Η δημοσιονομική μας κατάσταση, όχι σήμερα, αλλά τα τελευταία 30 περίπου χρόνια, δεν ήταν ανθηρή. Γεγονός που οφείλεται ακριβώς στις διαρθρωτικές αδυναμίες μας. Ιδίως, την κρίσιμη εποχή, αμέσως μετά από την ένταξή μας στην ΟΝΕ, όταν έπρεπε να προχωρήσουμε σε δομικές αλλαγές, εμείς αδρανήσαμε, ποντάροντας στα κοινοτικά κονδύλια. Προτιμήσαμε να παρακολουθούμε, ως θεατές, τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες να αναπτύσσουν τις οικονομίες τους, την ίδια στιγμή, που εμείς καταναλώναμε και δανειζόμασταν απερίσκεπτα, πιστεύοντας ότι τα κοινοτικά πακέτα θα έρχονται εσαεί.
Η ελληνική αγορά παρέμενε πάντα παγιδευμένη σε κρατικούς προστατευτισμούς, μονοπώλια, ολιγοπώλια, ανελαστικό εργασιακό καθεστώς, κλειστά επαγγέλματα και κλειστές αγορές. Άμεση συνέπεια ήταν και είναι η αδυναμία μας να αντεπεξέλθουμε στο διεθνή εμπορικό και βιομηχανικό ανταγωνισμό.
Η ελληνική κοινωνία, από την άλλη, έβλεπε πάντα στο κράτος ως τον «από μηχανής θεό», που θα έλυνε τα προβλήματά της με τα λογής επιδόματα και τις θέσεις στο Δημόσιο. Αντίληψη, που υποδαύλισε σειρά κυβερνήσεων και από τα δύο μεγάλα κόμματα.
Η κρίση ήταν αναπόφευκτη.
Σήμερα, τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έχουν οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε μία εκρηκτική κατάσταση. Πλέον, έχουμε φθάσει στο απροχώρητο. Πληρώνουμε το λογαριασμό για την αμεριμνησία, την ανευθυνότητα, τον οχαδερφισμό, που επιδείξαμε, όλα αυτά τα χρόνια.
Υπάρχει, όμως, μία ακόμα ευκαιρία. Με την προϋπόθεση ότι θα αξιολογήσουμε εποικοδομητικά τα διδάγματα, που προκύπτουν. Ότι θα αντιμετωπίσουμε τις πραγματικές της αιτίες. Ότι θα πάμε στη ρίζα του προβλήματος. Ώστε, να προχωρήσουμε, στη συνέχεια, στην «επανεκκίνηση» της ελληνικής οικονομίας, στο πλαίσιο της νέας πραγματικότητας.
Αρκεί μόνο να κάνουμε τις σωστές επιλογές.
Καταρχάς, μειώνοντας το εξωπραγματικό μέγεθος του κράτους. Σε αυτό οφείλονται, εν πολλοίς, τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε: η διαφθορά, η γραφειοκρατία, η πολυνομία, η συναλλαγή, οι ευνοιοκρατικές ρυθμίσεις. Δεν μπορούμε πλέον να προχωρήσουμε, με μια τεράστια δημόσια διοίκηση, που δεν προσφέρει, αλλά κοστίζει.
Δεύτερον, πρέπει να συγκροτήσουμε ένα βιώσιμο και ανταποδοτικό ασφαλιστικό σύστημα. Δεν είναι δυνατό το 85% των ασφαλιζόμενων ανδρών στο ΙΚΑ να συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τα 65 έτη, λόγω «εξαιρέσεων». Ούτε μπορούμε να ελπίζουμε ότι με μαγικές συνταγές που δεν αυξάνουν τα όρια ηλικίας ή τις εισφορές, το ασφαλιστικό μας σύστημα θα λειτουργεί στο διηνεκές.
Τρίτον, οφείλουμε να βελτιώσουμε το καθεστώς στην αγορά εργασίας. Σήμερα, έχουμε ένα από τα πιο ανελαστικά καθεστώτα σε όλη την Ευρώπη με τις υψηλότερες εργοδοτικές εισφορές. Πρέπει, επιτέλους, να καταλάβουμε ότι με αυτό τον τρόπο αποθαρρύνεται η είσοδος των νέων στην αγορά εργασίας, παρεμποδίζεται η κινητικότητα των εργαζομένων, εντείνονται οι αρνητικές επιπτώσεις στην ανεργία και το κυριότερο υποθηκεύεται το μέλλον της σημερινής παραγωγικής τάξης.
Τέταρτον, είναι ανάγκη να ανατρέψουμε το ήδη αρνητικό, για τις επιχειρήσεις, περιβάλλον. Η επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα με έκτακτους και νέους φόρους, αναπόφευκτα, οδηγεί σε περιορισμό των επενδύσεων, σε μείωση των προσλήψεων, σε εκδίωξη ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Σε λιγότερη ανάπτυξη. Ιδίως, με τις παρούσες συνθήκες, η επιβολή πρόσθετης φορολογίας, σε μία αγορά που συνεχώς συρρικνώνεται, δεν μπορεί παρά να έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Επιτρέψτε μου να προσθέσω στο σημείο αυτό, ότι, μόλις χθες, το ΕΒΕΑ έδωσε στη δημοσιότητα μία ολοκληρωμένη πρόταση για την ανασυγκρότηση ενός νέου φορολογικού συστήματος, βάσει απλών, αλλά σύγχρονων αρχών, το οποίο είναι άμεσα εφαρμόσιμο, χωρίς υπερβολικό διαχειριστικό κόστος και με ορίζοντα δεκαετίας. Ευελπιστώ ότι θα αποδειχθεί χρήσιμο και ότι θα αξιοποιηθεί.
Πέμπτον, πρέπει, επιτέλους, να βάλουμε τέλος στον ασύδοτο λαϊκισμό, που επικρατεί, και που προέρχεται από κάθε κατεύθυνση. Που έχει διαβρώσει τον τρόπο σκέψης των πολιτικών και των πολιτών. Που με δήθεν «κοινωνικές» πολιτικές προτάσσει το όφελος των λίγων εις βάρος του συνόλου. Μία ευνομούμενη κοινωνία, που, πραγματικά, φροντίζει για τους πολίτες της, δεν μπορεί να ανέχεται εκείνους τους λίγους, που εκβιαστικά ζητούν την ικανοποίηση των «κεκτημένων» συντεχνιακών τους αιτημάτων – τους λιμενεργάτες που κλείνουν το λιμάνι του Πειραιά, τους αγρότες που αποκλείουν τους εθνικούς δρόμους, όλους όσους κλείνουν ετσιθελικά το κέντρο της Αθήνας, προκαλώντας κυκλοφοριακή συμφόρηση και ασφυξία στους τζίρους των καταστημάτων.
Φαντάζομαι ότι όλα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Και έχουν ειπωθεί, πολλές φορές. Πεποίθησή μου είναι ότι πλέον δεν μπορούμε να τα αγνοούμε, ούτε να μεταθέτουμε στις καλένδες την οριστική επίλυση των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, που οι ίδιοι προκαλέσαμε.
Είναι καιρός να παραδεχθούμε ότι, όταν η αγορά λειτουργεί εύρυθμα και οι επιχειρήσεις ενθαρρύνονται και υποστηρίζονται για να αναπτυχθούν και να επενδύσουν μπορεί να ενισχυθεί η οικονομία μας, κυρίως στις δύσκολες στιγμές, και να έρθει η ανάπτυξη για τα επόμενα χρόνια.
Τώρα, είναι η ώρα να επενδύσουμε άμεσα και σοβαρά, ως χώρα, σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης με λιγότερο, αλλά πιο αποτελεσματικό κράτος, με επενδύσεις, ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες, δυναμική διείσδυση σε ξένες αγορές και μία νέα, σύγχρονη αντίληψη για την κοινωνία και το κράτος.
Η νέα οικονομική πραγματικότητα μας καλεί να αλλάξουμε νοοτροπία και συνήθειες. Να δούμε καθαρά την πραγματικότητα που έχουμε μπροστά μας και να κάνουμε τις αναγκαίες προσαρμογές, ακόμα κι αν αυτές είναι πρόσκαιρα επώδυνες. Με άμεσες, συνεπείς και στρατηγικά σχεδιασμένες αποφάσεις για την οικονομία. Με μέτρα, που δε θα είναι «φιλολαϊκά», όπως τα έχουμε συνηθίσει τουλάχιστον, αλλά πραγματικά κοινωνικού χαρακτήρα με μακροχρόνιο ορίζοντα. Που θα σχεδιάσουμε με κοινή λογική και υπευθυνότητα και θα εφαρμόσουμε με ισχυρή βούληση και τόλμη.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr