Και σε αυτό το κεφάλαιο η ενέργεια και ιδιαίτερα το φυσικό αέριο διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Στη γεωπολιτική σκακιέρα, οι σχέσεις αλληλεξάρτησης των μεγάλων χωρών της διεθνούς κοινότητας καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις. Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί:
Το 30% των εισαγωγών φυσικού αερίου και το 35% του πετρελαίου προέρχεται από τη Ρωσία. Η Γερμανία, η ισχυρότερη πολιτικά και οικονομικά ευρωπαϊκή χώρα, έχει ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση: Το 39% των εισαγωγών πετρελαίου και το 22% του φυσικού αερίου είναι ρωσικής προέλευσης.
Σε απόλυτα μεγέθη, από τα 130 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου που εισάγονται στην Ευρώπη, η Γερμανία παίρνει τα 90 δις.
Σε ό,τι αφορά την Ουκρανία, από τη χώρα διέρχεται το 50% (ή 160 εκατ. κυβικά μέτρα την ημέρα) των ρωσικών εξαγωγών προς την Ευρώπη. Ένα πιθανό "μπλόκο" των εξαγωγών μέσω της Ουκρανίας θα σήμαινε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα έμειναν με αποθέματα για τρεις μήνες περίπου.
Αυτά τα μεγέθη εξηγούν έως ένα βαθμό τις επιφυλάξεις της ΕΕ στο να υιοθετήσει ένα αυστηρότερο πακέτο κυρώσεων κατά της Μόσχας.
Άλλωστε, στα μέτρα που υιοθέτησε την περασμένη εβδομάδα η ΕΕ, δεν θίγεται ο κλάδος του φυσικού αερίου, ενώ και ο κλάδος του πετρελαίου επηρεάζεται ελάχιστα.
Ρωσία: Ενισχύει τη διεθνή επιρροή της
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία έχει καταφέρει μέσα σε δύο δεκαετίες να ενισχύσει τη διεθνή παρουσία και επιρροή της, χάρη κυρίως στον ενεργειακό τομέα, καθώς διαθέτει τα μεγαλύτερα, παγκοσμίως, αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Τώρα, ανήκει στους μεγαλύτερους παραγωγούς πετρελαίου στον κόσμο, με ημερήσια παραγωγή περί τα 10,5 εκατ. βαρέλια. Το 2012, τα έσοδα της Ρωσίας από τις πωλήσεις φυσικού αερίου στο εξωτερικό ήταν 50 δισ. ευρώ και από το πετρέλαιο 211 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, τα μέτρα της ΕΕ για τον περιορισμό των εξαγωγών τεχνολογικού εξοπλισμού στους τομείς πετρελαίου και φυσικού αερίου, χτυπούν την «αχίλλειο πτέρνα» του ρωσικού ενεργειακού τομέα σε μία περίοδο που η Μόσχα ξεκινά την εξόρυξη των κοιτασμάτων πετρελαίου στην Αρκτική, σε περιοχές με σχιστολιθικά πετρώματα ή αρκετά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Με τις τεχνολογικές δυνατότητες που διαθέτει τώρα η Ρωσία, δεν μπορεί να το κάνει αυτό, ενώ σε αυτό τον τομέα δεν μπορεί να βοηθήσει ούτε το Πεκίνο, όπως έκανε με την πρόσφατη συμφωνία-μαμούθ για τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου. Η Κίνα μπορεί να προσφέρει κεφάλαια, ανθρώπινο δυναμικό, αλλά προς το παρόν όχι την απαραίτητη τεχνολογία. Βεβαίως, κανείς δεν την εμποδίζει να αγοράσει αυτόν τον εξοπλισμό από τη Δύση και να τον διαθέσει στη Ρωσία.
Το πλήγμα αφορά κυρίως στις προσπάθειες εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων πετρελαίου που βρίσκονται σε σχιστολιθικά και άλλα πετρώματα (tight oil). Η BP, μάλιστα, προβλέπει ότι μέσα σε 20 χρόνια η Ρωσία μπορεί να γίνει κυρίαρχος παίκτης σε αυτή την αγορά.
Η Μόσχα επίσης διαθέτει στη φαρέτρα της ορισμένα, πολύ σημαντικά "παραδοσιακά" όπλα, αν θέλει να αντισταθμίσει τις συνέπειες των κυρώσεων ή να καταφέρει με τη σειρά της πλήγμα κατά δυτικών, κυρίως των ευρωπαΐκών χωρών: Μπορεί να διακόψει εν μέρει ή απολύτως την παροχή αερίου ή να αυξήσει τιμές.
Το πιο σημαντικό σε ό,τι πάντως αφορά τα προσεκτικά βήματα των ευρωπαϊκών, αλλά και των άλλων μεγάλων δυτικών χωρών απέναντι στη Ρωσία είναι και το γεγονός ότι στα μεγάλα projects για την εκμετάλλευση ή μελλοντική ανάπτυξη μεγάλων κοιτασμάτων στην Αρκτική, τη ρωσική Άπω Ανατολή, τα Ουράλια και τη Σιβηρία, συνεργάζονται με ρωσικές επιχειρήσεις οι μεγάλοι ενεργειακοί κολοσσοί της Δύσης.
Στην Αρκτική η μεγαλύτερη πετρελαϊκή εταιρεία της Ρωσίας, η κρατική Rosneft, συνεργάζεται με την αμερικανική ExxonMobil, τη νορβηγική Statoil και την ιταλική Eni.
Η BP ελέγχει το 20% της Rosneft, με την οποία συμφώνησε τον περασμένο Μάιο να συνεργαστεί στην έρευνα για σχιστολιθικό πετρέλαιο στην περιοχή των Ουραλίων και του Βόλγα.
Μία λύση, που θα περιόριζε την εξάρτηση από τη ρωσική αγορά και θα θωράκιζε περαιτέρω την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ, είναι και οι εισαγωγές σχιστολιθικού αερίου (shale gas), καθώς στην Ευρώπη οι περιβαλλοντικοί κανόνες για την αξιοποίηση αυτών των αποθεμάτων είναι πολύ αυστηροί σε σύγκριση με άλλες περιοχές του πλανήτη μας.
Το πρόβλημα είναι ότι οι τιμές, που ισχύουν αυτή την περίοδο στην αγορά, σημαίνουν ότι το κόστος της προμήθειας θα ήταν διπλάσιο για μία χώρα όπως η Γερμανία, σε σχέση με τις τιμές που απολαμβάνει τώρα από τους ρώσους προμηθευτές. Αλλά στον ορίζοντα, διαφαίνεται μία εναλλακτική επιλογή.
Η εναλλακτική του αμερικανικού σχιστολιθικού αερίου
Τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ είναι σε εξέλιξη μία «ενεργειακή επανάσταση» και αυτή αφορά κατά κύριο λόγο τις τεράστιες ποσότητες σχιστολιθικού αερίου (shale gas) που αξιοποιεί η χώρα. Ωστόσο, ενώ στο πετρέλαιο υφίστανται αρκετοί περιορισμοί, στο φυσικό αέριο ουσιαστικά οι εξαγωγές δεν μπορούν να ξεκινήσουν αν δεν γίνουν συγκεκριμένες αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο.
Και όχι μόνο αυτό: Τα προηγούμενα χρόνια, καθώς δεν υπήρχαν διαθέσιμες αυτές οι ποσότητες, δεν είχε βεβαίως κανείς επενδύσει στις υποδομές που απαιτούνται για το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG).
Εντός του 2015 αναμένεται να ξεκινήσουν από μία εγκατάσταση οι πρώτες εξαγωγές αμερικανικού LNG, ενώ άλλες πέντε εγκαταστάσεις περιμένουν στη σειρά για να λάβουν τις σχετικές άδειες μέσα στα επόμενα χρόνια. Τα αμερικανικά διυλιστήρια έχουν ενστάσεις σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές, καθώς υποστηρίζουν ότι οι τιμές μπορεί να ανέβουν πολύ. Ο αντίλογος είναι ότι αν οι τιμές ξεπεράσουν τα 5 δολάρια, θα υπάρξει μεγαλύτερη προσφορά.
Την ίδια ώρα, και η αμερικανική κυβέρνηση πιέζει το υπουργείο Ενέργειας της χώρας να επιταχύνει τις διαδικασίες για την αδειοδότηση περισσότερων LNG projects, ώστε οι ΗΠΑ να καλύψουν τμήμα των ευρωπαϊκών αναγκών.
Το αμερικανικό φυσικό αέριο θα μπορούσε να καλύψει μεγάλο μέρος των αναγκών της Ευρώπης, να διασφαλίσει την ενεργειακή της ασφάλεια, ενώ διαθέτει, αυτή την περίοδο τουλάχιστον, ένα μοναδικό πλεονέκτημα:
Η τιμή του είναι μόλις στο 1/3 του μέσου όρου των διεθνών τιμών, δηλαδή διαμορφώνεται κάτω από τα 5 δολάρια/εκατομμύριο Btus, έναντι 15 δολαρίων ή και υψηλότερα ακόμα, σε ορισμένες χώρες της Ασίας.
Η IHS προβλέπει ότι η τιμή του θα κυμαίνεται τα επόμενα 20 χρόνια στα 4-5 δολ./εκατ. Btu, με ορισμένες -αναπόφευκτες- διακυμάνσεις μέσα σε αυτό χρονικό διάστμα.
Ο επικεφαλής της ExxonMobil Oil and Gas Marketing, είχε δηλώσει νωρίτερα φέτος σε ενεργειακό συνέδριο στις ΗΠΑ ότι η παγκόσμια ζήτηση για φυσικό αέριο θα αυξηθεί κατά 65% έως το 2040.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η παραγωγή στην Ευρώπη μειώνεται, γεγονός που θα οδηγήσει στην αύξηση των εισαγωγών από 45% σήμερα σε 65% (της συνολικής κατανάλωσης) έως το 2025.
Εάν αυτή η πρόβλεψη επιβεβαιωθεί, σημαίνει ότι στην Ευρώπη θα πρέπει να εισαχθεί περισσότερο φυσικό αέριο μέσω αγωγών από τη Ρωσία και τις χώρες της Κασπίας.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ενέργεια θα συνεχίζει να παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, αν όχι τον κυρίαρχο στις διεθνείς σχέσεις, και τις επόμενες δεκαετίες.
Το στοίχημα, λοιπόν, της ενεργειακής ασφάλειας τόσο για την Ευρώπη όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο παραμένει ανοικτό. Η ελπίδα είναι να μην μετατραπεί σε μία ακόμα πηγή αστάθειας, που θα θέσει σε κίνδυνο τα επιτεύγματα που συνεπάγεται η ενεργειακή επανάσταση για την παγκόσμια ευημερία.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr