Το πρόγραμμα παρέχει στην ελληνική οικονομία μια μοναδική ευκαιρία να προσαρμοστεί θέτοντας σε κίνηση μια θετική και μακροπρόθεσμα βιώσιμη αναπτυξιακή δυναμική, η οποία, μεταξύ άλλων, θα βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας είναι μεγάλο. Η σημερινή κρίση θα μπορούσε να αποδειχθεί ο καταλύτης για μια νέα πορεία που θα αναμορφώσει την οικονομία, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα και την ευημερία της Ελλάδος εντός της ζώνης του ευρώ».
Ιστορικά
«Στις συνθήκες της σημερινής κρίσης στην Ελλάδα», τονίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, «ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεται πρωτίστως στις σοβαρές δημοσιονομικές προκλήσεις. Ωστόσο, υπάρχει μια πρόσθετη επίσης μεγάλη πρόκληση: η εξωτερική ανισορροπία της οικονομίας, με τη μορφή του μεγάλου και επίμονου ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αυτές οι δύο προκλήσεις είναι αλληλένδετες, στο βαθμό που το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα συνδέεται με το χρόνιο υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Παράλληλα, όμως, το μέγεθος και η επιμονή της εξωτερικής ανισορροπίας υποδηλώνουν επίσης την ύπαρξη σημαντικών διαρθρωτικών προβλημάτων.
Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην Ελλάδα διαμορφωνόταν μεταξύ 0% και 5% του ΑΕΠ. Από το 2000 και μετά η κατάσταση άλλαξε δραματικά προς το χειρότερο και το έλλειμμα κορυφώθηκε στο 14% του ΑΕΠ το 2008.
Τα υψηλά και παρατεταμένα ελλείμματα, τα οποία αντανακλούν την ανεπάρκεια της αποταμίευσης, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, δημιουργούν εξωτερικό χρέος. Τα χρέη δεν μπορούν να συνεχίζουν να συσσωρεύονται επ’ άπειρον, αφού πρέπει καθοδόν να εξυπηρετούνται και στη λήξη τους να αποπληρώνονται. Το γεγονός αυτό καταρρίπτει και την υπερβολικά αισιόδοξη άποψη ότι τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εντός μιας νομισματικής ένωσης δεν έχουν σημασία. Μπορεί μεν για μία χώρα που μετέχει σε μία νομισματική ένωση να μην αποτυπώνεται στο εθνικό της νόμισμα η ανησυχία των αγορών για τη δυναμική του χρέους, αντανακλάται όμως στους όρους δανεισμού της».
Αναφέρεται ακόμα ότι, «σε μακροοικονομικό επίπεδο, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι η ανάπτυξη προήλθε κυρίως από την πλευρά της ζήτησης, από το γεγονός δηλαδή ότι η εγχώρια ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών υπερβαίνει το δυνητικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας αντανακλώντας τις εσωτερικές ανισορροπίες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Σε μικροοικονομικό επίπεδο, μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ ανταγωνιστικότητας τιμών/κόστους και διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Οι σχετικοί δείκτες καταγράφουν για την Ελλάδα, από την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, μια σωρευτική μέχρι σήμερα απώλεια ανταγωνιστικότητας τιμών/κόστους της τάξεως του 20-25%.
Το γεγονός αυτό θέτει το ερώτημα κατά πόσον η παραγωγή είναι προσανατολισμένη προς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σύμφωνα με την τρίτη οπτική γωνία, η βελτίωση των μακροοικονομικών επιδόσεων μιας χώρας μέσω ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας ανάγεται τελικά σε ζήτημα βελτίωσης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών, δηλαδή της παραγωγικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου».
Επίσης, «η μικροοικονομική προσέγγιση δίνει έμφαση στην ανάγκη να βελτιωθούν οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας από την πλευρά της προσφοράς και να προωθηθούν η εξωστρέφεια και η ευελιξία στην αντιμετώπιση των εξωτερικών κραδασμών που μπορεί να προκύψουν στη νομισματική ένωση. Για το σκοπό αυτό, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας (συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης) και στις αγορές προϊόντων, καθώς και αναβάθμιση της ποιότητας των θεσμών. Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας πρέπει να ενισχύει τα κίνητρα και τις ευκαιρίες συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, να βελτιώνει διαρκώς την ποιότητα ανθρώπινου κεφαλαίου (π.χ. μέσω αποτελεσματικών συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης) και να παρέχει στην αγορά εργασίας την ευελιξία που επιτρέπει ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων από απροσδόκητες διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου. Η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου θα οδηγήσει σε υψηλότερη συνολική παραγωγικότητα, ενισχύοντας έτσι, σε μόνιμη βάση, το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης και απασχόλησης. Παράλληλα με τη βελτίωση της εκπαίδευσης, μεγαλύτερη έμφαση πρέπει να δίνεται γενικότερα στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση και ιδιαίτερα στην απόκτηση δεξιοτήτων συμβατών με τις ευκαιρίες και τις νέες θέσεις απασχόλησης που δημιουργεί η πρόοδος της τεχνολογίας.
Η μεγαλύτερη ευελιξία διευκολύνει την προσαρμογή, στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης, στην οποία εξ ορισμού η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τιμών/κόστους δεν μπορεί να προέλθει από υποτίμηση του νομίσματος, αλλά από τη βελτίωση του σχετικού κόστους και των σχετικών περιθωρίων κέρδους σε σύγκριση με τις λοιπές περιοχές της ένωσης. Χωρίς αυτή την ευελιξία, οι διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για την ισχυρή και σταθερή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα συνεπάγονται υψηλότερο κόστος σε όρους ανεργίας και αναξιοποίητων ευκαιριών παραγωγικής απασχόλησης.
Παράλληλα με τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων. Η ύπαρξη ευέλικτων αγορών ενισχύει τον ανταγωνισμό και προσδίδει στα περιθώρια κέρδους την ευελιξία που είναι αναγκαία για να διευκολύνεται η προσαρμογή στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης. Η κατάργηση των χρονοβόρων και δαπανηρών γραφειοκρατικών διαδικασιών που συνδέονται με την ίδρυση και τη λειτουργία των επιχειρήσεων είναι επίσης απαραίτητη για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, της πειθαρχίας των αγορών και της αποτελεσματικής κατανομής των παραγωγικών πόρων. Με αυτό τον τρόπο, θα καταστεί πιο αποτελεσματική και η διαδικασία των διαρθρωτικών αλλαγών, δηλαδή ο αναπροσανατολισμός του παραγωγικού δυναμικού της χώρας προς προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και σε τομείς στους οποίους οι προοπτικές ανάπτυξης της αγοράς είναι καλύτερες».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr