Ο οφειλέτης μπορεί να εξαιρέσει από τη ρευστοποιήσιμη περιουσία την κύρια κατοικία του, αναλαμβάνοντας, με ευνοϊκό επιτόκιο και με δυνατότητα περιόδου χάριτος, για χρονικό διάστημα που μπορεί να φθάνει μέχρι 20 έτη, την εξυπηρέτηση χρεών που αντιστοιχούν στο 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο προστατεύονται οι συνθήκες διαβίωσης της οικογένειας του υπερχρεωμένου, δίχως να θίγονται τα συμφέροντα των πιστωτών, και ιδίως των τραπεζών από τα εξασφαλισμένα με υποθήκη στεγαστικά δάνεια.
Ο οφειλέτης πρέπει να καταθέσει στο Ειρηνοδικείο του τόπου που κατοικεί ή διαμένει αίτηση ρύθμισης, η οποία δικάζεται μέσα σε έξι μήνες από την κατάθεση της. Η έφεση δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
Σε περίπτωση που μετά την κατάθεση στο δικαστήριο της αίτησης του οφειλέτη για ρύθμιση των χρεών ξεκινήσει ή συνεχιστεί οποιαδήποτε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του, το δικαστήριο, μετά από αίτημα του οφειλέτη που δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διατάζει να σταματήσει η αναγκαστική εκτέλεση, εφόσον εκτιμά ότι ο οφειλέτης θα υπαχθεί σε ρύθμιση. Για την περίπτωση των στεγαστικών δανείων θα πρέπει ο οφειλέτης να καταβάλει από την υποβολή της αίτησης και μέχρι την έκδοση της απόφασης από το δικαστήριο τη δόση ενήμερης οφειλής. Δεν υποχρεούται όμως να εξοφλήσει τις τυχόν μέχρι τότε ληξιπρόθεσμες δόσεις. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά από δύο έτη. Η υπαγωγή του οφειλέτη στη διαδικασία ρύθμισης των χρεών καταχωρείται στον ΤΕΙΡΕΣΙΑ, όπου και μένει μέχρι πέντε χρόνια μετά την απαλλαγή του από τα χρέη.
Ο οφειλέτης, του οποίου οι οφειλές ρυθμίζονται, πρέπει να καταβάλλει κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών ένα μέρος του εισοδήματός του στους πιστωτές. Το ποσόν που θα καταβάλει καθορίζεται από το δικαστήριο με βάση τα εισόδημά του και αφού ληφθούν υπόψη οι βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευομένων μελών της οικογενείας του. Το μέρος του χρέους που θα εξοφλήσει ο οφειλέτης εξαρτάται λοιπόν από το εισόδημα που διαθέτει και τις πραγματικές του δυνατότητες. Δεν ορίζεται στο σχέδιο νόμου κάποιο ελάχιστο ποσοστό χρέους που θα πρέπει να ξοφλήσει. Το δικαστήριο μπορεί ακόμη και να απαλλάξει τον οφειλέτη από την υποχρέωση να καταβάλει μηνιαία ένα ορισμένο ποσόν όταν αυτός βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσχερή θέση (π.χ. λόγω ανεργίας, προβλημάτων υγείας), επανεξετάζοντας όμως κάθε φορά την κατάσταση μετά από έξι περίπου μήνες.
Καθυστέρηση καταβολής της μηνιαίας δόσης που ορίζεται για το χρονικό διάστημα της τετραετίας πέραν του διμήνου συνεπάγεται την έκπτωση από τη διαδικασία. Οι πιστωτές μπορούν με συνοπτικές διαδικασίες να έχουν πρόσβαση στα στοιχεία του οφειλέτη στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή στον εργοδότη.
Αλεξάνδρα Τόμπρα
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr