Σε σημερινή συνέντευξή του στη Γερμανική Ραδιοφωνία, ο κ. Σόιμπλε αναγνωρίζει τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα και επαναλαμβάνει ότι στόχος παραμένει το χρέος να φθάσει το 120% έως το 2020.
Επισημαίνει, ωστόσο, ότι αυτό δεν θα επιτευχθεί νωρίτερα, διότι, όπως λέει, «πρέπει να υπάρξει ανάπτυξη στην ελληνική οικονομία, η οποία και πάλι υποχωρεί». Τονίζει ότι τα δημοσιονομικά μέτρα δεν αρκούν και αναδεικνύει την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές και ευρωπαϊκά επενδυτικά προγράμματα, «για να φέρουμε την ελληνική οικονομία πάλι στην ανάπτυξη».
Αναφερόμενος στις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών χαρακτηρίζει αυτονόητο ότι επιδιώκουν το υψηλότερο δυνατό επιτόκιο, αλλά προειδοποιεί για τον κίνδυνο να μην επιτευχθεί ο αρχικός στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαιτίας τέτοιων απαιτήσεων.
Επιπλέον, ασκεί κριτική σε όποιους από τους πιστωτές προβαίνουν σε δημόσιες δηλώσεις, θεωρώντας ότι έτσι «ασκείται πολιτική συμφερόντων».
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τους διεθνείς Οίκους Αξιολόγησης και την πρόσφατη υποβάθμιση χωρών της Ευρωζώνης, ο κ. Σόιμπλε τονίζει την ανάγκη η Ευρώπη να βάλει κανόνες στη λειτουργία τους, διασφαλίζοντας ότι δεν εξυπηρετούν δικά τους επιχειρηματικά συμφέροντα.
«Οι Οίκοι Αξιολόγησης ασκούν πολιτική επιρροή, αλλά το ερώτημα είναι αν ενεργούν με πολιτικά κίνητρα. Συχνά έχω την εντύπωση ότι επιδιώκουν και οι ίδιοι τη δημοσιότητα», σημειώνει και ζητεί όρους διαφάνειας στη λειτουργία τους. Επιμένει, ωστόσο, ότι «η Ευρώπη παραμένει η ισχυρότερη οικονομική περιοχή του κόσμου», όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Τί θα κάνει η ΕΚΤ
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι ο μεγαλύτερος κάτοχος ελληνικών κρατικών ομολόγων, με την -ονομαστική- αξία των τίτλων που έχει στο χαρτοφυλάκιο της να εκτιμάται στα 45 δισ. ευρώ περίπου, ωστόσο δεν συμμετέχει στο σχέδιο για την ανταλλαγή ομολόγων, καθώς, όπως λένε στη Φρανφκούρτη, «είναι ένα πρόγραμμα που αφορά τον ιδιωτικό τομέα».
Κυβερνήσεις και παράγοντες της αγοράς πιέζουν ασφυκτικά ώστε η ΕΚΤ να μην εξαιρεθεί από το PSI+ και να βρεθεί η κατάλληλη φόρμουλα που δεν θα επιβαρύνει την ευρωτράπεζα και ταυτόχρονα θα μειώσει περαιτέρω το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Με το πρόγραμμα παρεμβάσεων στη δευτερογενή αγορά (Securities Market Programme), που ξεκίνησε τον Μάιο του 2010, η ΕΚΤ αγοράζει ελληνικά, πορτογαλικά, ιρλανδικά και από τον πρασμένο Αύγουστο ιταλικά και ισπανικά κρατικά ομόλογα.
Το ύψος των παρεμβάσεων έχει ανέλθει στα 231,051 δισ. ευρώ. Η ΕΚΤ ανακοινώσει στοιχεία σε εβδομαδιαία βάση, αλλά μόνο για το συνολικό ύψος των αγορών της, χωρίς να δημοσιοποιεί τα ομόλογα που αγοράζει, τις τιμές και τη χρονική διάρκεια των τίτλων.
Εκτιμάται ότι παραπάνω από τα μισά έχουν δαπανηθεί για ιταλικά -κυρίως- και ισπανικά ομόλογα.
Σε ό,τι αφορά τους ελληνικούς τίτλους που έχει στο χαρτοφυλάκιο της, πηγές της αγοράς υπολογίζουν ότι η ονομαστική τους αξία είναι περί τα 45 δισ. ευρώ. Κατά καιρούς ακούγονται διάφορα νούμερα, αλλά σε αυτό το ποσό συμφωνούν οι περισσότεροι αναλυτές.
Η μέση τιμή κτήσης υπολογίζεται στο 75%-80% της ονομαστικής τους αξίας, δηλαδή δαπάνησε 32-25 δισ. ευρώ. Αυτές οι αγορές έγιναν κυρίως κατά τη διάρκεια του 2010, όταν οι τιμές των ελληνικών ομολόγων ήταν αρκετά χαμηλότερες.
Αν για παράδειγμα αγόραζε σήμερα, Δευτέρα, ένα 10ετές ομόλογο (και συγκεκριμένα αυτό που λήγει στις 22/10/2022 με κουπόνι 5,9%), θα χρειαζόταν να καταβάλει μόλις το 20-25% της αρχικής (ονομαστικής) του αξίας.
Η στάση της ΕΚΤ είναι, σύμφωνα με τους αναλυτές, η «αχίλλειος πτέρνα» του σχεδίου για την αναδιάρθρωση του χρέους και έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους βραχυπρόθεσμους επενδυτές, όπως τα hedge funds, που αγοράζουν τίτλους σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αλλά δεν θέλουν να συμμετέχουν στο PSI, προσδοκώντας ότι θα αποπληρωθούν στο 100% στη λήξη των ομολόγων, αφού το PSI+ διατηρεί (για όσο καιρό ακόμα) τον εθελοντικό του χαρακτήρα.
Εάν υποθέσουμε ότι εφαρμοζόταν το ίδιο ακριβώς «κούρεμα» στα ομόλογα της ΕΚΤ όπως και στα ομόλογα των ιδιωτών, τότε η Barclays Capital εκτιμά ότι οι ζημίες της θα μπορούσαν να ανέλθουν έως τα 25 δισ. ευρώ.
Όμως, η ΕΚΤ θα μπορούσε να συμμετάσχει στο PSI, προσφέροντας τα ομόλογα της στην τιμή κτήσης.
Το όφελος για την Ελλάδα θα είναι έως 12 δισ. ευρώ, οι ιδιώτες επενδυτές δεν θα μπορούν να ασκήσουν αγωγές, διαμαρτυρόμενοι για προνομοιακή μεταχείριση και παράλληλα η ΕΚΤ θα αποδείξει ότι κάνει ότι είναι δυνατόν για τη σταθερότητα στην Ευρωζώνη.
Παράλληλα, μειώνονται οι ανάγκες της χώρας για προκαταβολές στους ιδιώτες πιστωτές για τη συμεμτοχή τους στο PSI+, καθώς εκτιμάται ότι η ΕΚΤ έχει στα χέρια της κυρίως βραχυπρόθεσμα ομόλογα (σε κάθε περίπτωση κάτω από 5 χρόνια).
Ερωτηματικό παραμένει το τι θα γίνει σε περίπτωση που η κυβέρνηση εισάγει αναδρομικά τις ρήτρες συλλογικής δράσης και με αυτόν τον τρόπο καταστεί υποχρεωτική και η συμμετοχή της ΕΚΤ.
Βεβαίως, σε αυτή την περίπτωση το ελληνικό δημόσιο μπορεί να εξαιρέσει την ΕΚΤ, όπως και για παράδειγμα τα φυσικά πρόσωπα ένα ποσό (για παράδιεγμα τις 100.000 ευρώ).
Πολλοί επενδυτές φοβούνται ότι η ΕΚΤ δεν συμμετέχει στο PSI+, ώστε αν η Ελλάδα νομοθετήσει για τις ρήτρες (και ζητείται η συναίνεση της πλειοψηφίας των ομολογιούχων) και το ποσοστό συμμετοχής των ιδιωτών είναι χαμηλό, να μπορεί να βάλει τα ομόλογα της στο συνολικό ποσό που θα προσφερθεί και έτσι να σχηματισθεί η απαραίτητη πλειοψηφία.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr