Ακολουθήστε το reporter.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr
Ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Γιώργος υπέβαλε στον Πρόεδρο της Βουλής κ. Φ. Πετσάλνικο και στο Υπουργικό Συμβούλιο την Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική στην οποία διατυπώνονται οι εκτιμήσεις της Κεντρικής Τράπεζας για την πορεία της οικονομίας και οι προτάσεις της για την αντιμετώπιση των προκλήσεων.
Στην έκθεση τονίζεται πως η πορεία της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται σε μια νέα, εξαιρετικά κρίσιμη, φάση. Όπως τονίζεται η απόφαση της Συνόδου Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου είναι σταθμός στην πορεία προσαρμογής της οικονομίας. Κύριος στόχος της συμφωνίας για την Ελλάδα είναι η ελάφρυνση του βάρους του δημόσιου χρέους και των δαπανών εξυπηρέτησής του, ενώ έως το τέλος του 2011 προβλέπεται να υιοθετηθεί ένα νέο πολυετές πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδος από την ΕΕ και το ΔΝΤ.
«Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμούσε πριν από ένα περίπου χρόνο ότι το χρέος θα μπορούσε να είναι βιώσιμο, εφόσον συνεχιζόταν αταλάντευτα η προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής, ιδίως μάλιστα αν επιτυγχάνονταν, όπου ήταν δυνατόν, καλύτερες επιδόσεις έναντι των στόχων και ουσιαστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Όμως, η σημαντική επιδείνωση σε καίριους τομείς της οικονομίας, οι δημοσιονομικές αποκλίσεις και οι καθυστερήσεις ως προς τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ανέτρεψαν τα δεδομένα για τη δυναμική και τη βιωσιμότητα του χρέους», υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά.
Ακόμη, υποστηρίζεται πως η νέα ευκαιρία που δίνεται στην Ελλάδα με τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου είναι κατά πάσα πιθανότητα η τελευταία και πως πρέπει με κάθε τρόπο να αποφευχθούν νέες καθυστερήσεις ή αποκλίσεις από τους στόχους και να επικεντρωθούν όλες οι δυνάμεις στην προσπάθεια αυτοί να υπερκαλυφθούν.
Η Κεντρική Τράπεζα θέτει το δίλημμα ανεξέλεγκτη κατολίσθηση που θα εξανέμιζε τα όποια επιτεύγματα της μεταπολιτευτικής περιόδου θα οδηγούσε τη χώρα εκτός της ζώνης του ευρώ και θα έφερνε την οικονομία, το βιοτικό επίπεδο, την κοινωνία και τη διεθνή θέση της Ελλάδος πολλές δεκαετίες πίσω ή συντεταγμένη προσπάθεια εντός της ζώνης του ευρώ, σε στενή συνεργασία με τους Ευρωπαίους εταίρους και τη διεθνή κοινότητα, για να περιοριστούν οι κραδασμοί, να συντομευθεί κατά το δυνατόν η δύσκολη περίοδος προσαρμογής, που σε κάθε περίπτωση θα είναι μακρά, και να τεθούν στέρεες βάσεις για την ανασυγκρότηση της οικονομίας και την ανάπτυξή της.
«Η προσπάθεια έχει ασφαλώς κόστος. Όμως το συνολικό κόστος για την κοινωνία θα είναι μεσοπρόθεσμα μικρότερο και το μακροχρόνιο όφελος μεγάλο», σημειώνεται στην έκθεση.
Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει πως η νέα κυβέρνηση καλείται να εφαρμόσει με συνέπεια τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου και να δρομολογήσει τα μέτρα που απορρέουν από αυτήν. Καθώς μάλιστα το τελευταίο διάστημα η πολιτική αβεβαιότητα δημιούργησε πρόσθετα προβλήματα για την οικονομία και το τραπεζικό σύστημα θεωρεί πως είναι απαραίτητο, προκειμένου να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η κυβέρνηση συνεργασίας να είναι ισχυρή και αποτελεσματική, ώστε να εφαρμόσει τις αναγκαίες πολιτικές που θα διασφαλίσουν το μέλλον της χώρας εντός της ζώνης του ευρώ.
«Το πρώτο καθήκον που επωμίζεται η νέα κυβέρνηση είναι να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη που έχει κλονιστεί βαρύτατα. Για να εμπεδωθεί όμως η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας, η σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων που εκφράστηκε με το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης πρέπει να γίνει πιο ουσιαστική. Επίσης, προκειμένου να επιτύχει η κυβέρνηση και να εκφραστεί αυθεντικά η βούληση των πολιτών στις επόμενες εκλογές, πρέπει να περιγραφούν με απόλυτη ειλικρίνεια η κατάσταση της οικονομίας και η διεθνής πραγματικότητα, να αναλυθούν χωρίς περιστροφές και ωραιοποιήσεις οι προτεινόμενες λύσεις και να εξηγηθούν με σαφήνεια το κόστος και το όφελος καθεμιάς», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Για το 2011 εκτιμά πως το ΑΕΠ θα υποχωρήσει κατά 5,5% περίπου ή λίγο περισσότερο. Για το 2012 θεωρεί πως η ύφεση αναμένεται να συνεχιστεί με ρυθμό της τάξεως του 2,8% και η ανάκαμψη μετατίθεται για το 2013, με αύξηση του ΑΕΠ που δεν θα υπερβαίνει το 1%. Η μέση μείωση της απασχόλησης θεωρεί πως θα είναι της τάξεως του 5,5% εφέτος και το μέσο ποσοστό ανεργίας θα πλησιάσει το 17%, ενώ το 2012 μπορεί να υπερβεί το 18%. Οι εξελίξεις αυτές έχουν επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή, ενώ συνεπάγονται απαξίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου και του αποθέματος τεχνογνωσίας. Σε συνδυασμό με την απαξίωση ή την αχρήστευση μέρους του πάγιου κεφαλαίου λόγω της κρίσης, καθιστούν ακόμη πιο αναγκαία την προώθηση πολιτικών για την ανάκαμψη και την ανάπτυξη.
Μετά και τις αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου, η Κεντρική Τράπεζα θεωρεί πως η νέα κυβέρνηση πρέπει να πείσει ότι αυτή τη φορά η χώρα θα τηρήσει κατά γράμμα τις δικές της υποχρεώσεις, δηλαδή το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών αλλαγών. Για να πειστούν όμως τώρα οι αγορές και οι πολίτες ότι υπάρχει διέξοδος, πρέπει να καταρτιστεί με σοβαρότητα, υπευθυνότητα και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα η στρατηγική της χώρας. Όπως αναφέρει, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίας είναι ο μόνος τρόπος για να συντομευθεί η ύφεση, να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ανάκαμψης και να αξιοποιήσει η Ελλάδα τις θετικές πλευρές των αποφάσεων των Συνόδων της 23ης και 26ης Οκτωβρίου.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος δύο είναι οι εθνικοί στόχοι που πρέπει πάση θυσία να επιδιώξουμε, η δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων στη δημοσιονομική διαχείριση, με ρυθμούς υψηλότερους απ' ό,τι προβλέπεται και η συντομότερη ανάκαμψη και ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.
Όπως αναφέρεται, αν υπερακοντίσουμε τους στόχους στη δημοσιονομική προσαρμογή, με έμφαση στην περιστολή των δαπανών, και αν παράλληλα αρχίσει η ανάκαμψη της οικονομίας και διαψεύσουμε τις απαισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη, είναι εφικτή η συρρίκνωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ σε επίπεδα και κάτω του 120% και μάλιστα συντομότερα απ' ό,τι επιδιώκεται σήμερα (δηλαδή πριν από το 2020). Αν αυτό συμβεί, μπορεί να βελτιώσει ραγδαία το κλίμα, θέτοντας σε κίνηση έναν ενάρετο κύκλο ανόδου. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος απαιτείται μια πολιτική που θα ικανοποιεί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
– Να στοχεύει στην αλλαγή των δομών που δημιουργούν τα προβλήματα. Γι' αυτό παράλληλα με τη δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να προχωρήσει με ταχύτητα ο εκσυγχρονισμός του κράτους και της δημόσιας διοίκησης.
– Να παραμένει σταθερά προσηλωμένη στους στόχους που έχουν τεθεί, να τους επιβεβαιώνει συνεχώς και να τονίζει την πρωταρχική δέσμευση της Ελλάδος να αντιμετωπίσει την παρούσα κρίση εντός της ζώνης του ευρώ.
– Να τηρεί απαρέγκλιτα τα χρονοδιαγράμματα που έχει θέσει.
– Να υπερκαλύπτει όπου είναι δυνατόν τους αρχικούς στόχους.
– Να εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή κοινωνική και πολιτική συναίνεση.
– Να δώσει πολύ σύντομα απτές αποδείξεις της βούλησης να προχωρήσει γρήγορα η εφαρμογή της πολιτικής αυτής, όπως είναι η δημιουργία στο εγγύς μέλλον πρωτογενών και αυξανόμενων πλεονασμάτων, η άμεση προώθηση των μεγάλων αποκρατικοποιήσεων, η προσέλκυση επενδυτών για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας (που μπορεί να αποφέρει εισόδημα και αύξηση της απασχόλησης) και η κατάργηση χωρίς χρονοτριβή όλων εκείνων των φορέων του δημόσιου τομέα που κρίνεται ότι δεν προσφέρουν χρήσιμο έργο.
– Να επανενεργοποιήσει, αξιοποιώντας τους διαρθρωτικούς πόρους της ΕΕ, μεγάλες δημόσιες επενδύσεις.
– Να πείσει τους επενδυτές ότι η οικονομία στο μέλλον θα λειτουργήσει σε νέα πλαίσια που θα εξασφαλίζουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού και την ομαλή λειτουργία των αγορών και θα βελτιώνουν την παραγωγικότητα.
Στο ίδιο πλαισιο σημειώνει πως για να στηριχθεί η αξιοπιστία του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής πρέπει τώρα να δοθούν έμπρακτα, θετικά μηνύματα ότι αυτή τη φορά οι αποφάσεις θα εφαρμοστούν κατά γράμμα. Αυτό κατά την τράπεζα σημαίνει ότι χρειάζονται (α) συγκεκριμένα προγράμματα για κάθε υπουργείο και τομέα κυβερνητικής ευθύνης, (β) συντονισμός όλων των επιμέρους προγραμμάτων μέσω ενός αποτελεσματικού κεντρικού μηχανισμού, (γ) ισχυρή και συμπαγής πολιτική βούληση που θα εκφράζεται με συγκεκριμένες πράξεις σε κάθε τομέα ευθύνης, (δ) μέτρα για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, (ε) στενή συνεργασία με την ομάδα τεχνικής βοήθειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Για τις τράπεζες η ΤτΕ αναφέρει πως οι προκλήσεις για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εντάθηκαν το 2011. Η επιδείνωση των γενικότερων μακροοικονομικών συνθηκών και η αυξημένη αβεβαιότητα επηρέασαν αρνητικά τις καταθέσεις και την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου και παρέτειναν την αδυναμία πρόσβασης των τραπεζών στη διατραπεζική αγορά. Παράλληλα, οι ισολογισμοί των τραπεζών επιβαρύνθηκαν το πρώτο εξάμηνο από την επίδραση της απομείωσης της αξίας των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ περαιτέρω επιβάρυνση εκτιμάται ότι θα καταγραφεί στα αποτελέσματα του έτους. Υπογραμμίζεται δε πως υπό τις συνθήκες αυτές, η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος δέχεται ισχυρές πιέσεις, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης, εξυγίανση των ισολογισμών και επαναπροσδιορισμό του επιχειρησιακού υποδείγματος λειτουργίας των τραπεζών.
Όπως τονίζεται, η διενεργούμενη διαγνωστική μελέτη για τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών θα έχει θετική επίδραση στην αποδοχή των ελληνικών τραπεζών από τις αγορές και είναι πιθανόν ότι θα διευκολύνει τη συντομότερη επιστροφή τους σε αυτές.
Επίσης, επισημαίνεται πως η διατήρηση των μέτρων παροχής ρευστότητας από το Ευρωσύστημα και τα μέτρα ενίσχυσης για τη ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας μετρίασαν τις πιέσεις αυτές και συνέβαλαν στον, κατά το δυνατόν, περιορισμό φαινομένων πιστωτικής ασφυξίας. Χωρίς τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας οι τράπεζες θα ήταν αναγκασμένες να προβούν σε ραγδαία συρρίκνωση (απομόχλευση) του ενεργητικού τους, με συνέπεια τη σημαντική υποχώρηση της χρηματοδότησης της οικονομίας και ως εκ τούτου τη δημιουργία συνθηκών που θα οδηγούσαν σε ακόμη εντονότερη ύφεση από αυτήν που καταγράφεται μέχρι στιγμής.
Τέλος, αποκαλύπτεται πως πέραν των συνήθων πράξεων του Ευρωσυστήματος, από τον Αύγουστο η Τράπεζα της Ελλάδος έχει παράσχει επίσης έκτακτη χρηματοδότηση στα πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να αντισταθμιστούν η απόσυρση καταθέσεων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα αλλά και η απομείωση της αξίας του αποδεκτού για πράξεις νομισματικής πολιτικής ενεχύρου.