν έδειξε διατεθειμένο να πάρει μέτρα σταθεροποίησης της τιμής μειώνοντας τις ποσότητες εξόρυξης, το αντίθετο μάλιστα, τον περασμένο Σεπτέμβριο ανέβασε τις ποσότητες. Παράλληλα απέρριψε αίτημα της Βενεζουέλας για έκτακτη συνάντηση των χωρών του ΟΠΕΚ, με αποτέλεσμα το θέμα να παραπεμφθεί στην τακτική σύνοδο του ερχόμενου Νοεμβρίου.
Η Κίρστεν Βεστφάλεν από το Ίδρυμα Επιστήμη και Πολιτική δίνει μια εξήγηση: «Το κόστος εξόρυξης είναι χαμηλό στη Σαουδική Αραβία και θα πρέπει να πούμε ότι η οικονομία της μπορεί να αντέξει περισσότερο από πολλές άλλες. Ναι μεν χρειάζεται ως βάση τα 90 με 95 δολάρια το βαρέλι, αλλά ο προϋπολογισμός της είναι ισοσκελισμένος, δεν έχει χρέη, έχει κάνει μεγάλες προμήθειες που τις δίνουν μεγάλα περιθώρια χρόνου. Σε άλλες χώρες η κατάσταση είναι πιο κρίσιμη».
Όπως στο Ιράν, τον αιώνιο αντίπαλο της Σαουδικής Αραβίας στον αγώνα για επιρροή στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η Τεχεράνη χρειάζεται άμεσα, λόγω των κυρώσεων από τη Δύση, έσοδα από το πετρέλαιο. Για να καλύψει τις ανάγκες της πρέπει η τιμή πετρελαίου να φτάσει τα 125 δολάρια το βαρέλι. Για τον Ιρανό υπουργό Πετρελαίου, Μπιγιάν Ζανγκανέ, φταίει το Ριάντ και η υπερπροσφορά πετρελαίου για την πτώση της τιμής του.
Και ναι μεν ο Γερμανός εμπειρογνώμονας απορρίπτει ως εικασίες το σενάριο συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και Σ. Αραβίας για αύξηση της ποσότητας εξόρυξης για να τεθούν υπό οικονομική πίεση η Ρωσία και το Ιράν, ωστόσο παραδέχεται ότι υπάρχει σύμπτωση συμφερόντων. Γιατί ακόμη και οι πετρελαιοπαραγωγοί στις ΗΠΑ ενδιαφέρονται να κρατηθεί υψηλά η τιμή του πετρελαίου, διότι μόνο τότε συμφέρει η εξόρυξη σχιστολιθικού πετρελαίου.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr