Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, οι μέσες αποδοχές των Ελλήνων μισθωτών- παρά τα λεγόμενα για σύγκλιση με τα ευρωπαϊκά επίπεδα- ανέρχονται στο 73% του μέσου όρου της Ε.Ε. Πολύ χειρότερη είναι η κατάσταση των κατώτατου μισθού που ανέρχεται στα 736 ευρώ, στο 55% του μέσου όρου της Ευρώπης των 15, τη στιγμή που ο βασικός μισθός στη Γερμανία αγγίζει τα 1100 ευρώ και στη Φινλανδία τα 1400. Δύο στους τρεις μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα έχουν καθαρές μηνιαίες αποδοχές που κυμαίνονται από 501 έως 1.000 ευρώ. Πάνω από το 50% των μισθωτών του ευρύτερου δημόσιου τομέα έχει καθαρό μηνιαίο εισόδημα από 1.001 έως 1.500 ευρώ. Επτά στις δέκα νέες θέσεις εργασίας αφορούν στις λεγόμενες ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Εξίσου άσχημα είναι τα πράγματα και για τις συντάξεις, ο μέσος όρος των οποίων ανέρχεται στο 55% του μέσου όρου της ευρωζώνης, με τις περισσότερες συντάξεις να είναι κάτω από τα επίπεδα της φτώχειας που ορίζει ο ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, η συντριπτική πλειοψηφία των συνταξιούχων (περί το 65%) παίρνει σύνταξη χαμηλότερη από 600, συμπεριλαμβανομένων και των συνταξιούχων του ΟΓΑ όπου η μέση σύνταξη είναι 413 ευρώ. Το 20% των συνταξιούχων έχουν κύρια σύνταξη κάτω από 450 ευρώ, ενώ μόνο 15% έχουν κύρια σύνταξη πάνω από 1.050 ευρώ.
Το μέσο δηλωθέν εισόδημα το 2008 ήταν 16.200 ευρώ για μισθωτούς και συνταξιούχους και 13.150 ευρώ για τους εμπόρους, τη στιγμή που
Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων εργαζομένων κινείται στο 83% του μέσου όρου της ευρωζώνης, σύμφωνα με τη Eurostat και 66% σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ.
Αναφορικά με το κόστος εργασίας, ο δείκτης του πραγματικού μοναδιαίου κόστους εργασίας είναι ο χαμηλότερος μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης των «15», με μοναδική εξαίρεση τη Γερμανία. Πιο συγκεκριμένα κατά το 2006 η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 2,8% στην ελληνική οικονομία σε συνδυασμό με την αύξηση κατά 2,4% στις μέσες πραγματικές αμοιβές οδήγησε σε μείωση κατά 0,4% του πραγματικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Η φορολόγηση των μισθωτών στην Ελλάδα είναι ίδια με αυτήν του μέσου όρου της ευρωζώνης, ενώ η φορολόγηση των κερδών βρίσκεται στο μισό του μέσου όρου της ευρωζώνης.
Το επίπεδο των ασφαλιστικών εισφορών στη χώρα μας παραμένει από τα υψηλότερα στις χώρες του ΟΟΣΑ (το σύνολο φόρων και εισφορών αντιστοιχεί στο 42,3% του μισθού, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στον ΟΟΣΑ ανέρχεται στο 37,7%). Σύμφωνα με το ΙΝΕ- ΓΣΕΕ, το πραγματικό κόστος εργασίας την περίοδο 1996 -2003 ήταν 3,5%, ενώ για το διάστημα 2004-2008 υπάρχει πρόβλεψη 2,3%, αλλά παραμένει πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο των 15 κρατών μελών.
Η παραγωγικότητα της εργασίας βρίσκεται στο 93,5% του μέσου όρου της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να έχει προσεγγίσει σημαντικά τα ευρωπαϊκά επίπεδα σε αντίθεση με τους μισθούς.
Η φορολόγηση των κερδών των επιχειρήσεων από 19,9% μειώθηκε στο 15,9% (από 33% που είναι ο μέσος όρος της Ε.Ε.. Αντίθετα, η φορολόγηση μισθωτών από 34,5% αυξήθηκε στο 35,5% αντί 36,4% που είναι ο μέσος όρος της Ε.Ε.
Η ΑΔΕΔΥ εκτιμά ότι από τη φετινή περικοπή των επιδομάτων οι δημόσιοι υπάλληλοι θα χάσουν από 150 έως 800 ευρώ μηνιαίως. Και αυτή η μείωση των αποδοχών προωθείται όταν το 2008 υπήρξε μείωση αποδοχών λόγω αύξησης των κρατήσεων, ενώ το 2009 υπήρξε πάγωμα των αποδοχών. Κατά την ανώτατη δημοσιοϋπαλληλική οργάνωση, ο μέσος μηνιαίος μισθός των δημοσίων υπαλλήλων δεν ξεπερνά τα 1.350
ευρώ.
Ταυτόχρονα με τη μείωση μισθών και συντάξεων, τα στοιχεία της ΓΣΕΕ δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων τους περισσότερο από την εξέλιξη του κόστους εργασίας, με αποτέλεσμα να διευρύνουν τα περιθώρια κέρδους τους και να συμβάλουν στην αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr