Υπογραμμίζει ότι ακόμη και ο τίτλος του σχεδίου νόμου το οποίο κατέθεσε η κυβέρνηση προς συζήτηση - «Αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης και αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής» - είναι ανακριβής, καθώς όχι μόνο πλήττονται οι μηχανικοί, αλλά με την κατάργηση του υφιστάμενου φορολογικού συστήματος το κράτος θα έχει κατακόρυφη μείωση των εσόδων του.
Άλλωστε, όπως υπενθυμίζει, το σημερινό φορολογικό καθεστώς για τους μηχανικούς νομοθετήθηκε έπειτα από τη διαπίστωση ότι οι μηχανικοί εισπράττουν την αμοιβή τους σε μια δεδομένη στιγμή, αλλά για εργασία η οποία αφορά διάστημα μεγαλύτερο από μια διαχειριστική (φορολογική) χρονιά και αντίστοιχα οι δαπάνες τους πραγματοποιούνται σε περίοδο (φορολογικό έτος) κατά την οποία δεν εισέπραξαν την αμοιβή τους για το αντίστοιχο έργο.
Απ’ αυτή την αδιαμφισβήτητη ιδιομορφία κινούμενος ο νομοθέτης καθιέρωσε το σύστημα φορολόγησης με μοναδικούς συντελεστές για τους μηχανικούς, ένα σύστημα σαφώς λογιστικό (οι μηχανικοί τηρούν βιβλία εσόδων-εξόδων και τα καθαρά κέρδη τους φορολογούνται με τους ίδιους συντελεστές όπως όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες), με το οποίο το κράτος αύξησε κατακόρυφα τα έσοδά του από τη φορολόγηση των μηχανικών, κατά τρόπο ανέξοδο (αφού δεν απαιτείται πρόσθετη εργασία των φορολογικών υπηρεσιών) και άμεσο (αφού στο μεγάλο τους ποσοστό οι φόροι παρακρατούνται στη πηγή).
Χάρη σ’ αυτό το σύστημα φορολόγησης, τονίζει ο κ. Αλαβάνος, «οι σχέσεις μηχανικών και κράτους προσδιορίσθηκαν βάση απλών, σαφών και μη επιδεχομένων πολλαπλές ερμηνείες, κανόνων. Αυτό είχε ως συνέπεια τη δημιουργία ισχυρής φορολογικής συνείδησης σε έναν κατεξοχήν παραγωγικό κλάδο της οικονομίας και απόδειξη είναι ότι ο μέσος όρος των δηλούμενων εισοδημάτων από τους μηχανικούς ήταν πάνω από 30% των ελαχίστων υποχρεωτικών».
Αντίθετα με την επαναφορά του παλαιού συστήματος, επισημαίνει ο Πρόεδρος του ΤΕΕ, «εισερχόμαστε σε ένα καθεστώς μη λογιστικό για τους μηχανικούς. Η φορολόγηση θα γίνεται αποκλειστικά επί εσόδων. Μεγάλο μέρος των δαπανών τους δεν θα υπολογίζεται, θα είναι ως μη γενόμενο, γιατί δεν θα αντιστοιχίζεται από έσοδα που πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο», ενώ ως προς το σκέλος των δαπανών θα οδηγηθούμε στην εξής στρέβλωση: «Τις χρονιές που οι μηχανικοί θα εμφανίζουν έσοδα, αλλά δεν θα έχουν έξοδα, θα εξαγοράζουν δελτία παροχής υπηρεσιών. Κατά τις χρονιές που θα έχουν δαπάνες, αλλά δεν θα έχουν έσοδα ή θα τις “μεταβιβάζουν – πωλούν” ή θα αδιαφορούν για τη συλλογή τους».
Με την κατάργηση του ισχύοντος συστήματος εισερχόμαστε σε ένα καθεστώς «αμφισβήτησης και των εσόδων και των δαπανών, δηλαδή σε συνθήκες που μπορεί να αναπτυχθεί κάθε είδους αισχρή και παράνομη συναλλαγή. Η διαδικασία καταβολής του φόρου θα κοστίζει σε χρόνο και χρήμα περισσότερο στους μηχανικούς. Όχι σε όφελος των δημοσίων εσόδων. Αλλά ως συνέπεια των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω» αναφέρει ο κ. Αλαβάνος. Όσο για τους πολίτες «θα υποστούν την συνέπεια της ουσία αποδέσμευσης των μηχανικών από τα ελάχιστα όρια αμοιβών τους. Ο ανταγωνισμός πλέον θα εκδηλωθεί ως άκρατος αθέμιτος επί των αμοιβών των μελετών και θα μετατοπιστεί από τον ανταγωνισμό επί της ποιότητας των μελετών, άρα καλύτερης και φθηνότερης κατασκευής».
Παράλληλα το κράτος θα υποστεί τη μείωση των εσόδων του από τη γενικότερη μείωση του «τζίρου», αλλά και καθώς στον υπολογισμό τους «θα υπάρχουν πλέον διαμεσολαβητές, από την καθυστέρηση είσπραξής τους λόγω αμφισβητήσεων. Επιπλέον, το κράτος θα υποστεί τις συνέπειες από το γεγονός ότι μεταφέρει ένα σαφές μήνυμα προς τους μηχανικούς ότι δεν υπερασπίζεται το ίδιο τα έσοδα του. Άρα γιατί να μη κάνουν αυτό και οι ίδιοι».
Ο Πρόεδρος του ΤΕΕ διατυπώνει και σαφείς αιχμές για το χειρισμό του θέματος από τους υπηρεσιακούς παράγοντες και συμβούλους του υπουργείου Οικονομικών, καθώς, όπως υποστηρίζει, πέρασαν στην Κοινή Γνώμη «ψευδή μηνύματα όσον αφορά τον τρόπο φορολόγησης των μηχανικών, ισχυριζόμενοι ότι δεν έχουν λογιστικό σύστημα φορολόγησης και κατατάσσοντάς τους με επαγγελματίες (οδηγούς ταξί, οδηγούς φορτηγών, πράκτορες ΟΠΑΠ, λιανοπωλητές λαϊκών αγορών) οι οποίοι έχουν τελείως διαφορετικό φορολογικό καθεστώς. Συνέπεια αυτού ήταν στο πρώτο διάστημα να χαρακτηρίζονται από τα ΜΜΕ οι μηχανικοί ως φοροφυγάδες, γεγονός το οποίο σε μεγάλο μέρος ανασκευάστηκε μετά την παράθεση στοιχείων από το ΤΕΕ. Παρέμεινε όμως ως αναφορά ότι οι μηχανικοί δεν έχουν λογιστικό σύστημα φορολόγησης».
Ο κ. Αλαβάνος, εμμέσως, πλην, όμως, σαφώς, χαρακτηρίζει τη διαβούλευση την οποία επεχείρησε το υπουργείο Οικονομικών, προσχηματική. «Στην κεντρική επιτροπή αναθεώρησης του φορολογικού συστήματος, όπως και στις ομάδες εργασίας που σύστησε το Υπουργείο, η διαβούλευση ακυρώθηκε ως έννοια» υπογραμμίζει. «Κατατέθηκαν οι θέσεις των φορέων, υπήρξαν ολιγόλεπτοι μονόλογοι από τους εκπροσώπους τους. Ουδέποτε αντικρούστηκαν επί της ουσίας από την πολιτική και υπερεσιακή ηγεσία του Υπουργείου». Και προσθέτει: «Το Υπουργείο Οικονομικών αρνείται να αντιπαραθέσει στα στοιχεία του ΤΕΕ τα στοιχεία που το ίδιο διαθέτει. Και αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με ερασιτεχνικές προσεγγίσεις, αλλά ότι αυτές είναι και επικίνδυνες για την οικονομία της χώρας».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr