Ειδικότερα, όπως διευκρινίζει σε σχετική μελέτη οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις απορρέουν από μια συνάρτηση ισορροπίας των εγχώριων καταθέσεων υπό τις ακόλουθες υποθέσεις: i) ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα επανέλθει σε θετικό έδαφος από τις αρχές του 2012 (σύμφωνα με το βασικό σενάριο του προγράμματος σταθεροποίησης), ii) το ποσοστό αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα θα επανακάμψει σταδιακά προς τον μεσοπρόθεσμο μέσο του όρο του 8% (από ένα τρέχον εκτιμώμενο επίπεδο του 2%), και iii) ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης είναι περίπου ανάλογος με το ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, αναμένεται ότι ο ρυθμός αύξησης των καταθέσεων θα διαμορφωθεί στο 5% σε ετήσια βάση το 2012 και θα επιταχυνθεί περαιτέρω μετά το 2013 καταγράφοντας ετήσιες αυξήσεις της τάξης των €13 δις (ή περίπου 6% σε ετήσια βάση).
Η μείωση των καταθέσεων αναμένεται να συνεχιστεί το 2011 με σημαντικά ηπιότερο ρυθμό συγκριτικά με το 2010, με την εξυπηρέτηση των δαπανών του ιδιωτικού τομέα να ερμηνεύει περίπου 16 δισ. ευρώ από μια συνολική εκτιμώμενη μείωση των καταθέσεων της τάξης των 19 δισ. ευρώ. Αντιθέτως οι εκροές καταθέσεων μη κατοίκων αναμένεται να είναι μικρές καθώς το επίπεδό τους έχει σχεδόν επανέλθει στο μακροχρόνιο μέσο όρο του 8% του ΑΕΠ. Θετικότερη εξέλιξη θα μπορούσε να προέλθει ως αποτέλεσμα μιας ταχύτερης, από το αναμενόμενο, βελτίωσης της ψυχολογίας του ιδιωτικού τομέα εξαιτίας μιας υπεραπόδοσης στην υλοποίηση των στόχων του προγράμματος δημοσιονομικής σταθεροποίησης ή μιας πιο αποφασιστικής θεσμικής αντίδρασης σε επίπεδο ΕΕ και ΕΚΤ.Στη μελέτη της, η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της ΕΤΕ, επισημαίνει ότι οι καταθέσεις του ιδιωτικού μη χρηματοπιστωτικού τομέα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα σημείωσαν (μαζί με την Ιρλανδία) τις μεγαλύτερες απώλειες μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης στο πρώτο τρίμηνο του 2011. Στην Ελλάδα οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά περίπου 40 δισ. ή 14% σε ετήσια βάση. Η μείωση αυτή έρχεται να επιτείνει τις πιέσεις στη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος από την εξαιρετικά δυσχερή πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών σε δανεισμό από την αγορά (τόσο τη διατραπεζική, ακόμη και έναντι εγγυήσεων, όσο και αυτήν μεγαλύτερης διάρκειας) από τις αρχές, ήδη, του 2ου τριμήνου του 2010 ταυτόχρονα με την κλιμάκωση των πιέσεων στο κρατικό χρέος.
Παράλληλα η άντληση ρευστότητας από την ΕΚΤ έναντι ενεχυρίασης χρεογράφων (σημαντικό τμήμα των οποίων είναι κρατικά ομόλογα) γίνεται πλέον με μέση έκπτωση υψηλότερη από 35% της αξίας τους (εξαιτίας των σωρευτικών υποβαθμίσεων των ελληνικών χρεογράφων και της εφαρμογής από την ΕΚΤ αυστηρότερων συντελεστών αποτίμησης των παρεχόμενων εγγυήσεων στους μηχανισμούς αναχρηματοδότησης).Η χορηγούμενη από την ΕΚΤ επιπλέον ρευστότητα έναντι ενός συνολικού ποσού κρατικών εγγυήσεων της τάξης των 60 περίπου δις, κατάφερε να εξισορροπήσει τις πιέσεις αποτρέποντας μια βεβιασμένη συρρίκνωση του τραπεζικού ενεργητικού (συμπεριλαμβανόμενης της πίεσης για απότομη απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα). Εξαιτίας όμως της έκτακτης φύσης αυτού του δανεισμού καθώς και άλλων χαρακτηριστικών της (π.χ. μειούμενη μέση χρονική διάρκεια), και των πιέσεων της οικονομικής συγκυρίας (αυστηρότερη διαχείριση πιστωτικού κινδύνου, αυξημένες προβλέψεις έναντι επισφαλών απαιτήσεων και μειωμένη δανειακή ζήτηση) αυτή η μορφή άντλησης ρευστότητας δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για την ομαλοποίηση της λειτουργίας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η σταθεροποίηση των «οργανικών» πηγών ρευστότητας, με προεξέχουσα τη σταθεροποίηση και σταδιακή ανάκαμψη της καταθετικής βάσης, είναι άρρηκτα συνδεμένα με την ομαλοποίηση του χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος. Η βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και η επάνοδος της εμπιστοσύνης προς αυτήν συνιστούν ασφαλώς τους καταλύτες για τη βελτίωση των συνθηκών και τη δημιουργία ενός ενάρετου χρηματοπιστωτικού κύκλου που να υποστηρίζει την οικονομική ανάκαμψη και τη δημοσιονομική προσαρμογή. Στη διάρκεια όμως της πορείας επανοικοδόμησης της εμπιστοσύνης είναι απαραίτητη η διασφάλιση της αναγκαίας ρευστότητας για το τραπεζικό σύστημα ώστε να είναι συμβατή με ένα σενάριο ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάλυση επιχειρεί να προσδιορίσει τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στη μείωση των καταθέσεων και να εκτιμήσει τη μεσοπρόθεσμη τάση τους. Διαπιστώνεται ότι η εκροή κεφαλαίων στο εξωτερικό ήταν η βασική συνιστώσα της σημαντικής μείωσης των καταθέσεων κατά το 1ο εξάμηνο του 2010 (85% του συνόλου), ενώ η ανάγκη χρηματοδότησης τρεχουσών αναγκών του ιδιωτικού τομέα και η παρακράτηση μετρητών ήταν οι κύριοι ερμηνευτικοί παράγοντες κατά το 2ο εξάμηνο του 2010 (οπότε οι απώλειες ήταν σημαντικά μικρότερες αντιστοιχώντας σε 15% του συνόλου). Οι πιέσεις που ασκούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται να είναι αισθητές και το 2011 οδηγώντας σε περαιτέρω μείωση των καταθέσεων (κατά περίπου 8%), ενώ η εξάλειψη της επίδρασης από τους δυσμενείς βραχυπροθέσμους παράγοντες αναμένεται να οδηγήσει τις εγχώριες καταθέσεις σε μια διατηρήσιμη ανοδική τροχιά από το 2012 η οποία θα υπερβαίνει τον ονομαστικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτή θα επιτρέψει την ταχύτερη απεξάρτηση από την ΕΚΤ και την πιο άνετη ανταπόκριση στην προσδοκώμενη επανάκαμψη της ζήτησης πιστώσεων από τον ιδιωτικό τομέα.Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr