Ο Mauro αφήνει σαφείς αιχμές έναντι των αναλυτών της Citigroup οι οποίοι το Μάιο θεωρούσαν βέβαιη ή τη στάση πληρωμών της Ελλάδας ή την αναδιάρθρωση και επιμήκυνση του χρέους της κατά 5 χρόνια. Μάλιστα, χωρίς να παραλείπει τις εκτιμήσεις που θέλουν το ελληνικό χρέος να αγγίζει το 150% του ΑΕΠ της χώρας, αναφέρει ότι τα τελευταία 30 χρόνια όσες χώρες εφάρμοσαν ανάλογα προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης με αυτό της Ελλάδας τα κατάφεραν χωρίς τη «δήλωση» της χρεοκοπίας. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι κι αν δηλώσει η Ελλάδα χρεοκοπία αυτό δε θα σημαίνει τίποτα αφού δεν θα βγει στις αγορές για τρία χρόνια, έχοντας αρκετό χρόνο ώστε να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Επιπλέον, θίγει το ζήτημα των επιτοκίων που καταβάλλει η Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι αν και το επιτόκιο του νέου δανεισμού είναι υψηλό, ο μέσος όρος τους κόστους δανεισμού είναι χαμηλότερος από το κόστος δανεισμού των αναπτυσσόμενων χωρών που είχαν δηλώσει στο παρελθόν χρεοκοπία.
Στην έκθεση του ο Mauro κάνει εκτενή αναφορά και σε άλλες 23 χώρες, επισημαίνοντας ότι ο κίνδυνος χρεοκοπίας στην Ευρώπη έχει υπερεκτιμηθεί από τις αγορές. Ωστόσο θεωρεί ότι κοντά στα όρια τους για το ύψος του χρέους βρίσκονται η Ισλανδία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ιαπωνία, ενώ η Ιρλανδία, οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία και η Ισπανία κινούνται προς επικίνδυνα «εδάφη». Παρόλα αυτά θεωρεί ότι η προσέγγιση των ορίων τους χρέους από μια χώρα δε σημαίνει ότι θα έχει και αρνητική επίπτωση στις αγορές. Για παράδειγμα αναφέρει την Ιαπωνία, η οποία εξυπηρετεί το χρέος της από την εγχώρια ζήτηση, εκμεταλλευόμενη την τεράστια «δεξαμενή» των αποταμιεύσεων των πολιτών της.
Ο οικονομολόγος του ΔΝΤ αποδίδει την αύξηση του χρέους των ανεπτυγμένων χωρών στις δημόσιες δαπάνες, και ιδιαίτερα στα κεφάλαια που προωθούνταν στα συστήματα υγείας. Η πρόσφατη κρίση αν και επιδείνωσε την κατάσταση, ο Mauro θεωρεί ότι τα προγράμματα στήριξης συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας που έπασχαν λίγο επηρέασαν τα συνολικά χρέη. Σκοπός πλέον πρέπει να είναι η μείωση του χρέους σε διαχειρίσιμα επίπεδα, ενώ θα πρέπει να δοθεί μεγάλο βάρος στις αναπτυξιακές επενδύσεις.
Τέλος, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός παγκόσμιου οργανισμού φορολογίας, ο οποίος θα συντονίζει τις φορολογικές πολιτικές ώστε να μην υπάρχει το φαινόμενο των «φορολογικών παραδείσων» που απορροφούν μεγάλο μέρος των επενδύσεων.
«Αχρείαστη, ανεπιθύμητη και απίθανη» η αναδιάρθρωση
Η ανακοίνωση του Mauro εκδόθηκε με αφορμή τη δημοσίευση έκθεσης μελετητών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία δόθηκε χθες στη δημοσιότητα και ασκεί σφοδρή κριτική σε όσους υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα, αλλά και άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες που αντιμετωπίζουν προβλήματα, θα πρέπει είτε να κηρύξουν στάση πληρωμών, είτε να ζητήσουν αναδιάρθρωση του χρέους τους. Οι συντάκτες της έκθεσης επιτίθενται μάλιστα ειδικά σε οικονομικούς αρθρογράφους και ειδικούς των αγορών, οι οποίοι πυροδοτούν τα σχετικά σενάρια.
Η έκθεση φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Default in Today’s Advanced Economies: Unnecessary Undesirable, and Unlikely» και υπογράφεται από τους Carlo Cottarelli, Lorenzo Forni, Jan Gottschalk και Paolo Mauro. Εξετάζει τα βασικά επιχειρήματα των υποστηρικτών της χρεοκοπίας και τα καταρρίπτει. Ειδικότερα, απαντά σε όσους σημειώνουν ότι η δημοσιονομική προσαρμογή που απαιτείται για να αποφευχθεί η αναδιάρθρωση είναι πολύ μεγάλη και οδηγεί σε φαύλο κύκλο συρρίκνωσης της οικονομίας, με τα εξής επιχειρήματα: πρώτον, ανάλογες προσαρμογές είναι μεν δύσκολες, αλλά έχουν γίνει και στο παρελθόν. Δεύτερον, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης, οι προϋπολογισμοί των κρατών πρέπει να είναι αναγκαστικά πλεονασματικοί και άρα θα χρειάζεται ούτως ή άλλως η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή. Στο επιχείρημα ότι το κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους είναι δυσβάσταχτο, οι συντάκτες της έκθεσης αποδεικνύουν με στοιχεία ότι δεν είναι τα τοκοχρεολύσια που επιβαρύνουν τόσο πολύ τους προϋπολογισμούς, όσο η συνεχής παραγωγή ελλειμμάτων. Στην περίπτωση των Ευρωπαϊκών κρατών, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, η περίοδος ωρίμανσης του χρέους είναι αρκετά μεγάλη μάλιστα, ώστε να τους αφήνει αρκετό χρόνο να περιμένουν πτώση των spreads και επομένως φθηνό δανεισμό. Στο επιχείρημα ότι μόλις ο προϋπολογισμός της Ελλάδας αρχίζει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα, τότε θα είναι πιθανή η αναδιάρθρωση, οι συντάκτες αντιτείνουν ό,τι όποτε αυτό συνέβη στο παρελθόν, οι χώρες με τους πρωτογενώς πλεονασματικούς προϋπολογισμούς προτίμησαν να μη χρεοκοπήσουν (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, το 1994). Επιπλέον, η χρεοκοπία και η έξοδος από το ευρώ θα προκαλέσει πολύ χειρότερες πολιτικές αναταράξεις στη χώρα που θα το επιλέξει, από τις αναταράξεις που προκαλούν τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής. Τέλος, υπογραμμίζεται ότι η προσαρμογή μπορεί να γίνει λιγότερο επίπονη, αν συνοδεύεται από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα.
Συμπερασματικά – και σύμφωνα πάντα με τους συντάκτες της έκθεσης – η αναδιάρθρωση είναι «αχρείαστη, ανεπιθύμητη και απίθανη». Ταυτόχρονα όμως, το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι τα μέσα ποσοστά χρέους προς ΑΕΠ στις ανεπτυγμένες χώρες έχουν αυξηθεί δραματικά τα τελευταία δύο χρόνια (από 78% του ΑΕΠ το 2007, σε 97% το 2009, με προοπτική να φτάσουν το 115% μέχρι το 2015), γεγονός που ενδεχομένως να έχει εκρηκτικές συνέπειες. Για αυτό και συστήνεται η λήψη άμεσων μέτρων προσαρμογής.
Διαβάστε τις σχετικές εκθέσεις εδώ.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr