Σε ότι αφορά στις προθεσμίες της περαίωσης, αυτές ξεκινούν από τις 15 Νοεμβρίου για την υπαγωγή στη ρύθμιση των εκκρεμών ελεγμένων υποθέσεων ή καταλογιστικών πράξεων, μεταφέρονται για τις 18 Νοεμβρίου για την αποδοχή του εκκαθαριστικού σημειώματος και καταβολής του 20% του φόρου και φθάνουν μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου για την αποδοχή του εκκαθαριστικού σημειώματος που αφορά σε προσωρινά φύλλα ελέγχου ή άλλες περιπτώσεις.
Ειδικότερα με την εγκύκλιο ΠΟΛ 1147, το υπουργείο Οικονομικών παρέχει τις απαραίτητες ερμηνευτικές οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 έως 13 του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3888/2010 (Φ.Ε.Κ. 175 A΄/ 30.9.2010) «Εκούσια κατάργηση φορολογικών διαφορών, ρύθμιση ληξιπρόθεσμων χρεών, διατάξεις για την αποτελεσματική τιμωρία της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις».
Το πλήρες κείμενο της εγκυκλίου ΠΟΛ 1147 έχει ως εξής:
ΘΕΜΑ: «Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 έως 13 του ν.3888/2010 σχετικά με την εκούσια κατάργηση των φορολογικών διαφορών.»
Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 13 του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3888/2010 (Φ.Ε.Κ. 175 A΄/ 30.9.2010) «Εκούσια κατάργηση φορολογικών διαφορών, ρύθμιση ληξιπρόθεσμων χρεών, διατάξεις για την αποτελεσματική τιμωρία της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις» και παρέχουμε τις απαραίτητες ερμηνευτικές οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΚΟΥΣΙΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Άρθρο 1
Εισαγωγή
Με τις διατάξεις του Κεφαλαίου A΄ του νόμου αυτού καθορίζεται προαιρετικός ειδικός τρόπος επίλυσης των φορολογικών διαφορών που προκύπτουν από τις εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις, με σκοπό την κατάργησή τους.
Άρθρο 2
Βασικές έννοιες
Για την εφαρμογή των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού οι παρακάτω όροι νοούνται ως εξής:
1. Ελεγμένη και ανέλεγκτη υπόθεση:
Ελεγμένη θεωρείται η υπόθεση που μέχρι την 30.9.2010, ημερομηνία δημοσίευσης του προαναφερόμενου νόμου, έχει ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο (με την Α.Υ.Ο.Ο. ΠΟΛ.1037/2005, με τις γενικές διατάξεις κ.λπ.) και έχουν εκδοθεί και καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία οι σχετικές καταλογιστικές πράξεις.
Ανέλεγκτη θεωρείται η υπόθεση που δεν έχει ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο. Συνεπώς, υπόθεση για την οποία έχει διενεργηθεί προσωρινός έλεγχος και έχει εκδοθεί προσωρινό φύλλο ελέγχου ή πράξη σε μια ή περισσότερες φορολογίες ή προληπτικός έλεγχος Κ.Β.Σ. και έχει εκδοθεί απόφαση επιβολής προστίμου, θεωρείται ανέλεγκτη.
2. Δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα:
Θεωρούνται τα συνολικά δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα όπως αυτά προκύπτουν από τα κατά οικονομικό έτος υποβληθέντα κύρια έντυπα των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος (Ε1, Ε5, Φ.01.010 κ.λπ), αρχικών εμπρόθεσμων ή εκπρόθεσμων που υποβλήθηκαν έως την 31.8.2010, καθώς και των τυχόν συμπληρωματικών που υποβλήθηκαν μέχρι την ίδια ημερομηνία, μετά την αφαίρεση:
α) των εσόδων από συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις και β) των εσόδων από μισθώματα ακινήτων για όλους τους υπόχρεους, με εξαίρεση τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/1994), για τα οποία από τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα δεν αφαιρούνται τα έσοδα από μισθώματα ακινήτων, καθώς για τα νομικά αυτά πρόσωπα σύμφωνα με τα
οριζόμενα στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρο 105 του προαναφερόμενου Κώδικα το εισόδημα από ακίνητα περιλαμβάνεται στα ακαθάριστα έσοδά τους.
3. Αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη:
Είναι το ποσό που προκύπτει αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή λοιπά στοιχεία ή έγγραφα ή από απόφαση επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. και αφορά:
α) την απόκρυψη ποσού εσόδων ή αγορών ή δαπανών από παράλειψη έκδοσης ή λήψης φορολογικού στοιχείου ή
β) την απόκρυψη ποσού εσόδων ή αγορών ή δαπανών από έκδοση ή λήψη ανακριβούς ως προς την αξία φορολογικού στοιχείου ή
γ) την καθαρή αξία ληφθέντος φορολογικού στοιχείου, εικονικού ως προς το πρόσωπο του αντισυμβαλλόμενου ή
δ) την καθαρή αξία εκδοθέντος εικονικού φορολογικού στοιχείου ή ληφθέντος φορολογικού στοιχείου εικονικού ως προς τη συναλλαγή ή φορολογικού στοιχείου που έχει νοθευτεί. Σε περίπτωση μερικώς εικονικού φορολογικού στοιχείου ως αξία λαμβάνεται η αξία της εικονικότητας.
4. Παράβαση Κ.Β.Σ. ή άλλο επιβαρυντικό στοιχείο που επαυξάνει το φόρο είναι η παράβαση των διατάξεων του προαναφερόμενου Κώδικα η οποία συνίσταται σε:
α) μη τήρηση ή μη διαφύλαξη οποιουδήποτε θεωρημένου Βιβλίου Κ.Β.Σ., είτε βασικού είτε πρόσθετου,
β) μη επίδειξη των θεωρημένων Βιβλίων σε έλεγχο,
γ) ανακριβή τήρηση Βιβλίων ως προς τα έσοδα ή μη καταχώρηση εσόδων,
δ) ανακριβή τήρηση Βιβλίων ως προς τις αγορές και τις δαπάνες ή μη καταχώρηση αγορών και δαπανών,
ε) ανακριβή τήρηση πρόσθετων Βιβλίων ή σε μη καταχώρηση δεδομένων που επηρεάζουν τα έσοδα ή τις αγορές ή τις δαπάνες,
στ) τήρηση Βιβλίων κατώτερης της προβλεπόμενης από τον Κ.Β.Σ. κατηγορίας,
ζ) ανακρίβεια απογραφής ως προς την ποσότητα ή την αξία,
η) έκδοση αθεώρητου στοιχείου Κ.Β.Σ. μη καταχωρημένου στα Βιβλία,
θ) μη διαφύλαξη εκδοθέντος ή ληφθέντος φορολογικού στοιχείου,
ι) καταχώρηση στα Βιβλία ανύπαρκτων αγορών ή δαπανών,
ια) έκδοση ή σήμανση στοιχείου από μη νόμιμο φορολογικό μηχανισμό που δεν καταχωρήθηκε στα Βιβλία,
ιβ) μη αναγραφή του είδους των αγαθών,
ιγ) μη σύνταξη Απογραφής ή Ισολογισμού,
ιδ) μη έκδοση ή έκδοση ανακριβούς στοιχείου που προβλέπεται από τον Κ.Β.Σ. ή υπουργική απόφαση χωρίς να προσδιορίζεται η αξία,
ιε) μη λήψη ή λήψη ανακριβούς στοιχείου που προβλέπεται από τον Κ.Β.Σ. ή υπουργική απόφαση χωρίς να προσδιορίζεται η αξία,
ιστ) μη έκδοση ή μη λήψη ή σε έκδοση ή λήψη ανακριβούς στοιχείου, η οποία προκύπτει αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή άλλο στοιχείο ή έγγραφο, χωρίς να προσδιορίζεται η αξία,
ιζ) έκδοση ή λήψη εικονικού φορολογικού στοιχείου ή νόθευση τέτοιου στοιχείου, η οποία προκύπτει αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή άλλο στοιχείο ή έγγραφο, χωρίς να προσδιορίζεται η αξία.
Οι παραβάσεις μη επίδειξης και μη διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων βαρύνουν τη χρήση που διαπιστώνονται ή πιστοποιούνται.
Σημειώνεται επίσης ότι για τον υπολογισμό της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης και την επαύξηση του φόρου λαμβάνονται υπόψη οι παραβάσεις ή τα επιβαρυντικά εκείνα στοιχεία τα οποία είναι καταχωρημένα στα υπολογιστικά συστήματα της Γ. Γ. Π. Σ. κατά την 13.10.2010 (σχετ.η παρ.2 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1137/11.10.10).
Άρθρο 3
Υποθέσεις που υπάγονται στις ρυθμίσεις
Στις ρυθμίσεις των διατάξεων των άρθρων 1 έως και 12 του παρόντος νόμου, υπάγονται οι εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων επιτηδευματιών, οι οποίες αφορούν διαχειριστικές περιόδους που έκλεισαν μέχρι και τις 31.12.2009.
Ως εκκρεμής υπόθεση φορολογίας εισοδήματος νοείται κάθε μία εκκρεμής δήλωση φορολογίας εισοδήματος ή δήλωση αποτελεσμάτων. Το ίδιο ισχύει ανάλογα και για τον όρο εκκρεμείς υποθέσεις λοιπών φορολογικών αντικειμένων. Επισημαίνεται ότι για να περαιωθούν ανέλεγκτες υποθέσεις λοιπών φορολογικών αντικειμένων απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάγεται στη ρύθμιση αντίστοιχα η ανέλεγκτη υπόθεση φορολογίας εισοδήματος.
Με τον όρο εκκρεμείς υποθέσεις για την υπαγωγή στις ρυθμίσεις νοούνται οι υποθέσεις εκείνες που μέχρι την 30.9.2010, ημερομηνία δημοσίευσης του ν.3888/2010:
α) Δεν έχει αρχίσει ο έλεγχος ή έχει αρχίσει και δεν έχει περατωθεί. Ως περάτωση του ελέγχου θεωρείται η έκδοση φύλλου ελέγχου ή πράξης και η μεταγραφή του στα οικεία βιβλία της φορολογικής αρχής.
β) Έχει εκδοθεί φύλλο ελέγχου ή πράξη αποτελεσμάτων, αλλά δεν έχει οριστικοποιηθεί (π.χ. εκκρεμεί ακόμη στην ελεγκτική αρχή για συμβιβασμό).
γ) Εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια μετά από άσκηση εμπρόθεσμης προσφυγής ή έφεσης και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
Ως εκκρεμείς θεωρούνται και οι υποθέσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και δεν έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης έφεσης για κάποιον από τους διαδίκους. Συνεπώς, υποθέσεις για τις οποίες έχει ασκηθεί εκπρόθεσμη προσφυγή ή έφεση ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων δεν υπάγονται στις παρούσες ρυθμίσεις, όπως επίσης και αυτές για τις οποίες έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης προσφυγής ή η προθεσμία άσκησης έφεσης για τους διαδίκους.
δ) Έχουν ήδη ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο ή έχουν υπαχθεί στις διατάξεις παλαιότερων ρυθμίσεων, όπως π.χ. αυτών του ν. 3697/2008 , του ν. 3259/2004 κ.λπ. και :
αα) Έχουν εκδοθεί συμπληρωματικά φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων ή φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) ή λοιπές εν γένει τέτοιες πράξεις, που είτε δεν έχουν οριστικοποιηθεί είτε εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
ββ) Έχουν εκδοθεί, μέχρι την 31.8.2010, αποφάσεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. που είτε δεν έχουν οριστικοποιηθεί είτε εκκρεμούν στα διοικητικά γενικώς δικαστήρια συμπεριλαμβανομένου και του Σ.τ.Ε.) και αφορούν συμπληρωματικά στοιχεία με βάση τα οποία δεν έχει διενεργηθεί ακόμη έλεγχος στις λοιπές φορολογίες (εισοδήματος, Φ.Π.Α. κλπ.).
Σημειώνεται ότι, στη ρύθμιση υπάγονται και οι επιχειρήσεις που βρίσκονται σε αδράνεια ή δεν δηλώνουν έσοδα, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που τελούν υπό εκκαθάριση μέχρι την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης.
Άρθρο 4
Υποθέσεις που εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις
1. Από τις υποθέσεις του προηγούμενου άρθρου εξαιρούνται και δεν υπάγονται στις παρούσες ρυθμίσεις:
α) Οι ανέλεγκτες υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί μέχρι και την 31.8.2010 εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις, καθώς και οι επόμενες αυτής.
Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης φόρου εισοδήματος σε ενδιάμεση χρήση, εξαιρείται η συγκεκριμένη χρήση και οι επόμενες αυτής. Οι προηγούμενες όμως αυτής χρήσεις μπορούν να υπαχθούν στη ρύθμιση περί ανέλεγκτων υποθέσεων και να περαιωθούν.
Δεν εξαιρούνται από την περαίωση ανέλεγκτες υποθέσεις για τις οποίες σε μία ή περισσότερες χρήσεις δεν έχουν υποβληθεί εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α., αλλά έχουν όμως υποβληθεί μέχρι και 31.8.2010 οι δηλώσεις φόρου εισοδήματος των χρήσεων αυτών. Σημειώνεται ότι εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. γενικώς λαμβάνονται υπόψη εφόσον επίσης υποβλήθηκαν μέχρι την 31.8.2010.
Σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει υποβληθεί αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος μέχρι και 31.8.2010 αλλά έχει διενεργηθεί τακτικός έλεγχος και τα οικεία φύλλα ελέγχου ή πράξεις έχουν εκδοθεί και καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία μέχρι την 30.9.2010, η υπόθεση αυτή δεν εξαιρείται και μπορεί να υπαχθεί στη ρύθμιση περί ελεγμένων υποθέσεων σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11, εφόσον βέβαια είναι εκκρεμής κατά το προηγούμενο άρθρο 3 και δεν συντρέχει άλλος λόγος εξαίρεσης κατά το παρόν άρθρο 4.
Σημειώνεται ότι σε περίπτωση που για φορολογούμενο υφίσταται παράβαση Κ.Β.Σ. ή επιβαρυντικό στοιχείο γενικά κατά το άρθρο 2 για χρήση για την οποία αυτός δεν είχε υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος ως επιτηδευματίας, τότε εξαιρείται της υπαγωγής στη ρύθμιση περί ανέλεγκτων υποθέσεων τόσο η συγκεκριμένη χρήση όσο και όλες γενικά οι επόμενες ανεξαρτήτως αν για τις επόμενες έχουν υποβληθεί δηλώσεις.
β) Οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000), ενώ οι αγρότες και γενικότερα οι αγροτικές επιχειρήσεις που έχουν ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς Φ.Π.Α., ανεξάρτητα από την κατηγορία των τηρούμενων βιβλίων, υπάγονται στις παρούσες ρυθμίσεις.
γ) Οι υποθέσεις για τις οποίες έχουν υποβληθεί συμπληρωματικές δηλώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 2753/1999 (δηλώσεις συνάφειας), με εξαίρεση τις προηγούμενες ή επόμενες χρήσεις αυτών για τις οποίες υποβλήθηκαν οι συμπληρωματικές δηλώσεις, οι οποίες υπάγονται στις ρυθμίσεις. Διαχειριστικές περίοδοι όμως για τις οποίες υποβλήθηκαν δηλώσεις συνάφειας αλλά υπάρχουν παραβάσεις του Κ.Β.Σ. ή επιβαρυντικά εν γένει στοιχεία κατά το άρθρο 2 ή οι οποίες έχουν ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο μέχρι 30.9.2010 και οι οικείες καταλογιστικές πράξεις είναι εκκρεμείς κατά το προηγούμενο άρθρο 3, υπάγονται στις παρούσες ρυθμίσεις περί ανέλεγκτων και ελεγμένων υποθέσεων αντίστοιχα, εφόσον δεν εξαιρούνται από άλλο λόγο.
Διευκρινίζεται ακόμη ότι αν υποβλήθηκε δήλωση συνάφειας για το εισόδημα και δεν προέκυπτε φόρος για καταβολή στο Φ.Π.Α. με αποτέλεσμα να μην υποβληθεί δήλωση για το Φ.Π.Α., οι υποθέσεις αυτές εξαιρούνται και δεν υπάγονται στη ρύθμιση περί ανέλεγκτων υποθέσεων.
δ) Από κάθε υπόθεση, η ανέλεγκτη χρήση στην οποία τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα είναι μεγαλύτερα του ποσού των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) ευρώ ή του αντίστοιχου ποσού σε δραχμές και όλες οι επόμενες αυτής χρήσεις.
Σε περίπτωση υπερδωδεκάμηνης διαχειριστικής περιόδου, ως ακαθάριστα έσοδα για την υπαγωγή ή μη στην περαίωση λαμβάνονται τα ακαθάριστα έσοδα όλης της υπερδωδεκάμηνης περιόδου.
Ειδικά για τους επιτηδευματίες ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. πετρελαίου θέρμανσης, ως ακαθάριστα έσοδα για την υπαγωγή ή μη στην περαίωση λαμβάνονται τα αναφερόμενα στις οδηγίες της παραγράφου 2 του άρθρου 6 της παρούσας.
Επίσης, στις περιπτώσεις που ο ανάδοχος του έργου εισφέρει το έργο σε εταιρία - κοινοπραξία που συμμετέχει (άρθ.34 Κ.Φ.Ε.), τα ακαθάριστα έσοδα της εισφοράς δεν λαμβάνονται υπόψη ως έσοδο του αναδόχου, εφόσον από την οικεία δήλωση φορολογίας εισοδήματος και γενικά από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ο διαχωρισμός.
ε) Οι υποθέσεις φορολογίας πλοίων, ακίνητης περιουσίας, μεγάλης ακίνητης περιουσίας, μεταβίβασης ακινήτων και κληρονομιών, δωρεών, προικών και γονικών παροχών, ενιαίου τέλους ακινήτων, ειδικού φόρου επί των ακινήτων, φόρου αυτόματου υπερτιμήματος και τέλους συναλλαγής.
στ) Οι υποθέσεις των εισηγμένων επιχειρήσεων σε όλες ανεξαιρέτως τις επιμέρους κατηγορίες αγορών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών.
ζ) Οι υποθέσεις των επιχειρήσεων για τον έλεγχο των οποίων έχουν συγκροτηθεί Ειδικά Συνεργεία Ελέγχου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 1914/1990, για τις χρήσεις εκείνες των οποίων ο έλεγχος έχει ανατεθεί στο Ειδικό Συνεργείο. Όμως, οι λοιπές χρήσεις των προαναφερόμενων επιχειρήσεων ο έλεγχος των οποίων δεν έχει ανατεθεί στο Ειδικό Συνεργείο υπάγονται στις παρούσες ρυθμίσεις, εφόσον δεν εξαιρούνται από άλλο λόγο και συντρέχουν όλες οι κατά περίπτωση προϋποθέσεις. Επίσης, στις ρυθμίσεις υπάγονται και οι υποθέσεις επιχειρήσεων των οποίων ο έλεγχος έχει ανατεθεί σε άλλη ελεγκτική αρχή σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου 8 του ν. 2873/2000, εφόσον και στην περίπτωση αυτή δεν συντρέχει λόγος εξαίρεσης και πληρούνται όλες οι κατά περίπτωση προϋποθέσεις.
Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις εξαιρούνται επίσης και οι υποθέσεις των νομικών προσώπων της παραγράφου 2 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994), δηλαδή οι υποθέσεις των μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ημεδαπών ή αλλοδαπών νομικών προσώπων δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των κάθε είδους ιδρυμάτων.
η) Από κάθε υπόθεση η ανέλεγκτη χρήση για την οποία υφίσταται παράβαση Κ.Β.Σ. μια έκδοση πλαστού φορολογικού στοιχείου ή προκύπτει αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή από άλλα στοιχεία ή έγγραφα η έκδοση τέτοιου στοιχείου και όλες οι επόμενες αυτής χρήσεις.
θ) Οι υποθέσεις επιτηδευματιών φυσικών προσώπων τα οποία, με βάση τα στοιχεία του περιουσιολογίου έτους 2008, όπως αυτό διαμορφώθηκε με δηλώσεις που υποβλήθηκαν μέχρι 31.8.2010, υπόκεινται σε φορολόγηση ακίνητης περιουσίας κατά το Κεφάλαιο Δ΄του ν. 3842/2010.
Τέλος, στη ρύθμιση περί ανέλεγκτων υποθέσεων δεν εμπίπτουν οι ανέλεγκτες υποθέσεις επιτηδευματιών που φορολογούνται με ειδικό τρόπο των παραγράφων 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. - ν.2238/1994 (επιβατικά αυτοκίνητα Δ.Χ., φορτηγά αυτοκίνητα Δ.Χ., επιχειρήσεις εκμετάλλευσης ενοικιαζόμενων δωματίων, επιχειρήσεις εκμετάλλευσης κάμπινγκ, επιχειρήσεις αποκλειστικά πλανόδιων λιανοπωλητών και επιχειρήσεις αποκλειστικά λιανοπωλητών σε κινητές λαϊκές αγορές), εκτός αν πρόκειται για χρήσεις για τις οποίες υπάρχουν παραβάσεις του Κ.Β.Σ. ή επιβαρυντικά εν γένει στοιχεία κατά το άρθρο 2, οπότε οι χρήσεις αυτές εμπίπτουν στην ανωτέρω ρύθμιση.
Αντίθετα, υπάγονται στη ρύθμιση περί ελεγμένων υποθέσεων οι υποθέσεις των ανωτέρω επιτηδευματιών για τις οποίες μέχρι την 30.9.2010 είχε εκδοθεί και καταχωρηθεί φύλλο ελέγχου ή πράξη στις λοιπές φορολογίες πλην της φορολογίας εισοδήματος, αλλά δεν είχε οριστικοποιηθεί και εκκρεμεί είτε στη Δ.Ο.Υ. είτε στα διοικητικά δικαστήρια Α’ και Β’ βαθμού δικαιοδοσίας και δεν έχει συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου .
Σημειώνεται εξάλλου ότι σε περιπτώσεις ελεγμένων κατ’ αρχήν υποθέσεων επιτηδευματιών γενικώς, για τις οποίες όμως έχει εκδοθεί μερικό φύλλο ελέγχου ή πράξη στη φορολογία εισοδήματος κατά τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Ε., οι υποθέσεις αυτές κατά το μέρος της μη ελεγχθείσας φορολογητέας ύλης θεωρούνται ανέλεγκτες και μπορούν να υπαχθούν στη ρύθμιση περί ανέλεγκτων υποθέσεων κατά το μέρος αυτό, εφόσον το επιθυμεί ο φορολογούμενος και δεν συντρέχουν λόγοι εξαίρεσης κατά το παρόν άρθρο 4. Στις περιπτώσεις όμως αυτές επειδή δεν είναι εφικτό να γίνουν συμψηφισμοί με το φόρο βάσει των εκδοθέντων μερικών φύλλων ελέγχου ή πράξεων, οι υπολογισμοί στο πλαίσιο εφαρμογής της παραπάνω ρύθμισης θα γίνουν επί του συνόλου των ακαθάριστων εσόδων, εφαρμοζόμενων των σχετικών διατάξεων στο σύνολό τους.
2. Οι εξαιρέσεις των περιπτώσεων δ΄ και στ΄ της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύουν για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11 και της παραγράφου 6 του άρθρου 12 του παρόντος νόμου.
Άρθρο 5
Προϋποθέσεις και αποτελέσματα υπαγωγής των υποθέσεων στις ρυθμίσεις
1. Η περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων κατά τα άρθρα 1 έως 12, γίνεται με τους όρους και τις προϋπόθεσης των επόμενων παραγράφων.
2. Περαιώνεται υποχρεωτικά η πρώτη κατά σειρά ανέλεγκτη χρήση και οι επόμενες συνεχόμενες με αυτή ανέλεγκτες χρήσεις που υπάγονται στη ρύθμιση περί ανέλεγκτων υποθέσεων.
3. Με την επιφύλαξη των αναφερόμενων στην προηγούμενη παράγραφο, επιτρέπεται η περαίωση ορισμένων εκ των ανέλεγκτων χρήσεων επιλεκτικά, αρχομένης της περαίωσης από την πρώτη ανέλεγκτη χρήση.
Παράδειγμα:
Έστω ότι ατομική επιχείρηση έχει περαιώσει τις διαχειριστικές της περιόδους έως και το 2005 με τακτικό έλεγχο και οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. της διαχειριστικής περιόδου 2007 έχουν υπαχθεί στις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν. 3296/2004 περί αυτοελέγχου και δεν περιλαμβάνονται στις επιλεχθείσες προς έλεγχο δηλώσεις σύμφωνα με την Α.Υ.Ο.Ο. ΠΟΛ 1035/2009. Στις διατάξεις του ν. 3888/2010 υπάγονται οι διαχειριστικές περίοδοι 2006, 2008 και 2009, οι οποίες θεωρούνται συνεχόμενες, καθώς η χρήση 2007 δεν θεωρείται εκκρεμής αφού έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3296/2004 και δεν περιλαμβάνεται στις επιλεχθείσες προς έλεγχο δηλώσεις σύμφωνα με την ανωτέρω Α.Υ.Ο.Ο. Η επιχείρηση δύναται να περαιώσει είτε μόνο τη χρήση 2006, είτε μόνο τις χρήσεις 2006 και 2008 είτε και τις τρεις εκκρεμείς χρήσεις 2006, 2008 και 2009.
4. Με την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων φόρου εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων μπορεί να περαιώνονται τα εκκρεμή προσωρινά φύλλα ελέγχου ή πράξεις, καθώς και οι εκκρεμείς αποφάσεις επιβολής προστίμου που αφορούν τις υποθέσεις αυτές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 6, παρ.13 και 7, παρ.3, καθώς και στο άρθρο 8. Σημειώνεται ότι η περαίωση των κατά τα ανωτέρω εκκρεμών πράξεων είναι δυνητική για το φορολογούμενο, προϋπόθεση δε αυτής είναι η προηγούμενη αποδοχή του Εκκαθαριστικού Σημειώματος του άρθρου 9 για τις οικείες κατά περίπτωση χρήσεις καθώς και η υποβολή σχετικής αίτησης στην ελεγκτική αρχή που εξέδωσε την κατά περίπτωση εκκρεμή πράξη σύμφωνα με την Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1138/11.10.2010.
5. Ο επιτηδευματίας, για την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεών του, αποδέχεται την καταβολή της συνολικής οφειλής που προκύπτει από το Εκκαθαριστικό Σημείωμα του άρθρου 9, χωρίς να συμψηφίζεται ή να εκπίπτεται ο φόρος που βεβαιώθηκε με βάση τις οικείες δηλώσεις που υποβλήθηκαν.
6. Για τις ελεγμένες υποθέσεις που υπάγονται στη ρύθμιση περί ελεγμένων υποθέσεων και περαιώνονται κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11, η περαίωση διενεργείται για καθεμία εκκρεμή καταλογιστική πράξη ξεχωριστά και για όποια καταλογιστική πράξη επιθυμεί ο φορολογούμενος, ανεξαρτήτως φορολογικού αντικειμένου και διαχειριστικής περιόδου που αυτή αφορά.
7. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στο Δημόσιο, κατ’ εφαρμογή των ρυθμίσεων γενικώς των άρθρων 1 έως 12, δεν αναζητούνται, ούτε συμψηφίζονται, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 9 περί έκδοσης συμπληρωματικού Εκκαθαριστικού Σημειώματος.
Άρθρο 6
Περαίωση ανέλεγκτων υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος
1. Η περαίωση καθεμιάς ανέλεγκτης υπόθεσης(δήλωσης) φορολογίας εισοδήματος πραγματοποιείται με την καταβολή φόρου επιπλέον εκείνου που τυχόν βεβαιώθηκε με βάση τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος που υποβλήθηκε.
2. Για τον υπολογισμό του φόρου τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά νοούνται κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 2, πολλαπλασιάζονται με συντελεστή δύο τοις εκατό (2%) για όλα τα επαγγέλματα, με εξαίρεση αυτά που αφορούν δραστηριότητες με Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (Κ.Α.Δ.), οι οποίοι αντιστοιχούν στους παρακάτω Κωδικούς Αριθμούς των Μοναδικών Συντελεστών Καθαρού Κέρδους, για τα οποία τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται ως εξής:
α) με συντελεστή επτά τοις χιλίοις (7?):
Κ.Α. 4214: έμπορος (πρατήριο) βενζίνης και πετρελαίου Κ.Α. 4214 α: έμπορος (πρατήριο) πετρελαίου θέρμανσης (εκτός του Κ.Α. 4235) Κ.Α. 5402: πρατήριο χονδρικής πωλήσεως προϊόντων καπνοβιομηχανίας Κ.Α. 5402: έμπορος προϊόντων καπνοβιομηχανίας χονδρικώς,
β) με συντελεστή δώδεκα τοις χιλίοις (12?):
Κ.Α. 4235: έμπορος πετρελαίου θέρμανσης (διανομή κατ’ οίκον) Κ.Α. 4235: έμπορος - μεταπωλητής πετρελαίου θέρμανσης (εκτός του Κ.Α. 4214 α),
γ) με συντελεστή ένα τοις εκατό (1%):
Κ.Α. 8301: πρακτορείο τουρισμού και ταξιδίων (προμήθεια από πωλήσεις εισιτηρίων) Κ.Α. 8301 α: πρακτορείο τουρισμού και ταξιδίων (προμήθειες από πώληση αεροπορικών εισιτηρίων μέσω τρίτων ή προς ναυτιλιακές επιχειρήσεις) Κ.Α. 8302: πρακτορείο τουρισμού και ταξιδίων (έσοδα από οργάνωση τουρισμού εσωτερικού ή εξωτερικού) Κ.Α. 8303: πρακτορείο τουρισμού και ταξιδίων (προμήθειες από οργανωμένο τουρισμό από το εξωτερικό).
Επί υπερδωδεκάμηνων διαχειριστικών περιόδων ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται τα ακαθάριστα έσοδα όλης της υπερδωδεκάμηνης διαχειριστικής περιόδου, επί των οποίων και γίνονται όλοι οι περαιτέρω υπολογισμοί, σε κάθε δε περίπτωση υπολογίζεται ένα ελάχιστο ποσό κατά την παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου.
Εξ άλλου, ειδικά για τους επιτηδευματίες ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. πετρελαίου θέρμανσης, ενόψει του ειδικού τρόπου τιμολόγησης των συναλλαγών τους καθώς και υπολογισμού των ακαθάριστων εσόδων τους, ως ακαθάριστα έσοδα για τους περαιτέρω υπολογισμούς λαμβάνονται τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα αφαιρουμένων των επιστραφέντων από το Δημόσιο κατά αντίστοιχη χρήση ποσών Ε.Φ.Κ., όπως τα ποσά αυτά προκύπτουν από το σύστημα ΄΄ΗΦΑΙΣΤΟΣ΄΄.
Επίσης, στις περιπτώσεις που ο ανάδοχος του έργου εισφέρει το έργο σε εταιρία - κοινοπραξία που συμμετέχει (άρθ.34 Κ.Φ.Ε.), ως προς τα λαμβανόμενα ακαθάριστα έσοδα ισχύουν οι οδηγίες της παραγράφου 1, περ.δ’ του άρθρου 4.
3. Το ποσό που προκύπτει σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο πολλαπλασιάζεται με συντελεστή προοδευτικότητας ανάλογα με τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά νοούνται κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 2 και σύμφωνα και με τις ανωτέρω διευκρινίσεις, ως εξής:
Ακαθάριστα έσοδα
Συντελεστής προοδευτικότητας έως και 150.000 ευρώ
1
Από 150.001 ευρώ έως και 300.000 ευρώ
1,05
Από 300.001 ευρώ έως και 600.000 ευρώ
1,10
Από 600.001 ευρώ έως και 1.200.000 ευρώ
1,15
Από 1.200.001 ευρώ έως και 3.000.000 ευρώ
1,20
Από 3.000.001 ευρώ έως και 6.000.000 ευρώ
1,25
Από 6.000.001 ευρώ και άνω
1,30
Στις τυχόν περιπτώσεις επιτηδευματιών με ακαθάριστα έσοδα που συμπίπτει να κυμαίνονται μεταξύ των ανώτερου και του κατώτερου ποσού δύο συνεχόμενων κλιμακίων, λαμβάνεται υπόψη ο χαμηλότερος συντελεστής προοδευτικότητας. Για παράδειγμα, επί ακαθάριστων εσόδων 300.000,05 ευρώ ισχύει ο συντελεστής προοδευτικότητας 1.05.
4. Στο τελικό ποσό που προκύπτει από τους ως άνω υπολογισμούς επιβάλλεται φόρος περαίωσης με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), εκτός από τις Α.Ε. και Ε.Π.Ε. για τις οποίες επιβάλλεται φόρος με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).
5. Το ποσό του φόρου της προηγούμενης παραγράφου προσαυξάνεται αν υπάρχουν παραβάσεις ή επιβαρυντικά στοιχεία της παραγράφου 4 του άρθρου 2 ως εξής:
α) Για παραβάσεις των περιπτώσεων α΄ έως και ιγ΄, κατά είκοσι τοις εκατό (20%).
β) Για παραβάσεις των περιπτώσεων ιδ΄ και ιε΄, κατά σαράντα τοις εκατό (40%).
γ) Για την περίπτωση ιστ΄, κατά σαράντα τοις εκατό (40%).
δ) Για την περίπτωση ιζ΄, κατά εξήντα τοις εκατό(60%).
6. Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη, κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 2, για τον υπολογισμό του ποσού του φόρου, το ποσό της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης πολλαπλασιάζεται με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), το ποσό που προκύπτει προστίθεται στο ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των δηλωθέντων ακαθάριστων εσόδων με το συντελεστή της παραγράφου 2 (2% ή 7? Ή 12? ή 1%, κατά περίπτωση), περαιτέρω το άθροισμα που προκύπτει πολλαπλασιάζεται με τον οικείο συντελεστή προοδευτικότητας της παραγράφου 3, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παράγραφο 8, και επί του γινομένου επιβάλλεται φόρος με τον οικείο συντελεστή της παραγράφου 4 (20% ή 25%, κατά περίπτωση). Ο φόρος που προκύπτει προσαυξάνεται ως εξής:
α) Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2, κατά σαράντα τοις εκατό (40%).
β) Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2, κατά εξήντα τοις εκατό (60%).
7. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου καθώς και της παραγράφου 5, περιπτώσεις α΄και β΄, λαμβάνονται υπόψη οι παραβάσεις του Κ.Β.Σ. οι οποίες:
α) έχουν οριστικοποιηθεί ή
β) εκκρεμούν για διοικητική επίλυση της διαφοράς στη Δ.Ο.Υ. ή άλλη ελεγκτική αρχή ή για εκδίκαση στα διοικητικά δικαστήρια γενικώς, συμπεριλαμβανομένου και του ΣτΕ.
8. Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη η οποία αφορά απόκρυψη εσόδων (όχι αγορών ή δαπανών), το ποσό της απόκρυψης προστίθεται στα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα προκειμένου να προσδιορισθεί ο οικείος συντελεστής προοδευτικότητας και να εφαρμοστούν τα οριζόμενα στην παράγραφο 6.
9. Αν υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη και παραβάσεις Κ.Β.Σ. ή λοιπά επιβαρυντικά στοιχεία που επαυξάνουν το φόρο, για την προσαύξηση του φόρου ισχύουν τα μεγαλύτερα ποσοστά προσαύξησης κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 5 και 6, ανάλογα με την περίπτωση.
10. Αν για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις δεν έχει υποβληθεί εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. μέχρι 31.8.2010, το ποσό του φόρου που προκύπτει κατά τις προηγούμενες παραγράφους, ανάλογα με την περίπτωση, προσαυξάνεται κατά δέκα τοις εκατό (10%). Το ποσό που προκύπτει από την προσαύξηση αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερο από διακόσια (200) ευρώ και προστίθεται στο φόρο που προκύπτει κατά τις προηγούμενες παραγράφους ή στο ελάχιστο ποσό φόρου όπως ορίζεται στην επόμενη παράγραφο. Στην περίπτωση αυτή, αλλά και γενικότερα σε κάθε περίπτωση, αν από το Εκκαθαριστικό Σημείωμα προκύπτει και ποσό Φ.Π.Α. σύμφωνα με τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο 7, η συνολική οφειλή αποτελείται από το άθροισμα του ποσού της φορολογίας εισοδήματος και του Φ.Π.Α.
11. Αν από τον υπολογισμό του φόρου κατά τις προηγούμενες παραγράφους δεν προκύπτει φόρος ή προκύπτει:
α) Ποσό μικρότερο από τριακόσια (300) ευρώ, προκειμένου για μη υπόχρεο ή επιτηδευματία που δεν τήρησε Βιβλία ή τήρησε Βιβλία πρώτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του φόρου ορίζεται στα τριακόσια (300) ευρώ.
β) Ποσό μικρότερο από πεντακόσια (500) ευρώ, προκειμένου για επιτηδευματία που τήρησε Βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του φόρου ορίζεται στα πεντακόσια (500) ευρώ. Εφόσον πρόκειται για ελεύθερους επαγγελματίες τα αντίστοιχα ποσά φόρου ορίζονται σε επτακόσια (700) ευρώ.
γ) Ποσό μικρότερο από επτακόσια (700) ευρώ, προκειμένου για επιτηδευματία που τήρησε Βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του φόρου ορίζεται στα επτακόσια (700) ευρώ. Εφόσον πρόκειται για ελεύθερους επαγγελματίες με βιβλία Γ΄ κατηγορίας τα αντίστοιχα ποσά φόρου ορίζονται σε χίλια (1.000) ευρώ.
Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω ελάχιστα ποσά φόρου υπολογίζονται ανά χρήση και στην περίπτωση που η επιχείρηση βρίσκεται σε αδράνεια.
Ακόμη, εάν ο επιτηδευματίας τήρησε βιβλία Α’ και Β’ κατηγορίας Κ.Β.Σ. ή Α΄ και Γ΄ κατηγορίας παράλληλα, το ελάχιστο ποσό φόρου ανά χρήση είναι αυτό που αντιστοιχεί στη μεγαλύτερη κατηγορία βιβλίων. Επίσης, αν ελεύθερος επαγγελματίας άσκησε παράλληλα και άλλη δραστηριότητα, τότε το ελάχιστο ποσό, ανά κατηγορία τηρούμενων βιβλίων (Β΄ ή Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.), είναι αυτό που προβλέπεται για τη δραστηριότητα του ελεύθερου επαγγελματία. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις όλοι οι λοιποί υπολογισμοί γίνονται επί του συνόλου των ακαθάριστων εσόδων από όλες τις δραστηριότητες.
Επίσης επισημαίνεται ότι το κατά τα ανωτέρω ελάχιστο ποσό υπολογίζεται ανά διαχειριστική περίοδο, ανεξάρτητα της χρονικής διάρκειας της διαχειριστικής περιόδου, ανεξάρτητα δηλαδή αν η διαχειριστική περίοδος είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη των 12 μηνών.
12. Ζημιά που προκύπτει από τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας περαιούμενης χρήσης δεν μεταφέρεται για συμψηφισμό με τα θετικά εισοδήματα των επόμενων χρήσεων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, εφόσον η χρήση αυτή ή κάποια από τις τέσσερις (4) προηγούμενες χρήσεις που περιλαμβάνονται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα βαρύνεται με παράβαση Κ.Β.Σ. ή άλλο επιβαρυντικό στοιχείο που επαυξάνει το φόρο ή με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2. Σε κάθε άλλη περίπτωση και όσον αφορά το ποσό της μεταφερόμενης ζημίας στην πρώτη ανέλεγκτη χρήση εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις.
Διευκρινίζεται ότι σε περαιούμενες ζημιογόνες χρήσεις το ποσό του φόρου περαίωσης υπολογίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος άρθρου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ή να ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του φόρου περαίωσης η ύπαρξη ή το ύψος της ζημιάς.
13. Προσωρινό φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος ή προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου που εκκρεμεί στη Δ.Ο.Υ. ή άλλη ελεγκτική αρχή ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3, παράγραφος 2, περ.γ΄ και αφορά τις περαιούμενες ανέλεγκτες υποθέσεις, περαιώνεται με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στο άρθρο 11 (σχετ. και οι οδηγίες στην παρ.4 του άρθ.5). Σημειώνεται ότι κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13, περ.ι’, εκδόθηκε ήδη η Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1138/11.10.2010, η οποία, μεταξύ άλλων, καθορίζει τον τρόπο, τον χρόνο και τη διαδικασία περαίωσης των ως άνω εκκρεμών πράξεων κατά το άρθρο 11.
Τέλος, σημειώνεται ότι εφόσον για περαιωθείσες χρήσεις εκκρεμούν αιτήματα επιστροφής φόρου εισοδήματος, η επιστροφή διενεργείται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. βάσει των στοιχείων του οικείου φακέλου( π.χ. εάν το αιτούμενο προς επιστροφή ποσό προκύπτει από παρακράτηση φόρου εισοδήματος ερευνάται εάν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος έχουν υποβληθεί και οι σχετικές βεβαιώσεις παρακράτησης). Ειδικά στις περιπτώσεις που η αιτούμενη επιστροφή οφείλεται σε παρακράτηση φόρου, εφόσον οι σχετικές βεβαιώσεις παρακράτησης αφορούν ποσά παρακρατηθέντος φόρου πάνω από 1.000 ευρώ ανά βεβαίωση, αποστέλλεται έγγραφο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του παρακρατήσαντος το φόρο προκειμένου να επιβεβαιωθεί η απόδοσή του από αυτόν.
Άρθρο 7
Περαίωση ανέλεγκτων υποθέσεων λοιπών φορολογικών αντικειμένων
1. Η περαίωση καθεμιάς ανέλεγκτης υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος συνεπάγεται αυτοδίκαια και την περαίωση ως ειλικρινών των ανέλεγκτων υποθέσεων των λοιπών φορολογικών αντικειμένων, με την επιφύλαξη των οριζόμενων στις επόμενες παραγράφους.
2. Για την περαίωση κάθε ανέλεγκτης υπόθεσης Φ.Π.Α.:
α) Αν για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη, κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 2, επί του ποσού της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης υπολογίζεται Φ.Π.Α. με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) και το προκύπτον ποσό προσαυξάνεται κατά τριάντα τοις εκατό(30%). Εάν ο επιτηδευματίας ασκεί δραστηριότητα υπαγόμενη στο Φ.Π.Α. και παράλληλα δραστηριότητα που δεν υπάγεται στο Φ.Π.Α. και σε κάποια ή κάποιες διαχειριστικές περιόδους υπάρχει αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη, τότε ολόκληρη η αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη θεωρείται ότι υπάγεται στο Φ.Π.Α. Αντίθετα, αν ο επιτηδευματίας ασκεί μόνο δραστηριότητα που δεν υπάγεται στο Φ.Π.Α. δεν υπολογίζεται καθόλου Φ.Π.Α.
β) Αν για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις προκύπτει αναμφισβήτητα η λήψη πλαστού φορολογικού στοιχείου από δελτίο πληροφοριών ή άλλο στοιχείο ή έγγραφο, επί του ποσού της καθαρής αξίας του πλαστού στοιχείου υπολογίζεται Φ.Π.Α. με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%).
Οι διευκρινίσεις στην προηγούμενη περίπτωση α’ ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκεί ο επιτηδευματίας ισχύουν και εν προκειμένω.
γ) Το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από την εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. της τελευταίας περαιούμενης χρήσης, το οποίο έχει μεταφερθεί στην επόμενη ανέλεγκτη χρήση, συνεχίζει παρά την επελθούσα περαίωση να υπόκειται σε προσωρινό έλεγχο ως προς τις φορολογικές ή διαχειριστικές περιόδους στις οποίες γεννήθηκε ή από τις οποίες προέρχεται, εφόσον υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5000) ευρώ. Τα προαναφερόμενα ισχύουν εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της επόμενης περίπτωσης δ΄.
δ) Το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από την εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. της τελευταίας περαιούμενης χρήσης προσαυξάνει το ποσό της οφειλής όπως αυτή προκύπτει με βάση την περαίωση της χρήσης αυτής, εφόσον η εν λόγω χρήση ή έστω μία από τις τέσσερις (4) προηγούμενες χρήσεις που περιλαμβάνονται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα βαρύνεται με παράβαση Κ.Β.Σ. ή άλλο επιβαρυντικό στοιχείο που επαυξάνει το φόρο ή με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2. Τα παραπάνω εφαρμόζονται εφόσον το πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. έχει μεταφερθεί στην αμέσως επόμενη φορολογική περίοδο μετά την τελευταία περαιούμενη χρήση, ενόψει δε της ως άνω προσαύξησης της οφειλής βάσει της περαίωσης, το μεταφερθέν ως άνω πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. δεν θίγεται.
Ειδικά στις περιπτώσεις που το προαναφερόμενο πιστωτικό υπόλοιπο δηλώθηκε προς επιστροφή, η επιστροφή δεν διενεργείται και αν αυτή έχει ήδη διενεργηθεί κατά ένα μέρος ή στο σύνολό της, το σχετικό ποσό αποδίδεται από τον υπόχρεο στο Δημόσιο με έκτακτη δήλωση, χωρίς κυρώσεις, εντός μηνός από την ημερομηνία που ο επιτηδευματίας αποδέχθηκε το Εκκαθαριστικό Σημείωμα και κατέβαλε το ποσό της παραγράφου 3 του άρθρου 9. Αν το ποσό του Φ.Π.Α. που επιστράφηκε δεν αποδοθεί μέσα στην προαναφερόμενη προθεσμία εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις, δηλαδή αυτό καταλογίζεται κατά τις ισχύουσες διατάξεις, με χρόνο αφετηρίας υπολογισμού του πρόσθετου φόρου την επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία έληξε η προθεσμία υποβολής της οικείας εκκαθαριστικής δήλωσης.
Επίσης, η επιστροφή δεν διενεργείται και επί εκκρεμών αιτημάτων επιστροφής που αφορούν πιστωτικά υπόλοιπα Φ.Π.Α. οποιασδήποτε περαιούμενης χρήσης προηγούμενης της τελευταίας περαιούμενης, εφόσον η χρήση αυτή ή έστω μία από τις τέσσερις (4) προηγούμενες χρήσης που περιλαμβάνονται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα βαρύνεται με παράβαση Κ.Β.Σ. ή άλλο επιβαρυντικό στοιχείο που επαυξάνει το φόρο ή με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2.
Σε κάθε άλλη περίπτωση τα ποσά που αφορούν τυχόν εκκρεμή αιτήματα επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. και για όλες τις περαιούμενες χρήσεις επιστρέφονται χωρίς έλεγχο εφόσον ανέρχονται έως και πέντε χιλιάδες (5000) ευρώ. Εάν όμως το ποσό του αιτούμενου προς επιστροφή Φ.Π.Α. υπερβαίνει το προαναφερόμενο όριο τότε σε κάθε περίπτωση για την επιστροφή του αιτούμενου ποσού διενεργείται προσωρινός έλεγχος.
3. Εκκρεμείς προσωρινές καταλογιστικές πράξεις επιβολής του φόρου, τέλους ή εισφοράς ή πράξεις επιβολής προστίμου των λοιπών εν γένει φορολογικών αντικειμένων πλην της φορολογίας εισοδήματος, που εκκρεμούν στη Δ.Ο.Υ. ή άλλη ελεγκτική αρχή ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3, παράγραφος 2, περ. γ΄ και αφορούν τις περαιούμενες ανέλεγκτες υποθέσεις, περαιώνονται με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στο άρθρο 11 (σχετ. και οι οδηγίες στην παρ.4 του άρθ.5, καθώς και στην παρ.13 του άρθ.6).
4. Για όλα εν γένει τα λοιπά φορολογικά αντικείμενα (πλην δηλαδή της φορολογίας εισοδήματος) συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α., εφόσον διαπιστώνεται η μη υποβολή των σχετικών δηλώσεων ή υπάρχουν κάθε είδους επιβαρυντικά στοιχεία, τότε, ανεξαρτήτως της επελθούσας περαίωσης, για τα συγκεκριμένα αντικείμενα και τις συγκεκριμένες δηλώσεις διενεργείται έλεγχος σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ( π.χ. εάν δεν έχει υποβληθεί περιοδική δήλωση Φ.Π.Α. για μία ή περισσότερες φορολογικές περιόδους ή έστω ότι από δελτίο πληροφοριών του Σ.Δ.Ο.Ε. προκύπτει ότι για μια ή περισσότερες φορολογικές περιόδους υποβλήθηκε ανακριβής περιοδική δήλωση ή ότι από δελτίο V.I.E.S. προκύπτει ότι ελληνική επιχείρηση έχει πραγματοποιήσει ενδοκοινοτικές παραδόσεις σε επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλη χώρα της ευρωπαϊκής ένωσης με ανύπαρκτο Α.Φ.Μ.-Φ.Π.Α.).
Εξαιρετικά, εάν για κάποια διαχειριστική περίοδο δεν έχει υποβληθεί εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. μέχρι 31.8.2010, τότε σε ότι αφορά τη δήλωση αυτή, εφαρμόζονται τα οριζόμενα στην παράγραφο 10 του άρθρου 6, ως προς τις αντίστοιχες όμως περιοδικές δηλώσεις συνεχίζουν να ισχύουν τα προαναφερόμενα περί ελέγχου κατά τις κείμενες διατάξεις σε περίπτωση διαπίστωσης μη υποβολής αυτών ή ύπαρξης κάθε είδους σχετικών επιβαρυντικών στοιχείων.
Άρθρο 8
Περαίωση παραβάσεων του Κ.Β.Σ.
Aποφάσεις επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. που εκκρεμούν στις Δ.Ο.Υ ή τις λοιπές ελεγκτικές αρχές ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3, παράγραφος 2, περ.γ’ και αφορούν τις περαιούμενες ανέλεγκτες υποθέσεις σύμφωνα με τα προηγούμενα άρθρα, περαιώνονται με ανάλογη εφαρμογή όσων ορίζονται στο άρθρο 11 (σχετ. και οι οδηγίες στην παρ.4 του άρθ.5, καθώς και στην παρ.13 του άρθ.6).
Επισημαίνεται ότι, όπως έχει ήδη τονιστεί, η παραπάνω δυνατότητα παρέχεται εφόσον προηγηθεί η αποδοχή του Εκκαθαριστικού Σημειώματος του άρθρου 9 για τις οικείες κατά περίπτωση χρήσεις, καθώς και η υποβολή σχετικής αίτησης στην ελεγκτική αρχή που εξέδωσε την κατά περίπτωση εκκρεμή απόφαση επιβολής του προστίμου σύμφωνα με την Α.Υ.Ο. ΠΟΛ. 1138/11-10-10. Τονίζεται επίσης και πάλι ότι η περαίωση διενεργείται για καθεμία εκκρεμή απόφαση επιβολής προστίμου ξεχωριστά και για όποια από τις αποφάσεις αυτές επιθυμεί ο φορολογούμενος, αν είναι περισσότερες από μία, ανεξάρτητα από τη διαχειριστική περίοδο που αυτή αφορά.
Άρθρο 9
Διαδικασία περαίωσης
1. Για την πραγματοποίηση της περαίωσης των ανέλεγκτων υποθέσεων, η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του Υπουργείου Οικονομικών εκδίδει Εκκαθαριστικό Σημείωμα για τις ανέλεγκτες υποθέσεις που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση περί περαίωσης ανέλεγκτων υποθέσεων, με βάση τα δεδομένα που είναι καταχωρημένα στα κεντρικά υπολογιστικά συστήματά της κατά την 13.10.2010, ημερομηνία η οποία έχει οριστεί με την Α.Υ.Ο. ΠΟΛ. 1137/11-10-10 (παρ.2) κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου. Το Εκκαθαριστικό Σημείωμα, σύμφωνα και με την ανωτέρω κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα απόφαση, περιέχει για καθεμία υπόθεση τα εξής στοιχεία:
α) την αρμόδια για τη φορολογίας εισοδήματος του επιτηδευματία Δ.Ο.Υ. κατά το χρόνο έκδοσης του Εκκαθαριστικού Σημειώματος,
β) την αρμόδια για κάθε οικονομικό έτος Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος του επιτηδευματία και τον κωδικό αυτής,
γ) τα ανέλεγκτα οικονομικά έτη,
δ) τη νομική μορφή του επιτηδευματία και την κατηγορία Βιβλίων Κ.Β.Σ.,
ε) τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα,
στ) την τυχόν αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη ή την παράβαση του Κ.Β.Σ. ή το δελτίο πληροφοριών ή τα λοιπά επιβαρυντικά στοιχεία ή έγγραφα, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 2 του ν. 3888/2010,
ζ) το συντελεστή του φόρου περαίωσης,
η) το ποσό του φόρου περαίωσης κατά οικονομικό έτος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του ανωτέρω νόμου,
θ) το ποσό του Φ.Π.Α. που προκύπτει κατά έτος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου,
ι) το σύνολο της οφειλής κατά οικονομικό έτος, το κατά οικονομικό έτος προοδευτικό άθροισμά της καθώς και το ποσό της συνολικής οφειλής για όλα τα οικονομικά έτη,
ια) Το είκοσι τοις εκατό (20%) του ποσού της συνολικής οφειλής κατά την προηγούμενη περίπτωση ι΄, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από πεντακόσια(500) ευρώ, εκτός αν το ποσό της συνολικής οφειλής είναι κατώτερο από το ποσό αυτό.
Διευκρινίζεται ότι λόγω αντικειμενικής αδυναμίας δεν θα εκδοθούν από τη Γ.Γ.Π.Σ. Εκκαθαριστικά Σημειώματα για τους επιτηδευματίες αρμοδιότητας των Δ.Ο.Υ. Αγ.Αθανασίου και Πλοίων. Στους επιτηδευματίες αυτούς θα παρασχεθεί βεβαίως οπωσδήποτε η δυνατότητα περαίωσης των ανέλεγκτων υποθέσεών τους μέσω άλλης διαδικασίας, κατά το ταχύτερο δυνατό.
2. Το Εκκαθαριστικό Σημείωμα αποστέλλεται ταχυδρομικά από τη Γ.Γ.Π.Σ. στον επιτηδευματία που αφορά, με ταυτόχρονη ηλεκτρονική ενημέρωση της αρμόδιας για τη φορολογία εισοδήματός του Δ.Ο.Υ. κατά το χρόνο έκδοσης του Εκκαθαριστικού Σημειώματος, καθώς και της Δ.Ο.Υ ή των Δ.Ο.Υ που είναι αρμόδιες για τη φορολογία εισοδήματος του επιτηδευματία για κάθε οικονομικό έτος που περιλαμβάνεται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα (σχετ. η παρ.2 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ. 1137/2010).
3. Ο επιτηδευματίας που επιθυμεί να ρυθμιστούν οι ανέλεγκτες υποθέσεις του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, υποχρεούται το αργότερο έως και την 18.11.2010 (σχετ. η παρ. 4 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1137/2010) να καταβάλλει το είκοσι τοις εκατό (20%) του ποσού της συνολικής οφειλής που αναγράφεται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από πεντακόσια (500) ευρώ, εκτός αν το ποσό της συνολικής οφειλής είναι κατώτερο από το ποσό αυτό. Η καταβολή από τον επιτηδευματία του πιο πάνω αναφερόμενου ποσού συνεπάγεται την ανεπιφύλακτη και αμετάκλητη αποδοχή του περιεχομένου του Εκκαθαριστικού Σημειώματος, καθώς και των όρων και προϋποθέσεων που ορίζονται με τον παρόντα νόμο σχετικά με την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων, η οποία και επέρχεται με την εξόφληση της συνολικής οφειλής που αναγράφεται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα. Η αποδοχή του περιεχομένου του προαναφερόμενου Σημειώματος και η εξόφληση της συνολικής οφειλής που αναγράφεται σε αυτό εξομοιώνεται με κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων με ταυτόχρονο συμβιβασμό και επιφέρει όλα τα αποτελέσματα της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Στις περιπτώσεις επιτηδευματιών οι οποίοι επιλέγουν να περαιώσουν ορισμένα μόνο από τα οικονομικά έτη που αναγράφονται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, με την προϋπόθεση ότι αυτά αφορούν συνεχόμενες ανέλεγκτες χρήσεις αρχής γενομένης από την πρώτη ανέλεγκτη χρήση, ως συνολική οφειλή για την καταβολή του ανωτέρω υποχρεωτικά καταβαλλόμενου ποσού και την αποδοχή του Εκκαθαριστικού Σημειώματος, λαμβάνεται το αναγραφόμενο στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα προοδευτικό άθροισμα του συνόλου της οφειλής που προκύπτει μέχρι και το τελευταίο οικονομικό έτος που επιλέγει να περαιώσει ο επιτηδευματίας. Σημειώνεται ότι και στις παραπάνω περιπτώσεις, καταληκτική ημερομηνία αποδοχής του Εκκαθαριστικού Σημειώματος και καταβολής του προαναφερόμενου ποσού είναι η 18.11.2010 (σχετ. και η παρ.6 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ. 1137/2010).
Σε περίπτωση ύπαρξης προφανών σφαλμάτων του περιεχομένου του Εκκαθαριστικού Σημειώματος, δηλαδή ουσιαστικών σφαλμάτων που σχετίζονται αποκλειστικά και μόνο με την απεικόνιση στο Σημείωμα αυτό των προβλεπόμενων δεδομένων όπως αυτά ορίζονται επακριβώς και μόνο από τις κοινοποιούμενες διατάξεις (π.χ. αναγραφή στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα οικον.έτους που έχει ήδη περαιωθεί), ο επιτηδευματίας αμέσως με τη διαπίστωση του σφάλματος και πάντως το ταχύτερο, προσέρχεται στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ. κατά το χρόνο έκδοσης του Εκκαθαριστικού Σημειώματος, η οποία αναγράφεται επί αυτού, όπου και γίνεται οίκοθεν άμεση διόρθωσή του, βάσει του υφιστάμενου φακέλου της υπόθεσης. Αν κατά τη διόρθωση του Εκκαθαριστικού Σημειώματος διαπιστωθούν από την εν λόγω Δ.Ο.Υ. και τυχόν άλλα προφανή σφάλματα πέραν αυτών για τα οποία αιτείται ο επιτηδευματίας διορθώνονται οίκοθεν και αυτά από την ίδια Δ.Ο.Υ. Στη συνέχεια, από την προαναφερόμενη Δ.Ο.Υ. επανεκδίδεται τροποποιημένο το Εκκαθαριστικό Σημείωμα εις διπλούν και ένα αντίγραφο αυτού παραδίδεται στον επιτηδευματία, ο οποίος, εφόσον επιθυμεί, προβαίνει στην αποδοχή του το αργότερο έως την 29.11.2010. Επί του σώματος του άλλου αντιγράφου το οποίο παραμένει στον οικείο φάκελο της ως άνω Δ.Ο.Υ. συντάσσεται και υπογράφεται από τον υπάλληλο που έκανε τη διόρθωση και τον επόπτη ελέγχου ή τον υποδιευθυντή ελέγχου ή τον διευθυντή, εφόσον δεν υπάρχει επόπτης ελέγχου, αιτιολογημένη πράξη στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της διόρθωσης. Εάν για τη διόρθωση του Εκκαθαριστικού Σημειώματος απαιτείται η παροχή στην προαναφερόμενη Δ.Ο.Υ. στοιχείων από άλλες Δ.Ο.Υ. ή Υπηρεσίες, αποστέλλονται κατόπιν σχετικής τηλεφωνικής επικοινωνίας με τηλεομοιοτυπία (FΑΧ) από τις Δ.Ο.Υ. ή Υπηρεσίες αυτές τα εν γένει εκείνα στοιχεία από τους οικείους φακέλους τους τα οποία είναι απαραίτητα για τη διόρθωση του Σημειώματος (σχετ. οι παρ.7 και 4 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1137/2010).
Τονίζεται ότι, σε περίπτωση μη αποδοχής του Εκκαθαριστικού Σημειώματος μέχρι τις κατά περίπτωση οριζόμενες καταληκτικές ημερομηνίες, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν επιτρέπεται πλέον η υπαγωγή στη διαδικασία περαίωσης και η οικεία υπόθεση υπόκειται σε έλεγχο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, επιφυλλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 7 του άρθρου 17 του ν. 3296/2004 περί αυτοελέγχου, όπως αυτές ίσχυαν πριν τις μεταβολές που επήλθαν με το άρθρο 79 ν. 3842/2010 (έλεγχος επί διαχειριστικών περιόδων που έκλεισαν από 1.1.2008 έως και 31.12.2009 βάσει δείγματος με υπουργική απόφαση).
Η καταβολή του ποσού που προβλέπεται κατά τα ανωτέρω για την αποδοχή του Εκκαθαριστικού Σημειώματος γίνεται υποχρεωτικά σε οποιαδήποτε συμβεβλημένη Τράπεζα, με την προσκόμιση - επίδειξη του Σημειώματος αυτού, από 1.11.2010 και μετά. Οι δόσεις, σε περίπτωση μη εφάπαξ εξόφλησης, καταβάλλονται επίσης σε οποιαδήποτε συμβεβλημένη Τράπεζα, με δυνατότητα όμως καταβολής και στις Δ.Ο.Υ. Εξαιρετικά, στις περιπτώσεις διόρθωσης προφανών σφαλμάτων του Εκκαθαριστικού Σημειώματος, η καταβολή του ποσού που προβλέπεται για την αποδοχή του γίνεται αποκλειστικά στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. η οποία προέβη στη σχετική διόρθωση, δηλαδή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. κατά το χρόνο έκδοσης του Εκκαθαριστικού Σημειώματος. Στις περιπτώσεις αυτές, το σύνολο της προκύπτουσας οφειλής που αφορά τα οικονομικά έτη για τα οποία το Εκκαθαριστικό Σημείωμα γίνεται αποδεκτό βεβαιώνεται από τον προϊστάμενο της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. στο όνομα του υπόχρεου με τη σύνταξη σχετικών χρηματικών καταλόγων κατά τις κείμενες διατάξεις, τα υπόλοιπα δε προς καταβολή ποσά φόρου εισοδήματος και Φ.Π.Α. καταβάλλονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 (σχετ. η παρ.8 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ. 1137/2010).
4. Αν μετά την κατά τα ανωτέρω αποδοχή του Εκκαθαριστικού Σημειώματος περιέλθουν σε γνώση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. συμπληρωματικά στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Ε. και της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του Κώδικα Φ.Π.Α., εκδίδεται βάσει αυτών συμπληρωματικό Εκκαθαριστικό Σημείωμα κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, συμψηφιζομένου του ποσού που καταβλήθηκε με την αποδοχή του αρχικού Εκκαθαριστικού Σημειώματος.
Τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο ισχύουν και για κάθε είδους στοιχεία που υφίστανται ήδη στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. και λοιπές ελεγκτικές αρχές κατά την 13.10.2010 αλλά δεν ήταν διαθέσιμα στη Γ.Γ.Π.Σ. κατά την ίδια ημερομηνία και δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση των Εκκαθαριστικών Σημειωμάτων, καθώς επίσης και για τα αποτελέσματα της επεξεργασίας και των ελέγχων που αφορούν επίσημα ή ανεπίσημα βιβλία και στοιχεία που είχαν παραληφθεί ή κατασχεθεί, ανάλογα με την περίπτωση, κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία, αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί ο έλεγχός τους μέχρι την ημερομηνία αυτή.
Σημειώνεται ότι με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία θα εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 13 του ν.3888/2010, θα αντιμετωπισθούν τα διαδικαστικά ζητήματα που σχετίζονται με την έκδοση των κατά τα ανωτέρω συμπληρωματικών Εκκαθαριστικών Σημειωμάτων καθώς και οι συνέπειες και οι διαδικασίες επί μη αποδοχής τους από τον επιτηδευματία.
Άρθρο 10
Τρόπος καταβολής των φόρων
1. Τα υπόλοιπα ποσά φόρου εισοδήματος και Φ.Π.Α. που περιλαμβάνονται στο Εκκαθαριστικό Σημείωμα και αφορούν τις ρυθμιζόμενες ανέλεγκτες υποθέσεις του επιτηδευματία, καταβάλλονται ως ακολούθως:
α) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι μέχρι πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, σε έξι (6), κατ’ ανώτατο όριο, ίσες μηνιαίες δόσεις και χωρίς το ποσό της κάθε δόσης να υπολείπεται των πεντακοσίων (500) ευρώ, με εξαίρεση την τελευταία δόση.
β) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι πάνω από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ και μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις.
γ) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι πάνω από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ και μέχρι δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ, σε δώδεκα (12) ίσες μηνιαίες δόσεις.
δ) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ και μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, σε δεκαοκτώ (18) ίσες μηνιαίες δόσεις.
ε) Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής είναι πάνω από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, σε είκοσι τέσσερις (24) ίσες μηνιαίες δόσεις.
2. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον εντός του οποίου το Εκκαθαριστικό Σημείωμα έγινε αποδεκτό και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των αντίστοιχων επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται σχετική ειδοποίηση του υπόχρεου.
3. Σε περίπτωση που ολόκληρο το οφειλόμενο κατά την παράγραφο 1 ποσό καταβληθεί μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) επί του ποσού αυτού.
Σημειώνεται ότι η ίδια κατά τα ανωτέρω έκπτωση παρέχεται και επί καταβολής του ως άνω ποσού κατά το χρόνο καταβολής του απαιτούμενου για την αποδοχή του Εκκαθαριστικού Σημειώματος ποσού σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 9. Διευκρινίζεται επίσης ότι η κατά τα ανωτέρω έκπτωση παρέχεται εφόσον κατά τον πιο πάνω χρόνο καταβάλλεται το σύνολο της εναπομένουσας οφειλής, ακόμη και αν αυτή συνίσταται σε μία μόνο δόση, δηλαδή ακόμη και αν η εναπομένουσα οφειλή είναι μικρότερη των 500 ευρώ.
Άρθρο 11
Περαίωση εκκρεμών ελεγμένων υποθέσεων
1. Ελεγμένες υποθέσεις για τις οποίες οι σχετικές καταλογιστικές πράξεις εκκρεμούσαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατά την 30.9.2010 στην ελεγκτική αρχή που τις εξέδωσε και δεν είχε παρέλθει η προθεσμία άσκησης σχετικής προσφυγής ή υποθέσεις για τις οποίες έχει ασκηθεί εμπρόθεσμη προσφυγή η οποία δεν έχει συζητηθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, καθώς και εκείνες για τις οποίες τα φύλλα ελέγχου ή οι πράξεις προσδιορισμού του φόρου ή οι αποφάσεις επιβολής προστίμου ακυρώθηκαν με απόφαση του προαναφερόμενου δικαστηρίου για τυπικούς και μόνο λόγους και είτε δεν έχει ολοκληρωθεί η επανάληψη της διαδικασίας είτε έχει ολοκληρωθεί και οι σχετικές καταλογιστικές πράξεις εκκρεμούν εκ νέου στην ελεγκτική αρχή ή ενώπιον του Δοικητικού Πρωτοδικείου και δεν έχουν συζητηθεί σε αυτό, περαιώνονται με διαγραφή των πρόσθετων φόρων και τον περιορισμό στο 1/5 των κάθε είδους προστίμων, ανεξαρτήτως του φορολογικού αντικειμένου που αυτά αφορούν.
Διευκρινίζεται ότι οι ως άνω καταλογιστικές πράξεις που εκκρεμούσαν κατά την προαναφερόμενη ημερομηνία στην ελεγκτική αρχή που τις εξέδωσε, αν εν συνεχεία οριστικοποιήθηκαν κατά οποιοδήποτε τρόπο δεν μπορούν πλέον να υπαχθούν στις διατάξεις της παρούσας ρύθμισης καθώς έχουν ήδη οριστικοποιηθεί.
Ο επιτηδευματίας ο οποίος επιθυμεί να περαιώσει τις κατά τα προαναφερόμενα εκκρεμείς ελεγμένες υποθέσεις του, υποχρεούται να υποβάλλει αίτηση μέχρι την 15.11.2010 στην αρμόδια ελεγκτική αρχή που εξέδωσε την κάθε εκκρεμή καταλογιστική πράξη, με την οποία θα ζητά την επίλυση της διαφοράς στο πλαίσιο σχετικού διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού, ανάλογα με την περίπτωση, και την περαίωση των εκκρεμών υπόθεσεών του.
Αίτηση μπορεί να υποβληθεί για οποιαδήποτε υπαγόμενη στη ρύθμιση εκκρεμή καταλογιστική πράξη επιθυμεί ο επιτηδευματίας, ανεξαρτήτως φορολογικού αντικειμένου και διαχειριστικής περιόδου που αυτή αφορά. Στην αίτηση αναφέρεται η συγκεκριμένη καταλογιστική πράξη για την οποία ζητείται η περαίωση, προκειμένου δε για πράξεις περισσότερες της μίας που εκδόθηκαν από την ίδια ελεγκτική αρχή αναγράφονται στην ίδια αίτηση όλες οι πράξεις για τις οποίες ενδιαφέρεται ο επιτηδευματίας.
Εφόσον πρόκειται για υπαγόμενες υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, μαζί με την αίτηση προσκομίζεται και βεβαίωση του αρμόδιου δικαστηρίου από την οποία προκύπτει ότι η υπόθεση δεν έχει ακόμη συζητηθεί, καθώς και η ορισθείσα ημερομηνία συζήτησης εφόσον αυτή έχει ορισθεί. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η προσκόμιση της ως άνω βεβαίωσης μαζί με την αίτηση, υποβάλλεται κατά την επίλυση της διαφοράς, εφόσον η βεβαίωση τελικώς δεν προσκομίζεται, υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 με την οποία δηλώνεται ότι η υπόθεση δεν έχει ακόμη συζητηθεί και ότι η βεβαίωση θα προσκομισθεί άμεσα με την έκδοσή της (σχετ. η παρ. 1 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ. 1138/2010).
Η επίλυση της διαφοράς για τις εκκρεμείς καταλογιστικές πράξεις για τις οποίες ενδιαφέρεται ο επιτηδευματίας πραγματοποιείται με την υπογραφή των οικείων πράξεων διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού, ανάλογα με την περίπτωση, ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω ή το αργότερο εντός των δέκα (10) επόμενων ημερών από την υποβολή της (σχετ. η παρ.2 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ. 1138/2010). Σημειώνεται ότι δεν ισχύουν εν προκειμένω οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 70 του Κ.Φ.Ε. (περί επίλυσης της διαφοράς από Επιτροπή επί Βιβλίων Γ’ κατηγορίας).
Ειδικά για τις τυχόν υποθέσεις για τις οποίες τα φύλλα ελέγχου ή οι πράξεις προσδιορισμού του φόρου ή οι αποφάσεις επιβολής προστίμου ακυρώθηκαν για τυπικούς λόγους αλλά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η επανάληψη της διαδικασίας, αυτή θα πρέπει να ολοκληρωθεί άμεσα ώστε να εκδοθούν και κοινοποιηθούν το ταχύτερο οι νέες καταλογιστικές πράξεις, εφόσον τελικά συντρέχει περίπτωση, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στον επιτηδευματία να ασκήσει εμπρόθεσμα το δικαίωμα της υπαγωγής στη ρύθμιση και επίλυσης των σχετικών διαφορών, υποβάλλοντας σχετική αίτηση μέχρι 15/11/2010.
2. Ελεγμένες υποθέσεις για τις οποίες έγινε δεκτή εν όλω η εν μέρει η προσφυγή για ουσιαστικούς λόγους και οι οποίες εκκρεμούσαν κατά την 30.9.2010 ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατόπιν εμπρόθεσμης έφεσης και δεν έχουν συζητηθεί σε αυτό ή κατά την ίδια ημερομηνία δεν είχε δημοσιευθεί η πρωτόδικη απόφαση ή είχε δημοσιευθεί και δεν είχε παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση έφεσης για κάποιον από τους διαδίκους, περαιώνονται με διαγραφή των πρόσθετων φόρων και μείωση του κύριου φόρου στο είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και προκειμένου περί προστίμου, με περιορισμό αυτού στο 1/10. Σε περίπτωση που η προσφυγή έγινε εν μέρει δεκτή, η διαγραφή και η μείωση κατά τα ανωτέρω διενεργείται στο μέρος του κύριου φόρου, των πρόσθετων φόρων και του προστίμου για το οποίο έγινε δεκτή η προσφυγή, ενώ για το μέρος του κύριου φόρου, των πρόσθετων φόρων και του προστίμου για το οποίο αυτή δεν έγινε δεκτή εφαρμόζονται τα οριζόμενα στην επόμενη παράγραφο 3.
Για υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και δεν έχουν συζητηθεί σε αυτό, ισχύουν επίσης επακριβώς όλα όσα αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο 1 σε σχέση με την υποβολή αίτησης από τον επιτηδευματία για την περαίωση των υποθέσεών του και όλη τη σχετική διαδικασία (υποβολή αίτησης μέχρι 15.11.2010 με συνημμένη βεβαίωση του αρμόδιου δικαστηρίου ή υποβολή υπεύθυνης δήλωσης κ.λπ και διενέργεια περαίωσης με την υποβολή της αίτησης ή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την υποβολή της).
Για υποθέσεις όμως οι οποίες είχαν συζητηθεί κατά την 30.9.2010 στο Διοικητικό Πρωτοδικείο και δεν είχε δημοσιευθεί η οικεία απόφαση κατά την ημερομηνία αυτή, η περαίωσή τους σύμφωνα με τα ανωτέρω συντελείται εντός καταληκτικής προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του εν λόγω δικαστηρίου, ύστερα από την άσκηση σχετικής εμπρόθεσμης έφεσης. Για την περαίωση στις περιπτώσεις αυτές υποβάλλεται από τον επιτηδευματία εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας σχετική αίτηση και αντίγραφο της πράξης κατάθεσης της έφεσης, εφόσον αυτή έχει ασκηθεί από τον ίδιο, αντί βεβαίωσης του αρμόδιου Εφετείου. Ευνόητο είναι ότι εφόσον η έφεση ασκείται από το Δημόσιο δεν απαιτείται αντίγραφο της πράξης κατάθεσής της , αλλά άμεσα με την κατάθεση αυτής ειδοποιείται τηλεφωνικά και εγγράφως ο επιτηδευματίας ώστε να προσέλθει εμπροθέσμως και να περαιώσει την υπόθεσή του εφόσον το επιθυμεί (σχετ. η παρ.3 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1138/2010).
Προκειμένου εξάλλου για υποθέσεις για τις οποίες είχε δημοσιευθεί κατά την 30.9.2010 η απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου αλλά δεν είχε παρέλθει η προθεσμία άσκησης έφεσης για κάποιον από τους διαδίκους, η περαίωσή τους κατά τα ανωτέρω συντελείται εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την εμπρόθεσμη άσκηση της σχετικής έφεσης και κατόπιν της υποβολής μέσα στην ίδια προθεσμία σχετικής αίτησης από τον ενδιαφερόμενο επιτηδευματία μαζί με την οποία αντί βεβαίωσης του αρμόδιου Εφετείου προσκομίζεται και εν προκειμένω αντίγραφο της πράξης κατάθεσης της έφεσης εφόσον αυτή έχει ασκηθεί από αυτόν.
Ομοίως και στις περιπτώσεις αυτές εφόσον η έφεση έχει ασκηθεί από το Δημόσιο δεν απαιτείται αντίγραφο της πράξης κατάθεσής της, αλλά άμεσα με την κατάθεση αυτής ειδοποιείται τηλεφωνικά και εγγράφως ο επιτηδευματίας ώστε να προσέλθει εμπροθέσμως και να περαιώσει την υπόθεσή του εφόσον το επιθυμεί (σχετ. η παρ.4 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1138/2010).
Σημειώνεται ότι για τις υποθέσεις της παρούσας παραγράφου για τις οποίες δεν έχει εκτελεστεί η πρωτόδικη απόφαση, σε κάθε περίπτωση εκτελείται η απόφαση αυτή και εν συνεχεία γίνεται η περαίωση της υπόθεσης κατά τα ανωτέρω, εφόσον ο επιτηδευματίας το επιθυμεί.
3. Ελεγμένες υποθέσεις για τις οποίες απορρίπτεται εν όλω ή εν μέρει η προσφυγή και οι οποίες εκκρεμούσαν κατά την 30.9.2010 ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατόπιν εμπρόθεσμης έφεσης και δεν έχουν συζητηθεί σε αυτό ή κατά την ίδια ημερομηνία δεν είχε δημοσιευθεί η πρωτόδικη απόφαση ή είχε δημοσιευθεί και δεν είχε παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση έφεσης για κάποιον από τους διαδίκους, περαιώνονται με μείωση των πρόσθετων φόρων στο είκοσι τοις εκατό (20%) και των κάθε είδους προστίμων στο 1/4. Σε περίπτωση που η προσφυγή απορρίφθηκε εν μέρει η μείωση κατά τα ανωτέρω διενεργείται στο μέρος των πρόσθετων φόρων και του προστίμου για το οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή, όπως οι πρόσθετοι φόροι προκύπτουν από τη διενεργηθείσα νέα εκκαθάριση με βάση την πρωτόδικη απόφαση, ενώ για το μέρος του κύριου φόρου, των πρόσθετων φόρων και του προστίμου για το οποίο αυτή έγινε δεκτή, εφαρμόζονται τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο 2 (σχετ. και η παρ.3 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ1143/20.10.2010).
Κατά τα λοιπά και για τις υποθέσεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν αναλόγως όσα αναφέρονται για τις υποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου 2. 4. Τα αναφερόμενα στις ως άνω παραγράφους 1, 2 και 3 ισχύουν ανάλογα και για τις υποθέσεις οι οποίες έχουν ήδη ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο ή έχουν υπαχθεί στις διατάξεις παρελθούσας ρύθμισης, όπως π.χ. αυτής του ν. 3697/2008 , του ν. 3259/2004 κ.λπ. , για τις οποίες κατά την 30.9.2010 έχουν εκδοθεί συμπληρωματικά φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων ή Φ.Π.Α. ή λοιπές εν γένει τέτοιες πράξεις που είτε δεν έχουν οριστικοποιηθεί είτε εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
5. Yποθέσεις οι οποίες έχουν ήδη ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο ή έχουν υπαχθεί στις διατάξεις παρελθούσας ρύθμισης (π.χ.ν.3697/08, 3259/04 κλπ) και για τις οποίες μέχρι την 31.8.2010 έχουν εκδοθεί αποφάσεις επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ.,οι οποίες είτε δεν έχουν οριστικοποιηθεί κατά την 30.9.2010 είτε εκκρεμούν στα διοικητικά γενικώς δικαστήρια (συμπεριλαμβανομένου και του ΣτΕ) και αφορούν συμπληρωματικά στοιχεία με βάση τα οποία δεν έχει διενεργηθεί ακόμη έλεγχος στις λοιπές φορολογίες (εισοδήματος, Φ.Π.Α κλπ.), περαιώνονται με τον περιορισμό στο εξήντα τοις εκατό (60%) του επιβληθέντος προστίμου Κ.Β.Σ., εξαντλούμενης κάθε περαιτέρω φορολογικής υποχρέωσης για τις υποθέσεις αυτές ως προς τα συμπληρωματικά αυτά στοιχεία. Όσον αφορά το χρόνο και τη διαδικασία περαίωσης των πιο πάνω υποθέσεων, ισχύουν και εν προκειμένω τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, ανάλογα με την περίπτωση. Κατά τη διοικητική επίλυση της διαφοράς ή το δικαστικό συμβιβασμό, επί του σώματος της εκκρεμούς απόφασης επιβολής προστίμου γίνεται μνεία ότι αυτή περαιώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11, παρ.5, του ν. 3888/2010 και ως εκ τούτου δεν θα εκδοθούν συμπληρωματικές καταλογιστικές πράξεις στις λοιπές φορολογίες και η υπόθεση τίθεται στο αρχείο ως περαιωθείσα ως προς αυτά τα συμπληρωματικά στοιχεία και μόνο.
Διευκρινίζεται επίσης ότι αποφάσεις επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ οι οποίες ήταν εκκρεμείς κατά την 30.9.2010 και εν συνεχεία οριστικοποιήθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο δεν υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, καθώς αυτές έχουν ήδη οριστικοποιηθεί.
6. Επί ανέλεγκτων υποθέσεων, προσωρινά φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος, προσωρινές πράξεις Φ.Π.Α., λοιπές προσωρινές πράξεις επιβολής του φόρου, τέλους ή εισφοράς που αφορούν τα λοιπά φορολογικά αντικείμενα (π.χ Φ.Μ.Υ.), καθώς και πράξεις επιβολής προστίμων Κ.Β.Σ. κ.λπ κατά τις διατάξεις των άρθρων 6, παρ. 13 και 7, παρ. 3, καθώς και του άρθρου 8, περαιώνονται κατά ανάλογη εφαρμογή όσων αναφέρονται στις πιο πάνω παραγράφους 1 , 2 και 3 του παρόντος άρθρου. Ειδικά για τις υποθέσεις αυτές προσκομίζεται επί πλέον από τον επιτηδευματία κατά την επίλυση της διαφοράς αντίγραφο του Εκκαθαριστικού Σημειώματος της παραγράφου 1 του άρθρου 9 καθώς και του αποδεικτικού καταβολής του οριζόμενου στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ποσού για την αποδοχή του εν λόγω Εκκαθαριστικού Σημειώματος(σχετ. η παρ. 5 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ 1138/2010).
Ειδικά επί των εν λόγω υποθέσεων για τις οποίες το οικείο Εκκαθαριστικό Σημείωμα διορθώθηκε και επανεκδόθηκε τροποποιημένο από την κατά περίπτωση αρμόδια Δ.Ο.Υ. λόγω προφανών σφαλμάτων, η αίτηση για την υπαγωγή των υποθέσεων αυτών στις διατάξεις της παρούσας ρύθμισης υποβάλλεται μέχρι την 10.12.2010. Στις περιπτώσεις αυτές προσκομίζονται από τον επιτηδευματία κατά την επίλυση της διαφοράς αντίγραφα του επανεκδοθέντος Εκκαθαριστικού Σημειώματος καθώς και του αποδεικτικού καταβολής του οικείου ποσού για την αποδοχή του (σχετ. η παρ.6 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1138/2010).
Προκειμένου για υποθέσεις των πιο πάνω περιπτώσεων για τις οποίες δεν είχε δημοσιευθεί η πρωτόδικη απόφαση κατά την 30.9.2010 ή είχε δημοσιευθεί και δεν είχε παρέλθει η προθεσμία άσκησης έφεσης για κάποιον από τους διαδίκους, εφαρμόζονται ανάλογα όσα κατά περίπτωση αναφέρονται στην πιο πάνω παράγραφο 2.
7. Επί υποθέσεων των προηγούμενων παραγράφων που εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον επιτευχθεί δικαστικός συμβιβασμός κατά τα ανωτέρω, με έγγραφο της ελεγκτικής αρχής που εξέδωσε τις σχετικές καταλογιστικές πράξεις προς το αρμόδιο δικαστήριο, γνωστοποιείται η περαίωση των πράξεων αυτών και ζητείται η κατάργηση της δίκης.
8. Τα ποσά που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου βεβαιώνονται από τον προϊστάμενο της ελεγκτικής αρχής που εξέδωσε την οικεία καταλογιστική πράξη στο όνομα του υπόχρεου, με τη σύνταξη σχετικών χρηματικών καταλόγων. Ως προς τη σύνταξη των καταλόγων και τα λοιπά εν γένει θέματα έχουν εφαρμογή οι κείμενες διατάξεις.
9. Με την επίλυση των διαφορών που προκύπτουν ανά εκκρεμή καταλογιστική πράξη στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος άρθρου ή το αργότερο εντός δύο (2)εργάσιμων για τις Δ.Ο.Υ. ημερών από την ημερομηνία επίλυσης, καταβάλλεται το είκοσι τοις εκατό (20%) της βάσει συμβιβασμού οφειλής το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από πεντακόσια (500) ευρώ εκτός αν το σύνολο της βάσει συμβιβασμού οφειλής είναι μικρότερο, και το υπόλοιπο οφειλόμενο βάσει συμβιβασμού ποσό από την ίδια καταλογιστική πράξη καταβάλλεται σε δόσεις σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα στο άρθρο 10. Οι διατάξεις του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 2523/1997, ισχύουν ανάλογα και εν προκειμένω( ανατροπή του συμβιβασμού επί μη καταβολής, ειδικό καθεστώς επιχειρήσεων υπό εκκαθάριση).
Επί εκκρεμών καταλογιστικών πράξεων που περαιώνονται κατά τα ανωτέρω, για τις οποίες υπάρχει ήδη βεβαίωση ποσού για οποιοδήποτε λόγο (π.χ. λόγω προβεβαίωσης ή λόγω εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης), ακολουθείται η ακόλουθη διαδικασία:
α. Σε περίπτωση που η βάσει συμβιβασμού οφειλή είναι μικρότερη από το ήδη βεβαιωθέν ποσό, εφόσον το βεβαιωθέν αυτό ποσό έχει ήδη καταβληθεί κατά το χρόνο του συμβιβασμού τότε το επιπλέον ποσό πέραν αυτού που προέκυψε βάσει συμβιβασμού δεν διαγράφεται ούτε επιστρέφεται, ενώ εάν δεν έχει καταβληθεί μερικώς ή ολικώς κατά το χρόνο αυτό, τότε διαγράφεται το επιπλέον ποσό που έχει βεβαιωθεί κατά το μέρος που δεν έχει καταβληθεί, το μη καταβληθέν δε ποσό που συνεχίζει να είναι οφειλόμενο μετά και την καταβολή του απαιτούμενου ποσού (20% της βάσει συμβιβασμού οφειλής κ.λπ.) για την επίτευξη του συμβιβασμού, ακολουθεί το καθεστώς δόσεων σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα στο άρθρο 10, της πρώτης δόσης καταβαλλόμενης μέχρι την τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα από το μήνα πραγματοποίησης του συμβιβασμού και των υπόλοιπων μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των αντίστοιχων επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται σχετική ειδοποίηση του υπόχρεου (σχετ. οι παρ. 1, 2 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1143/2010).
Η μετατροπή του ήδη βεβαιωθέντος ποσού που δεν καταβλήθηκε και συνεχίζει να είναι οφειλόμενο, στο καθεστώς των δόσεων του άρθρου 10, γίνεται από τη Γ.Γ.Π.Σ. (Δ/30 - TAXIS) μετά από σχετικό σημείωμα που αποστέλλεται σε αυτήν από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. αμέσως μετά την επίλυση της διαφοράς, δηλαδή αμέσως μετά την καταβολή του ως άνω απαιτούμενου ποσού για την επίτευξη του συμβιβασμού.
β. Σε περίπτωση που η βάσει συμβιβασμού οφειλή είναι μεγαλύτερη από το ήδη βεβαιωθέν ποσό, τότε το επιπλέον βάσει συμβιβασμού ποσό βεβαιώνεται και καταβάλλεται άμεσα το ως άνω απαιτούμενο ποσό για την επίτευξη του συμβιβασμού, το δε τυχόν υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε δόσεις σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα στο άρθρο 10, σε ότι δε αφορά το ποσό που έχει ήδη βεβαιωθεί, εφόσον ή κατά το μέρος που δεν έχει εξοφληθεί κατά το χρόνο συμβιβασμού, ακολουθεί και αυτό αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το πιο πάνω υπόλοιπο ποσό το καθεστώς δόσεων σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα στο άρθρο 10, εφαρμοζόμενων ανάλογα όσων σχετικώς αναφέρονται στην προηγούμενη περίπτωση α΄ (σχετ. η παρ.1 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1143/2010). Στην περίπτωση αυτή η προβλεπόμενη σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 10 έκπτωση 10% παρέχεται υπό την προϋπόθεση καταβολής ολόκληρης της εναπομένουσας βάσει συμβιβασμού οφειλής, δηλαδή υπό την προϋπόθεση της εξόφλησης όλων των πιο πάνω ποσών( σχετ. οι παρ. 1 και 2 της Α.Υ.Ο ΠΟΛ 1143/2010).
Σημειώνεται ότι και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις α’ και β’, επί μη εφάπαξ καταβολής πρέπει να αναγράφονται στην οικεία πράξη (πρακτικό) συμβιβασμού τα τελικώς εναπομένοντα οφειλόμενα ποσά και οι δόσεις εξόφλησής τους, αντίγραφο δε της πράξης αυτής να παραδίδεται στον υπόχρεο.
10. Σημειώνεται ότι και οι ρυθμίσεις του άρθρου 11, στο σύνολό τους, ισχύουν για εκκρεμείς υποθέσεις που αφορούν διαχειριστικές περιόδους που έκλεισαν μέχρι και την 31.12.2009, καθώς και ότι ισχύουν και εν προκειμένω οι διατάξεις περί εξαιρέσεων του άρθρου 4, βάσει των οποίων εξαιρούνται από τις εν λόγω ρυθμίσεις οι εκκρεμείς υποθέσεις των περιπτώσεων β΄, ε΄, ζ΄ (με εξαίρεση τις μη ανατεθείσες προς έλεγχο χρήσεις στα Ειδικά Συνεργεία) και θ΄ της παραγράφου 1 του ανωτέρω άρθρου 4.
Άρθρο 12
Ρυθμίσεις για υποθέσεις που έχουν υπαχθεί στον αυτοέλεγχο και την άρση της υποχρέωσης διαφύλαξης βιβλίων και στοιχείων
1. Υποθέσεις που αφορούν δηλώσεις των οικονομικών ετών 2007 και 2008 οι οποίες υπήχθησαν στις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν. 3296/2004 περί αυτοελέγχου και περιλαμβάνονται στις επιλεχθείσες προς έλεγχο δηλώσεις σύμφωνα με τις 1105941/1845/ΔΕ-Α/ΠΟΛ 1130/2007 και 1028045/1232/ΔΕ-Α/ΠΟΛ 1035/2009 Α.Υ.Ο.Ο. και για τις οποίες κατά την 30.9.2010 δεν είχε αρχίσει ο έλεγχος ή είχε αρχίσει και δεν είχε περατωθεί, υπάγονται στη ρύθμιση του ν. 3888/2010 περί ανέλεγκτων υποθέσεων και περαιώνονται οριστικά, εφόσον βέβαια δεν συντρέχουν λόγοι εξαίρεσης κατά το άρθρο 4, εφαρμοζόμενων στο σύνολό τους όλων όσων ορίζονται στις επιμέρους σχετικές διατάξεις του νόμου αυτού, εφόσον βεβαίως το επιθυμούν οι φορολογούμενοι. Σε διαφορετική περίπτωση εξακολουθούν να ισχύουν οι ανωτέρω Α.Υ.Ο.Ο. περί ελέγχου των δηλώσεων αυτών.
Στην περίπτωση που οι προαναφερόμενες υποθέσεις υπαχθούν στη ρύθμιση του ν. 3888/2010, ο τυχόν επιπλέον βεβαιωθείς φόρος που αναλογεί λόγω εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 13 έως 17 του ν. 3296/2004 δεν εκπίπτεται από το φόρο που προκύπτει βάσει της ως άνω ρύθμισης, ούτε συμψηφίζεται ούτε επιστρέφεται, καθόσον σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του ν. 3888/2010, ο επιτηδευματίας αποδέχεται την καταβολή της συνολικής οφειλής που προκύπτει από το Εκκαθαριστικό Σημείωμα του άρθρου 9 αυτού του νόμου, χωρίς να συμψηφίζεται ή να εκπίπτεται ο φόρος που βεβαιώθηκε με βάση τις οικείες δηλώσεις που υποβλήθηκαν.
Επίσης, υποθέσεις της παρούσας παραγράφου οι οποίες έχουν ελεγχθεί βάσει των ανωτέρω Α.Υ.Ο.Ο. και έχουν εκδοθεί σχετικές καταλογιστικές πράξεις οι οποίες κατά την 30.9.2010 εκκρεμούσαν στις Δ.Ο.Υ. ή άλλες ελεγκτικές αρχές και δεν έχουν οριστικοποιηθεί ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και δεν έχουν συζητηθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μπορούν, εφόσον δεν εξαιρούνται κατά το άρθρο 4, να υπαχθούν στις διατάξεις της ρύθμισης περί ελεγμένων υποθέσεων σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο 11.
2. Υποθέσεις που αφορούν δηλώσεις οι οποίες υπήχθησαν στις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν. 3296/2004 περί αυτοελέγχου, διαχειριστικών περιόδων που έκλεισαν από 1.1.2008 έως και 31.12.2009, υπάγονται στις διατάξεις της ρύθμισης του ν. 3888/2010 περί ανέλεγκτων υποθέσεων, εφόσον βέβαια δεν συντρέχουν λόγοι εξαίρεσης κατά το άρθρο 4, υπολογιζόμενου στο οικείο Εκκαθαριστικό Σημείωμα ποσού φόρου εισοδήματος ίσου με το 1/2 του ελάχιστου ποσού της παραγράφου 11 του άρθρου 6.
Υποθέσεις δηλώσεων της παρούσας παραγράφου για τις οποίες υπάρχουν αποφάσεις επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. ή δελτία πληροφοριών ή λοιπά επιβαρυντικά στοιχεία ή έγγραφα από τα οποία προκύπτει αναμφισβήτητα απόκρυψη φορολογητέας ύλης κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 2 ή παραβάσεις ή επιβαρυντικά στοιχεία που επαυξάνουν το φόρο κατά την έννοια της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, υπάγονται στη ρύθμιση περί ανέλεγκτων υποθέσεων του παρόντος νόμου και το ποσό της προκύπτουσας συνολικής οφειλής ειδικά στις περιπτώσεις αυτές υπολογίζεται κατ’ εφαρμογή στο σύνολό τους των σχετικών με τη ρύθμιση αυτή διατάξεων και όχι με τον υπολογισμό ποσού φόρου εισοδήματος ίσου με το ½ του ελάχιστου ποσού της παραγράφου 11 του άρθρου 6. Τα ίδια ισχύουν και σε τυχόν περιπτώσεις που παρά τη φερόμενη υπαγωγή στις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν.3269/2004 δεν είχε υποβληθεί εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α.
Επίσης και επί υποθέσεων της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 2, περ.β’, δ’ του άρθρου 7, δηλαδή, για τον προσδιορισμό του προκύπτοντος ποσού προστίθεται στο ½ του ελάχιστου ποσού της παραγράφου 11 του άρθρου 6 το 15% της καθαρής αξίας του πλαστού φορολογικού στοιχείου ή το πιστωτικό υπόλοιπο της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α. της τελευταίας περαιούμενης αυτοελεγχθείσας χρήσης, κατά περίπτωση.
Οι δηλώσεις της παρούσας παραγράφου εφόσον περαιωθούν σύμφωνα με τα προαναφερόμενα εξαιρούνται της επιλογής προς έλεγχο βάσει δείγματος με Υπουργική Απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 17 του ν. 3296/2004 , όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε πριν αναριθμηθεί και αντικατασταθεί με τις διατάξεις του άρθρου 79 του ν. 3842/2010. Σημειώνεται ότι επί επιτηδευματιών οι οποίοι άσκησαν παράλληλα δραστηριότητες υπαγόμενες αλλά και μη υπαγόμενες στις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν.3296/2004 και υπήχθησαν στις διατάξεις αυτές, οι δηλώσεις που αφορούν χρήσεις κατά τις οποίες ασκήθηκαν και δραστηριότητες μη υπαγόμενες στις εν λόγω διατάξεις παραμένουν ανέλεγκτες ως προς τις δραστηριότητες αυτές και υπάγονται στη ρύθμιση περί ανέλεγκτων υποθέσεων του παρόντος νόμου, εφόσον δεν συντρέχει λόγος εξαίρεσης, εφαρμοζόμενων στο σύνολό τους των σχετικών με τη ρύθμιση αυτή διατάξεων ως προς τις συγκεκριμένες δραστηριότητες, με βάση τα ακαθάριστα έσοδα των δραστηριοτήτων αυτών. Στο πλαίσιο των προβλεπόμενων υπολογισμών της εν λόγω ρύθμισης, προκειμένου για δηλώσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και σε ότι αφορά ειδικά την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 11 του άρθρου 6, υπολογίζεται στο ακέραιο το οικείο ελάχιστο ποσό, χωρίς να προστίθεται επιπλέον και το ½ αυτού.
Ειδικά αν πρόκειται για δηλώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, καθώς επίσης και για δηλώσεις της παραγράφου 2 που αφορούν χρήσεις για τις οποίες υπάρχουν αποφάσεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. ή επιβαρυντικά εν γένει στοιχεία του άρθρου 2 ή για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., οι υπολογισμοί γίνονται με βάση το σύνολο των ακαθάριστων εσόδων του επιτηδευματία από όλες τις δραστηριότητες.
3. Εφόσον υφίστανται υποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων καθώς και λοιπές ανέλεγκτες υποθέσεις του ίδιου επιτηδευματία που υπάγονται στην περαίωση, οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 5 περί υποχρεωτικής περαίωσης της πρώτης κατά σειρά ανέλεγκτης χρήσης κ.λπ. εφαρμόζονται για το σύνολο των πιο πάνω υποθέσεων.
4. Αν περαιωθούν όλες ανεξαιρέτως οι υπαγόμενες ανέλεγκτες χρήσεις και οι χρήσεις που αφορούν υποθέσεις των πιο πάνω παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου καθώς και όλα τα εκκρεμή προσωρινά φύλλα ελέγχου ή οι πράξεις ή οι αποφάσεις επιβολής προστίμου κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 6, παρ.13 και 7, παρ.3 καθώς και στο άρθρο 8 και εξοφληθεί η συνολική οφειλή που προκύπτει βάσει του Εκκαθαριστικού Σημειώματος και των οικείων πρακτικών συμβιβασμού, αντίστοιχα, αίρεται η υποχρέωση διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων κατά το άρθρο 21 του Κ.Β.Σ. για τα βιβλία και τα στοιχεία που αφορούν περαιωθείσες χρήσεις μέχρι και τη χρήση που έληξε την 31.12.2005, από την ημερομηνία εξόφλησης του συνόλου των σχετικών ποσών.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν και για υποθέσεις που έχουν ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο (π.χ. έλεγχος με αποφάσεις ΠΟΛ.1144/1998, ΠΟΛ.1037/2005, έλεγχος με γενικές διατάξεις) ή έχουν περαιωθεί με οποιαδήποτε ρύθμιση (π.χ. ν.3259/2004, ν.3697/2008 κλπ.), εφόσον έχει εξοφληθεί ή μόλις εξοφληθεί το σύνολο της οφειλής. Συνεπώς και για τις υποθέσεις αυτές, εφόσον έχει εξοφληθεί ή εξοφλείται το σύνολο της βάσει ελέγχου ή βάσει περαίωσης οφειλής, αίρεται η υποχρέωση διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων για τις ελεγχθείσες ή περαιωθείσες χρήσεις μέχρι και τη χρήση που έληξε την 31.12.2005.
Γίνεται δεκτό ότι εάν στις χρήσεις μέχρι και 2005 περιλαμβάνονται και μία ή περισσότερες χρήσεις οι οποίες έχουν υπαχθεί στις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν.3296/2004 περί αυτοελέγχου, τότε για τις αυτοελεγχθείσες αυτές χρήσεις αίρεται επίσης η υποχρέωση διαφύλαξης των βιβλίων και των στοιχείων του Κ.Β.Σ., εφόσον η επιχείρηση περαιώσει όλες τις υπαγόμενες στην περαίωση του παρόντος νόμου επόμενες χρήσεις καθώς και τις τυχόν εκκρεμείς σχετικές καταλογιστικές πράξεις κατά τα ανωτέρω και εξοφλήσει το σύνολο των οφειλών και συγχρόνως δεν έχει οφειλές ή εξοφλήσει τυχόν υφιστάμενες οφειλές από τον τυχόν τακτικό έλεγχο ή την περαίωση παλαιότερων χρήσεων.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν ισχύουν για υποθέσεις για τις οποίες έχει υποβληθεί και εκκρεμεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου δήλωση φόρου κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και έχουν δηλωθεί περιουσιακά στοιχεία του άρθρου 12 του ν. 2961/2001, καθώς και για υποθέσεις για τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε.
Παράδειγμα:
Έστω ότι ατομική επιχείρηση έχει ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο έως και τη χρήση 2004 και δεν έχει εξοφλήσει όλες τις οφειλόμενες δόσεις των βεβαιωθέντων βάσει του ελέγχου αυτού ποσών, για τη χρήση 2005 οι δηλώσεις της φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. έχουν υπαχθεί στις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν. 3296/2004 περί αυτοελέγχου, για τη χρήση 2006 οι ίδιες δηλώσεις έχουν επίσης υπαχθεί στις ίδιες διατάξεις και περιλαμβάνονται στις βάσει δείγματος επιλεχθείσες προς έλεγχο δηλώσεις βάσει της με αριθ. 1105941/1845/ΔΕ-Α΄/ΠΟΛ 1130/2007 Α.Υ.Ο.Ο. και για τις χρήσεις 2007, 2008 και 2009 έχει διενεργηθεί προσωρινός έλεγχος στο Φ.Π.Α. και για τις εκδοθείσες βάσει του ελέγχου αυτού πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α. έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμες προσφυγές οι οποίες κατά την 30.9.2010 δεν έχουν συζητηθεί ακόμη ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου.
Περαιτέρω, έστω ότι η επιχείρηση αποδέχεται το Εκκαθαριστικό Σημείωμα της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 3888/2010 για τις χρήσεις 2006 έως και 2009 (η χρήση 2005 δεν εμπίπτει στη ρύθμιση) και για τις προαναφερόμενες πράξεις Φ.Π.Α. διενεργείται επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου. Στην περίπτωση αυτή, αίρεται η υποχρέωση διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων, κατά το άρθρο 21 του Κ.Β.Σ., της προαναφερόμενης επιχείρησης όσον αφορά τις χρήσεις μέχρι και τη χρήση 2005, εφόσον εξοφλήσει τις οφειλόμενες δόσεις που προέκυψαν από τον τακτικό έλεγχο καθώς και το σύνολο των οφειλών της που προέκυψαν από την αποδοχή του προαναφερόμενου Εκκαθαριστικού Σημειώματος και την επίλυση των διαφορών που καταλογίστηκαν με τις προαναφερόμενες πράξεις Φ.Π.Α. Αντίθετα, εάν π.χ. η ως άνω επιχείρηση αποδεχθεί το προαναφερόμενο Εκκαθαριστικό Σημείωμα μόνο για τις χρήσεις 2006 έως 2008 και δεν εξοφλήσει ούτε τις οφειλόμενες δόσεις που προέκυψαν από τον τακτικό έλεγχο ή αποδεχθεί μεν το Εκκαθαριστικό Σημείωμα για όλες τις χρήσεις 2006 έως 2009 και επιλύσει και τις διαφορές των προσωρινών πράξεων Φ.Π.Α. εξοφλώντας το σύνολο της οφειλής αλλά δεν εξοφλήσει τις οφειλόμενες δόσεις που προέκυψαν από τον τακτικό έλεγχο, τότε δεν αίρεται η υποχρέωση διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων της μέχρι και τη χρήση 2005. Επίσης, αν η ίδια επιχείρηση δεν αποδεχθεί το προαναφερόμενο Εκκαθαριστικό Σημείωμα για όλες ή μερικές από τις χρήσεις 2006 έως 2009 αλλά εξοφλήσει τις οφειλόμενες δόσεις που προέκυψαν από τον τακτικό έλεγχο, τότε αίρεται η υποχρέωση διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων της μόνο για τις ελεγχθείσες χρήσεις μέχρι και 2004.
5. Επιτηδευματίας, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει λάβει μη νόμιμα φορολογικά στοιχεία ή έχει εκδώσει τέτοια στοιχεία, κατά το άρθρο 19 του ν. 2523/1997, με εξαίρεση τους εκδότες πλαστών φορολογικών στοιχείων, και δεν έχει εκδοθεί απόφαση επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. για τα στοιχεία αυτά έως την 30.9.2010, ούτε έχει γίνει μέχρι την ίδια ημερομηνία έναρξη τακτικού ελέγχου από οποιαδήποτε ελεγκτική αρχή (Δ.Ο.Υ. ή Ελεγκτικό Κέντρο) ή ελέγχου εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Ε. και της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του ν. 2859/2000(Φ.Π.Α.), μπορεί να υποβάλλει στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματός του Δ.Ο.Υ. μέχρι την 26.11.2010 (σχετ. η παρ.7 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1138/2010), ειδικό σημείωμα δήλωσης των τιμολογίων ή εν γένει των φορολογικών αυτών στοιχείων και να δηλώσει τον αριθμό, την ημερομηνία έκδοσης και την καθαρή αξία (προ Φ.Π.Α.) καθενός από αυτά, καθώς και τη συνολική καθαρή αξία. Ως έναρξη ελέγχου για την εφαρμογή των παραπάνω νοείται η θεώρηση των βιβλίων και στοιχείων. Επί της συνολικής αξίας, προ Φ.Π.Α., υπολογίζεται φόρος εισοδήματος ίσος με το πενήντα πέντε τοις εκατό(55%) αν πρόκειται για Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. και σαράντα τοις εκατό (40%) σε κάθε άλλη περίπτωση. Με την υποβολή του ειδικού σημειώματος καταβάλλεται το είκοσι τοις εκατό (20%) του προκύπτοντος φόρου και το υπόλοιπο ποσό βεβαιώνεται σε 12 ίσες μηνιαίες δόσεις η καθεμία εκ των οποίων δεν μπορεί να είναι κατώτερη των πεντακοσίων (500) ευρώ, εκτός της τελευταίας. Εφόσον εξοφληθεί ο φόρος εισοδήματος της παραγράφου αυτής εξαντλείται κάθε εν γένει περαιτέρω φορολογική υποχρέωση, αποκλειστικά και μόνο για τα δηλωθέντα μη νόμιμα φορολογικά στοιχεία και εφαρμόζεται για τα στοιχεία αυτά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 2523/1997 περί άρσης του αξιόποινου.
Σημειώνεται ότι και η παραπάνω ρύθμιση ισχύει για διαχειριστικές περιόδους που έκλεισαν μέχρι και την 31.12.2009, καθώς και ότι ισχύουν και εν προκειμένω οι διατάξεις περί εξαιρέσεων του άρθρου 4, δηλαδή ισχύουν ανάλογα και για την εν λόγω ρύθμιση οι οδηγίες περί εξαιρέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 10 του προηγούμενου άρθρου 11, εξαιρουμένων βεβαίως σε κάθε περίπτωση και των εκδοτών πλαστών φορολογικών στοιχείων.
6. Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 12 προβλέπεται ότι οι προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής φόρων τελών και εισφορών που λήγουν στις 31.12.2010 παρατείνονται μέχρι την 31.12.2011. Η ανωτέρω παράταση καταλαμβάνει τις κάθε είδους προθεσμίες παραγραφής που λήγουν την 31.12.2010, όπως υποθέσεις χρήσεων 2000,2001, 2002, 2003 και 2004,υποθέσεις με πλαστά ή εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία ( σχετ. διατ. παρ. 18, άρθ. 19 ν. 3091/2002 και παρ. 2. άρθ. 22 ν. 3212/2003), υποθέσεις με κατασχεθέντα ανεπίσημα βιβλία και στοιχεία (σχετ. διατ. παρ. 3, άρθ. 22 ν. 3212/2003) και υποθέσεις μη υποβολής δήλωσης(για τις οποίες προβλέπεται μεγαλύτερος χρόνος παραγραφής).
Υπενθυμίζεται ότι ο κατά τις ισχύουσες διατάξεις εκάστοτε χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου αποτελεί πλέον βάσει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 21 του Κ.Β.Σ., όπως ισχύουν , και το χρόνο μέχρι τον οποίο πρέπει να διαφυλάσσονται τα οριζόμενα στις ίδιες διατάξεις του Κώδικα αυτού βιβλία και στοιχεία, με την επιφύλαξη των αναφερόμενων στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.
Για διευκόλυνσή σας θα αναρτη θεί στο site της Δ/νσης Ελέγχου στο εσωτερικό δίκτυο του Υπουργείου στη δ/νση http://10.16.5.21, καθώς και στο internet στο site http://www.de9.gr, πίνακας με τις συνήθεις περιπτώσεις χρόνου παραγραφής.
Επισημαίνεται ότι ή ανωτέρω παράταση δεν καταλαμβάνει τις υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, προικών, κερδών από λαχεία, μεταβίβασης ακινήτων και φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας(Φ.Μ.Α.Π).
Άρθρο 13
Διαδικασία βεβαίωσης οφειλών και τρόπος καταβολής τους
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών για την έκδοση αποφάσεων με τις οποίες θα καθορίζονται οι διαδικασίες και θα ρυθμίζονται λοιπά ζητήματα σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων άρθρων 1 έως 12 του παρόντος νόμου.
Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της εξουσιοδότησης αυτής εκδόθηκαν ήδη οι Υπουργικές Αποφάσεις ΠΟΛ.1137/11.10.2010 «Περιεχόμενο του Εκκαθαριστικού Σημειώματος για την περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεων που υπάγονται στη ρύθμιση του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3888/2010, χρόνος, τρόπος και διαδικασία έκδοσης και τυχόν διόρθωσης αυτού, καθώς και αποδοχής του από τον επιτηδευματία», ΠΟΛ.1138/11.10.2010 «Τρόπος, χρόνος και διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3888/2010 περί περαίωσης των εκκρεμών ελεγμένων φορολογικών υποθέσεων και των υποθέσεων εκκρεμών καταλογιστικών πράξεων που αφορούν ανέλεγκτες υποθέσεις, καθώς και περί υποβολής ειδικού σημειώματος για τη δήλωση της λήψης ή έκδοσης μη νόμιμων φορολογικών στοιχείων» και ΠΟΛ.1143/20.10.2010 «Διαδικασίες εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 11 του ν.3888/2010 περί περαίωσης εκκρεμών ελεγμένων υποθέσεων».
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Προκειμένου να υλοποιηθούν τα προβλεπόμενα από τις παραπάνω διατάξεις και να επιτευχθεί ο στόχος των διατάξεων αυτών και επειδή από το νόμο ορίζονται συγκεκριμένες προθεσμίες εντός των οποίων θα πρέπει να ολοκληρώνονται οι κατά περίπτωση προβλεπόμενες διαδικασίες, απαιτείται κατάλληλη οργάνωση και εντατικοποίηση των απαραίτητων ενεργειών από όλες τις εμπλεκόμενες Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ., Ελεγκτικά Κέντρα). Για το σκοπό αυτό :
α. Σε κάθε Δ.Ο.Υ., με προσωπική επίβλεψη και ευθύνη του προϊσταμένου αυτής, θα πρέπει να συγκροτηθεί άμεσα κλιμάκιο έμπειρων υπαλλήλων για την υποδοχή τυχόν επιτηδευματιών που προσέρχονται για οποιεσδήποτε πληροφορίες ή για διορθώσεις Εκκαθαριστικών Σημειωμάτων με ενδεχόμενα προφανή σφάλματα, ώστε, επί διορθώσεων, να επανεκδίδεται το τροποποιημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα στο συντομότερο δυνατό χρόνο και με ιδιαίτερη προσοχή και να παραδίδεται στον επιτηδευματία προκειμένου να προβεί, εφόσον επιθυμεί, στην αποδοχή του.
Διευκρινίζεται ότι η κατά τα ανωτέρω συγκρότηση κλιμακίου υπαλλήλων προϋποθέτει την έγκαιρη και ορθολογική οργάνωση του αρχείου της Υπηρεσίας, ώστε να ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατό η ανωτέρω διαδικασία.
β. Από κάθε Δ.Ο.Υ. και Ελεγκτικό Κέντρο θα πρέπει να υπάρξουν τηλεφωνικές ενημερώσεις ή να αποσταλούν άμεσα προσκλήσεις στους επιτηδευματίες αρμοδιότητάς τους, σε βάρος των οποίων έχουν εκδοθεί καταλογιστικές πράξεις οι οποίες είναι εκκρεμείς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.3888/2010 και μπορούν να περαιωθούν κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 του ίδιου νόμου, προκειμένου οι επιτηδευματίες αυτοί να υποβάλουν μέχρι την προβλεπόμενη ημερομηνία (15.11.2010 κ.λπ., σχετ. Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1138/2010) αίτηση υπαγωγής στις εν λόγω διατάξεις και να περαιώσουν τις υποθέσεις τους ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης ή το αργότερο εντός των επόμενων δέκα (10) ημερών από την υποβολή της. Για το σκοπό αυτό σε κάθε Δ.Ο.Υ. και Ελεγκτικό Κέντρο θα πρέπει να συγκροτηθεί αυθημερόν με την παραλαβή της παρούσας κλιμάκιο υπαλλήλων για την τηλεφωνική ενημέρωση ή άμεση αποστολή των παραπάνω προσκλήσεων, καθώς επίσης και κλιμάκιο έμπειρων υπαλλήλων για τη διαδικασία ορθής και έγκαιρης περαίωσης των υποθέσεων εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών.
Επισυνάπτονται συνημμένα σχέδιο πρόσκλησης των ελεγκτικών υπηρεσιών προς τους επιτηδευματίες και σχετικό υπόδειγμα αίτησης των επιτηδευματιών.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr