Το συμπέρασμα αυτό καταπέλτης αλλά και πολύτιμο για την ανάληψη μιας σοβαρής και συγκροτημένης προσπάθειας για την οριστική θεραπεία τους, περιλαμβάνεται στην πληρέστατη Εκθεση της Επιτροπής για την αξιοπιστία των δημοσιονομικών στοιχείων, όπως αυτή παραδόθηκε στον υπουργό Οικονομικών, κ. Γ. Παπακωνσταντίνου. Οι αδυναμίες του συστήματος αποτυπώνονται πλήρως όχι μόνο στις αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις του ελλείμματος όσο κυρίως στην καταμέτρηση του χρέους όπου διαπιστώνεται μια πρωτοφανής προσπάθεια βραχυπρόθεσμης απόκρυψης οφειλών, οι οποίες όταν πλέον έρχονται στο φως οδηγούν σε δυσθεώρητη αναθεώρηση του χρέους μέχρι και 22 εκατοστιαίες μονάδες σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους!
Προσφιλέστερες μέθοδοι της φάμπρικας αυτής εμφανίζονται: η προσφυγή φορέων του δημοσίου στον εγχώριο τραπεζικό δανεισμό υπό την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου, οι διάφορες "συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίου" (swaps), οι πιστώσεις προμηθευτών (νοσοκομεία κλπ) και η κάλυψη των καταπτώσεων των εγγυήσεων του δημοσίου με νέο δανεισμό. Ολα αυτά δεν προσμετρούνται στο χρέος ενώ σε ωρολογιακή βόμβα εξελίσσονται οι Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδωτικού Τομέα, αφού όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, ναι μεν κανένα από τα έργα δεν έχει ταξινομηθεί ως δημόσια επένδυση, αλλά ούτε ως ιδιωτική μπορεί να χαρακτηρισθεί για να εξαιρεθεί από το χρέος, καθώς δεν πληρεί τα κριτήρια που έχει θέσει η Eurostat.
Το «R» παρουσιάζει τα βασικά συμπεράσματα της πολύ ενδιαφέρουσας έκθεσης, σύμφωνα με τα οποία:
Αδυναμίες των στοιχείων του Δημοσίου Χρέους
Τα προβλήματα που συνδέονται με τα στοιχεία του χρέους έχουν όλως ιδιαίτερη σημασία γιατί αντικατοπτρίζουν το συνολικό αποτέλεσμα των αδυναμιών του συστήματος. Για τις ανάγκες της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος (ΔΥΕ) γνωστοποιείται στη Eurostat το "ακαθάριστο ενοποιημένο χρέος της γενικής κυβέρνησης". Το χρέος αυτό αποτελείται από το άθροισμα του ακαθάριστου χρέους της κεντρικής κυβέρνησης και του ακαθάριστου χρέους των λοιπών φορέων της γενικής κυβέρνησης, δηλαδή των ΟΤΑ, των ασφαλιστικών ταμείων και των λοιπών ΝΠΔΔ. Από το σύνολο αυτό θα πρέπει να αφαιρεθεί το "ενδοκυβερνητικό χρέος", δηλαδή το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης που διακρατείται από άλλους φορείς της γενικής κυβέρνησης (ουσιαστικά από τα ασφαλιστικά ταμεία).
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Δημόσιου Χρέους του ΓΛΚ, το εκάστοτε υπόλοιπο του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης, η σύνθεσή του, οι λήξεις και γενικά όλα τα στοιχεία που συγκροτούν το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης είναι γνωστά εγκαίρως και με μεγάλη ακρίβεια. Προβλήματα είναι δυνατόν να προέλθουν κυρίως από την αναθεώρηση του ΑΕΠ και την αναθεώρηση του ελλείμματος (ιδιαίτερα του "τρέχοντος" έτους). Η εν λόγω Διεύθυνση, όμως, δηλώνει απολύτως αναρμόδια όσον αφορά το χρέος των λοιπών συνιστωσών της γενικής κυβέρνησης (δηλαδή των ΟΤΑ, των ασφαλιστικών ταμείων και των λοιπών ΝΠΔΔ).
Η συλλογή αξιόπιστων στοιχείων χρέους των φορέων εκτός κεντρικής κυβέρνησης καθώς και του "ενδοκυβερνητικού χρέους" έχει αποδειχθεί δύσκολη και αποτελεί τον "ασθενή κρίκο" στην όλη διαδικασία προσδιορισμού του ύψους του χρέους της γενικής κυβέρνησης, στο πλαίσιο της ΔΥΕ. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, εκτός από τα στοιχεία που συλλέγονται απευθείας με ερωτηματολόγια, χρησιμοποιούνται επικουρικά και στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος. Εντούτοις, τα στοιχεία για το εκτός κεντρικής κυβέρνησης χρέος εξακολουθούν να είναι λιγότερο αξιόπιστα από τα στοιχεία του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης.
Σημειώνεται ότι η μεγάλη αυτή αναθεώρηση του αντίστοιχου ελλείμματος συνδέεται με την καταγραφή του χρέους των νοσοκομείων.
Ως αποτέλεσμα του μη ικανοποιητικού προσδιορισμού του "ενδοκυβερνητικού χρέους" οδηγούμαστε σε μεγάλες και συχνές αναθεωρήσεις στα στοιχεία του δημόσιου χρέους που γνωστοποιούνται στη Eurostat. Ειδικά για το 2009, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ αναθεωρήθηκε σταδιακά από 91,4% σε 113,4% του ΑΕΠ, δηλαδή κατά 22 εκατοστιαίες μονάδες, μέσα σε διάστημα 11 μηνών. Πέραν των προβλημάτων που συνδέονται με τα στοιχεία του χρέους των εκτός κεντρικής κυβέρνησης φορέων, υπάρχουν και άλλες κατηγορίες προβλημάτων, που έχουν οδηγήσει στο παρελθόν και αναμένεται να οδηγήσουν και στο μέλλον σε σημαντικές αναθεωρήσεις του χρέους. Ειδικότερα:
- Το χρέος, όπως καταγράφεται σήμερα, είναι μειωμένο από διάφορες "συμφωνίες ανταλλαγής επιτοκίου" (ή "συναλλάγματος", δηλαδή τα "swaps". Μία από τις "συμφωνίες" αυτές είναι αυτή με την Εθνική Τράπεζα, όπου ουσιαστικά το Δημόσιο "οφείλει" στην Εθνική περίπου 5,5 δισεκ. ευρώ, τα οποία δεν καταγράφονται στο υπόλοιπο του χρέους.
- Το χρέος δεν περιλαμβάνει επίσης τις "πιστώσεις προμηθευτών". Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εθνικών Λογαριασμών (ΕΣΛ '95) δεν προβλέπει κάτι τέτοιο επειδή οι οφειλές του Δημοσίου πρέπει να εξοφλούνται το αργότερο εντός 60 ημερών. Στην Ελλάδα, όμως, δεν τηρείται ο κανονισμός για την έγκαιρη εξόφληση, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται χρέη δισεκατομμυρίων, τα οποία αργότερα οδηγούν σε αναθεώρηση του ελλείμματος και του χρέους. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή των δημόσιων νοσοκομείων τα οποία έως τις 30 Σεπτεμβρίου του 2009 χρεωστούσαν στους προμηθευτές τους (για την περίοδο 2005-Σεπτέμβριος 2009) 6,3 δισεκ. ευρώ. Η πρόσφατη καταγραφή αυτών των υποχρεώσεων (21 Οκτωβρίου 2009) οδήγησε στην αύξηση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης για τα έτη 2008 και 2009 και θα προκαλέσει αντίστοιχη αύξηση του χρέους.
- Πέραν των χρεών των νοσοκομείων εκτιμάται ότι υπάρχουν ακόμη ανεξόφλητες υποχρεώσεις του Δημοσίου ύψους 6 δισεκ. ευρώ περίπου. Όταν εξοφληθούν αυτές οι υποχρεώσεις (ή καταχωρηθούν στα επίσημα στοιχεία) τότε το δημόσιο χρέος θα αναθεωρηθεί προς τα άνω. Σημειώνεται ότι για χώρες μέλη της ΕΕ με οικονομίες αντίστοιχες της Ελληνικής, το ανεξόφλητο υπόλοιπο των υποχρεώσεων του κράτους προς τους προμηθευτές του είναι της τάξης του 1 δισεκ. ευρώ.
- Το υπόλοιπο του χρέους δεν περιλαμβάνει επίσης το δανεισμό διαφόρων δημόσιων φορέων ο οποίος έχει πραγματοποιηθεί με την εγγύηση του Δημοσίου. Το εγγυημένο από το Δημόσιο χρέος έφθασε στο τέλος του 2009 τα 26,2 δισεκ. Ευρώ (ή 10,9% του ΑΕΠ), από 6,2% του ΑΕΠ το 2002. Το 40% περίπου αυτού του χρέους το οφείλει ο ΟΣΕ και δεν είναι σε θέση να το αποπληρώσει. Σημαντικές είναι επίσης και οι υποχρεώσεις των ΕΛΓΑ.
- Η παραπάνω εξέλιξη οφείλεται στη εξής πρακτική. Πολλές φορές για να μην αυξηθεί το έλλειμμα του προϋπολογισμού και το χρέος, διάφοροι δημόσιοι φορείς εξωθούνται σε τραπεζικό δανεισμό με την εγγύηση του Δημοσίου (που δεν καταγράφεται ως χρέος), συνήθως με μεγαλύτερο επιτόκιο απ' ό,τι εάν δανειζόταν απ' ευθείας το Δημόσιο και στη συνέχεια επιχορηγούσε αυτούς τους φορείς. Με τον τρόπο αυτό σημαντικές υποχρεώσεις του Δημοσίου παραμένουν διάχυτες στο τραπεζικό σύστημα για μερικά έτη, χωρίς να εμφανίζονται στο χρέος. Όταν οι υποχρεώσεις αυτές αναληφθούν επίσημα από το Δημόσιο προκαλείται αιφνίδια αύξηση του χρέους. Σημειώνεται ότι τα τελευταία 4-5 έτη οι εγγυήσεις που κατέπιπταν καλύπτονταν με νέο δανεισμό (με την εγγύηση του Δημοσίου) με αποτέλεσμα, ενώ αυξάνονταν αλματωδώς το υπόλοιπο των εγγυημένων από το Δημόσιο δανείων, οι καταπτώσεις εγγυήσεων να έχουν ουσιαστικά μηδενιστεί.
- Πολύ σημαντικές αναθεωρήσεις του ύψους του χρέους είναι δυνατόν να προέλθουν από τις Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) για την κατασκευή δημοσίων έργων. Κατά τη διάρκεια του 2008 και του 2009 υπογράφτηκαν πολλές τέτοιες συμβάσεις. Προς το παρόν κανένα από αυτά τα έργα δεν έχει ταξινομηθεί ως δημόσια επένδυση και δεν έχει επιβαρύνει το έλλειμμα ή το χρέος της γενικής κυβέρνησης. Για να ταξινομηθούν όμως οι επενδύσεις αυτές ως ιδιωτικές θα πρέπει να πληρούν ορισμένα κριτήρια που έχει θέσει η Eurostat. Το πιθανότερο είναι ότι οι περισσότερες συμπράξεις που έχουν υπογραφεί έως τώρα δεν πληρούν αυτά τα κριτήρια και τελικά θα επιβαρύνουν το χρέος, όταν αξιολογηθούν από την Eurostat.
Οι αιτίες της χαμένης αξιοπιστίας
Πολλά από τα προβλήματα είναι συστημικά, συνδέονται δηλαδή με τον τρόπο λειτουργίας του ελληνικού δημόσιου τομέα και ειδικότερα με την έλλειψη αποτελεσματικής οργάνωσης, σε πολλά επίπεδα της κρατικής δομής. Τα γενικότερα προβλήματα οργάνωσης αντανακλώνται αλλά και εξειδικεύονται, εν προκειμένω, στον ανεπαρκή τρόπο καταγραφής και συγκέντρωσης της πληροφόρησης σχετικά με τους λογαριασμούς των επιμέρους φορέων της Γενικής Κυβέρνησης.
Η μη αποτελεσματική διακίνηση της πληροφόρησης μεταξύ των επιμέρους φορέων, ορισμένες δε φορές και εντός συγκεκριμένων διοικητικών μονάδων, είναι επίσης σύμπτωμα διοικητικής και διαχειριστικής ανεπάρκειας ορισμένων τμημάτων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η προβληματική καταγραφή και διακίνηση της πληροφόρησης, αν και χαρακτηρίζει και ορισμένα τμήματα της κεντρικής διοίκησης, αφορά, κατεξοχήν, τους φορείς εκτός Κεντρικής κυβέρνησης, δηλαδή τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα ΝΠΔΔ. Το πλέον χαρακτηριστικό και διαχρονικό παράδειγμα προβληματικής καταγραφής των οικονομικών λογαριασμών, φαίνεται ότι αποτελούν τα δημόσια νοσοκομεία.
Συνέπεια των ανωτέρω εγγενών αδυναμιών είναι η ιδιαίτερα χαμηλή ποιότητα των στατιστικών στοιχείων στην πηγή, γεγονός που αποτελεί ένα βασικό στοιχείο της προβληματικότητας του όλου συστήματος.
Μια δεύτερη κατηγορία προβλημάτων πηγάζει από την έλλειψη καθαρού διαχωρισμού αρμοδιοτήτων στο στάδιο της κατάρτισης των τελικών μεγεθών, της προετοιμασίας των σχετικών Πινάκων και της αποστολής τους στη Eurostat. Η έλλειψη προγραμματισμού, η μη σαφής οριοθέτηση του ρόλου του κάθε φορέα, το άτυπο των διαδικασιών, και εν τέλει η απουσία υπευθυνότητας, έχει γίνει αιτία σφαλμάτων, ανακολουθιών και αντιφάσεων που διάβρωσαν την αξιοπιστία του Ελληνικού στατιστικού συστήματος.
Στα ανωτέρω προβλήματα έρχεται να προστεθεί η ανεπάρκεια του ανθρώπινου δυναμικού σε κρίσιμες υπηρεσίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, επί προκειμένω, είναι η όλως διόλου ανεπαρκής οργάνωση και στελέχωση του τμήματος Δημοσιονομικών Στοιχείων της ΕΣΥΕ. Το τμήμα αυτό αδυνατεί να διεκπεραιώσει τους αναγκαίους ελέγχους των πρωτογενών στοιχείων, αδυνατεί να αξιοποιήσει πλήρως τα αποτελέσματα των ερωτηματολογίων και αδυνατεί να ανταποκριθεί έγκαιρα στις συνεχώς διευρυμένες απαιτήσεις της Eurostat. Είναι απορίας άξιο, ότι με τη σοβαρότητα των προβλημάτων που εκδηλώθηκαν, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας και ενόψει των συνεχόμενων σχεδίων δράσης που συντάχθηκαν από κοινού με τη Eurostat, δεν έχει ληφθεί πρόνοια, ώστε το τμήμα αυτό να οργανωθεί και να ενισχυθεί για να μπορεί να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Εδώ προκύπτει σοβαρή διοικητική και οργανωτική ανεπάρκεια της ηγεσίας της ΕΣΥΕ, καθώς και παντελώς ανεπαρκής αξιολόγηση των συνεπειών της μη ανάληψης αποφασιστικής δράσης.
Συναφές με τα παραπάνω είναι και το μεγάλο θέμα των τομών και ασυνεχειών στη λειτουργία του κράτους που προκύπτουν μετά από κάθε κυβερνητική (ή και ενδοκυβερνητική) μεταβολή. Τόσο το πρόσφατο επεισόδιο αμφισβήτησης της αξιοπιστίας των δεδομένων, όσο και προηγούμενα, εμφανίζονται με οξύτητα οσάκις υπάρχει τέτοια μεταβολή. Και αυτό συμβαίνει επειδή δεν εξασφαλίζεται απρόσκοπτα η συνέχεια και η θεσμική μνήμη της Δημόσιας Διοίκησης.
Ενα σοβαρό αίτιο της κατάρρευσης της αξιοπιστίας του συστήματος αποτελούν οι διαφαινόμενες πολιτικές παρεμβάσεις. Η δυνατότητα πολιτικών παρεμβάσεων συνδέεται κυρίως με τη στενή σχέση της ΕΣΥΕ με το Υπουργείο Οικονομικών και την αδυναμία του ΓΛΚ να λειτουργήσει αυτόνομα και υπεύθυνα. Οι παρεμβάσεις αυτές υποσημειώνονται ανάγλυφα και στη τελευταία έκθεση της Eurostat (Ιανουάριος 2010). Εξάλλου, είναι δεδομένο ότι ακόμη και η υποψία ύπαρξης πολιτικής παρέμβασης δημιουργεί προβλήματα αξιοπιστίας. Πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι η απώλεια αξιοπιστίας είναι δυνατόν να επέλθει και ως έμμεσο αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών και κυρίως ως αποτέλεσμα ανεπαρκώς θεμελιωμένων βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων προβλέψεων για την πορεία του ΑΕΠ, του ελλείμματος και του χρέους, οι οποίες προβλέψεις επηρεάζουν περεταίρω τις διαδικασίες αναθεώρησης των στοιχείων για το τρέχον ή το προηγούμενο έτος. Όπως, όμως, έχει ήδη αναφερθεί οι προβλέψεις για το τρέχον έτος δεν διεξάγονται από την ΕΣΥΕ.
Εξαιτίας των ανωτέρω προβλημάτων τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία έχουν υποστεί διαχρονικά εκτεταμένες αναθεωρήσεις και συνεχείς ελέγχους από τη Eurostat, η οποία εντρυφεί σε ασυνέπειες, παλινωδίες και μεθοδολογικά προβλήματα του ελληνικού στατιστικού συστήματος σε έκταση πολύ μεγαλύτερη απ' ότι γίνεται για οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ.
Η αμφισβήτηση των ελληνικών στατιστικών στοιχείων από την Eurostat και ο διάλογος που ακολούθησε αποτελούν, εντούτοις, μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία όχι μόνο για τη διαπίστωση των προβλημάτων, αλλά και για την ανάληψη μιας σοβαρής και συγκροτημένης προσπάθειας για την οριστική θεραπεία τους.
Δείτε το πόρισμα στα σχετικά αρχεία
- 2010_02_01_ekthesi_dimos.pdf (257 Λήψεις)
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr