Σύμφωνα με τον Διοικητή της ΤτΕ:
● Μία ενδεχόμενη υποτίμηση του "νέου" νομίσματος θα αύξανε το κόστος των εισαγωγών, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση του πληθωρισμού.
● Η νομισματική πολιτική δεν θα διέθετε την αξιοπιστία που έχει οικοδομήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, γεγονός που θα ενίσχυε τις πληθωριστικές προσδοκίες.
● Θα διαμορφώνονταν προσδοκίες για περαιτέρω υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος, οπότε θα επαυξάνονταν τα ασφάλιστρα έναντι τόσο του συναλλαγματικού κινδύνου όσο και του κινδύνου της χώρας.
● Οι παράγοντες αυτοί θα ωθούσαν προς τα πάνω τα ονομαστικά επιτόκια, προκαλώντας αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, υπονομεύοντας έτσι τη δημοσιονομική προσαρμογή και στερώντας πόρους που θα μπορούσαν να διατεθούν σε άλλες, πιο παραγωγικές χρήσεις.
● Θα προέκυπτε και πάλι κόστος μετατροπής νομισμάτων μεταξύ της Ελλάδος και των υπόλοιπων μελών της ζώνης του ευρώ. Το κόστος αυτό θα επιδρούσε ανασταλτικά στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και τις επενδύσεις.
● Η αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα αύξανε το κόστος των συναλλαγών για την Ελλάδα, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο το εμπόριο και τις επενδύσεις.
● Το υφιστάμενο χρέος σε ευρώ θα γινόταν χρέος σε συνάλλαγμα και θα διογκωνόταν περαιτέρω με κάθε υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος.
● Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε πλέον να επωφελείται από τις οικονομίες κλίμακας που συνεπάγεται η ύπαρξη κοινού νομίσματος, π.χ. λόγω της μικρότερης διακύμανσης ισοτιμιών στο πλαίσιο της διευρυμένης αγοράς συναλλάγματος.
Στο άρθρο του ο κ. Προβόπουλος αναφέρει επίσης και τα εξής:
Στο επίκεντρο των σημερινών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται η απώλεια της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας στην περίοδο μετά την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ. Η υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας, με τη σειρά της, οφείλεται σε διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός σε μια περίοδο που η ταχύρρυθμη ανάπτυξη επέβαλλε τη δημοσιονομική εξυγίανση, και ο μεγάλος δημόσιος τομέας, που μάλιστα διογκώθηκε περαιτέρω, κατά 6 εκατοστιαίες μονάδες, μετά την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ, φθάνοντας το 51% του ΑΕΠ. Οι δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας και προϊόντων οδήγησαν σε ρυθμούς ανόδου των τιμών και των μισθών συστηματικά υψηλότερους από τα αντίστοιχα μεγέθη στη ζώνη του ευρώ, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η διεθνής ανταγωνιστικότητα. Τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα αυξάνουν το κόστος δανεισμού, που με τη σειρά του ανατροφοδοτεί τα ελλείμματα. Η διόγκωση του δημόσιου τομέα έχει επιτείνει την αναποτελεσματικότητα, ενώ έχει διαβρώσει και την εξαγωγική βάση. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η δημιουργία δίδυμων ελλειμμάτων: δηλαδή μεγάλες και μη διατηρήσιμες ανισορροπίες τόσο στα δημόσια οικονομικά όσο και στο ισοζύγιο πληρωμών.
Όσοι διατείνονται ότι η Ελλάδα θα οδηγηθεί στην έξοδο από την ευρωζώνη θεωρούν ότι η χώρα δε διαθέτει τη βούληση να μειώσει δραστικά το διαρθρωτικό δημοσιονομικό της έλλειμμα, να ελέγξει τα στοιχεία κόστους και να προχωρήσει στις διαρθρωτικές εκείνες μεταρρυθμίσεις, που είναι αναγκαίες για την ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας. Υποστηρίζουν επίσης ότι η υποτίμηση του υποτιθέμενου, νέου εθνικού νομίσματος θα μπορούσε, σαν «μαγικό ραβδί», να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα. Θα μπορούσε όμως να συμβεί πράγματι κάτι τέτοιο;
Η Ελλάδα είχε αντιμετωπίσει πρόβλημα δίδυμων ελλειμμάτων και στη δεκαετία του ‘80, έχοντας τότε όμως το δικό της νόμισμα, τη δραχμή. Χρησιμοποίησε το «μαγικό ραβδί», προβαίνοντας σε μεγάλες υποτιμήσεις της δραχμής δύο φορές, το 1983 και το 1985, χωρίς όμως παράλληλα να πετύχει μακρόπνοες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και διατηρήσιμη δημοσιονομική εξυγίανση. Και τα δύο περιστατικά υποτιμήσεων ακολούθησε μία ακόμη μεγαλύτερη άνοδος των τιμών και των μισθών, χωρίς να επιτευχθεί μόνιμη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Οι κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά της δραχμής αποφεύχθηκαν αποκλειστικά και μόνο χάρη στους αυστηρούς περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων που ίσχυαν την εποχή εκείνη, μια επιλογή που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε σήμερα να θεωρηθεί εφικτή αλλά ούτε και επιθυμητή. Έτσι το πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων παρέμεινε. Αυτά λοιπόν ήταν τα αποτελέσματα του «μαγικού ραβδιού» των υποτιμήσεων.
Με την ελληνική οικονομία να βρίσκεται σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα κοστίσει πολύ λιγότερο στην Ελλάδα να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της όντας μέσα στη ζώνη του ευρώ. Οπότε, αντί της «ελληνικής τραγωδίας», πιο εύστοχη σε αυτή την περίπτωση θα ήταν η αναφορά στη γνωστή περικοπή από την Οδύσσεια. Στο ομηρικό αυτό έπος, οι Σειρήνες με το τραγούδι τους σαγηνεύουν τους ναύτες του Οδυσσέα και τους παρασύρουν να βουτήξουν στη θάλασσα και στο βέβαιο θάνατο. Οι Σειρήνες, στην περίπτωσή μας, είναι αυτοί που υποστηρίζουν την αποχώρηση της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ. Η Ελλάδα όμως δεν θα υποκύψει στον πειρασμό των βραχυπρόθεσμων λύσεων, αλλά θα ακολουθήσει το δρόμο των αναγκαίων τολμηρών μεταρρυθμίσεων. Το ευρώ αποτελεί το κατάρτι πάνω στο οποίο το μέλλον της ελληνικής οικονομίας είναι στέρεα δεμένο.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr