Να δώσουν απάντηση σε όσους υποστηρίζουν ότι ήταν λάθος η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη επιχειρούν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης και ο καθηγητής στο οικονομικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Στουρνάρας, σε άρθρο τους στον Guardian.
Ο κ. Στουρνάρας ήταν από το 1994 έως τον Ιούλιο του 2000 πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.
Καταλήγουν μάλιστα στο συμπέρασμα πως οι προβλέψεις του πρώτου Μνημονίου δεν ήταν ρεαλιστικές, «ακόμα και για χώρες με ισχυρότερες οικονομίες απ' ότι η Ελλάδα», ενώ δίνουν την αίσθηση ότι οι συνθήκες που έχουν επιβληθεί είναι μία τιμωρία, ώστε να διδαχθούν το μάθημα και άλλες χώρες. Το Δημοσιονομικό Σϋμφωνο το οποίο, σύμφωνα με τους ηγέτες της Ευρωζώνης, θα σταθεροποιήσει τις οικονομίες, δεν μπορεί να επιτύχει, υποστηρίζουν οι κ.κ. Σημίτης και Στουρνάρας, χωρίς πρόσθετα μέτρα για την ανάπτυξη και τη σύγκλιση και σε τελική ανάλυση χωρίς μία αποτελεσματική πρόοδο προς την οικονομική ολοκλήρωση και την πολιτική ένωση.
Στο άρθρο επισημαίνεται ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα έκανε μια τεράστια προσπάθεια για να ανταποκριθεί στα κριτήρια σύγκλισης, χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα μέσα: τη δημοσιονομική, νομισματική και εισοδηματική πολιτική, καθώς και την ευρεία ιδιωτικοποίηση τραπεζών και των δημόσιων επιχειρήσεων.
Αναφέρεται, επίσης, ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, από 12,5% του ΑΕΠ το 1993 σε 2,5% το 1999, και με βάση αυτά τα οικονομικά στοιχεία εγκρίθηκε η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Σημειώνεται, ακόμα, ότι η απόδοση της χώρας ήταν θετική και σε άλλα κριτήρια σύγκλισης, όπως ο πληθωρισμός και το δημόσιο χρέος, και υπογραμμίζεται ότι η απόφαση ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη ελήφθη έπειτα από ενδελεχή έλεγχο των οικονομικών στοιχείων της χώρας και με βάση τις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής.
Στο άρθρο επισημαίνεται, επίσης, ότι παρά την αυστηρή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, που ήταν απαραίτητες προκειμένου να μειωθούν το δημόσιο έλλειμμα και ο πληθωρισμός, οι ρυθμοί ανάπτυξης παρουσίασαν βελτίωση και από τα αρνητικά επίπεδα του 1993, το ΑΕΠ αυξήθηκε στο 4% στο τέλος της δεκαετίας του 1990 και παρέμεινε σε αυτό το επίπεδο μέχρι το 2007.
Τέλος, υπογραμμίζεται ότι ο ισχυρισμός πως η Ελλάδα εισήλθε στην ευρωζώνη με παραποιημένα οικονομικά στοιχεία, δηλώνει αν όχι υποκρισία, τουλάχιστον άγνοια, καθώς -ακόμα και με τα αναθεωρημένα στοιχεία- το έλλειμμα του 1999 έφτασε στο 3,1% του ΑΕΠ (από 2,5%), δηλαδή χαμηλότερο από τα αντίστοιχα αναθεωρημένα ελλείμματα των άλλων κρατών μελών, που αξιολογήθηκαν με βάση τα στοιχεία του 1997 και τα οποία οδήγησαν στην δημιουργία της Ευρωζώνης το 1999.
Για την ακρίβεια, λένε, το έλλειμμα ήταν 3,07%, σύμφωνα με την Eurostat.
Το γεγονός ότι γινόταν συνεχής αναφορά για την Ελλάδα, αποδίδεται σε ευθύνες της κυβέρνησης της ΝΔ.
Στο άρθρο γίνεται αναφορά σε ευθύνες της Κομισιόν και της Eurostat, ενώ για τη δεύτερη επισημαίνεται ότι το 2006 αποφάσισε ότι η σωστή μέθοδος καταγραφής των αμυντικών δαπανών ήταν κατά την παράδοση του υλικού, παρόμοια μέθοδος με αυτή που χρησιμοποιούσε η ελληνική κυβέρνηση πριν το 2004, τονίζουν.
Ωστόσο, λένε, η Eurostat δεν διόρθωσε αναδρομικά τα ελληνικά δημοσιονομικά στοιχεία και το έλλειμμα του 1999 παρέμεινε στο 3,07% του ΑΕΠ.
Στο τέλος του άρθρου υπογραμμίζεται ότι τα μέτρα σταθεροποίησης μετά τον Μάιο του 2010 έχουν βελτιώσει τα δημοσιονομικά και την ανταγωνιστικότητα, ωστόσο παράλληλα έχουν οδηγήσει σε βαθιά και παρατεταμένη ύφεση, καθώς και υψηλή ανεργία.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr