Σημειώνεται ότι η Γερμανία αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά προέλευσης τουριστών στην Ευρώπη, όντας μια από τις τρεις μεγαλύτερες παγκοσμίως μαζί με την Κίνα και τις ΗΠΑ.
Με βάση, μάλιστα, μελέτη του Συνδέσμου Γερμανικών Ταξιδιών (DRV), που προγραμματιζόταν να παρουσιαστεί στην αναβληθείσα ΙΤΒ, κατά το 2019, οι Γερμανοί ξόδεψαν για ταξίδια που αποτέλεσαν τις κύριες διακοπές τους το ποσό των 73€ δις, σημειώνοντας αύξηση 3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος (2018). Επίσης ο μέσος όρος συνολικής δαπάνης για τον βασικό κορμό των διακοπών τους εντός Ευρώπης είναι 1.162€, ενώ σε ό,τι αφορά στις ταξιδιωτικές δαπάνες οι Γερμανοί διαθέτουν κατά μέσο όρο 98€/ημέρα διακοπών.
Στη χώρα μας, οι Γερμανοί συγκαταλέγονται μεταξύ των πέντε εθνικοτήτων που ξοδεύουν περισσότερο, καθώς, μετά το 2018, κατά το οποίο οι ταξιδιωτικές τους δαπάνες στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά ένα εντυπωσιακό ποσοστό της τάξης του 16% σε σχέση με το 2017, το 2019 διατηρήθηκαν στα ίδια επίπεδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, παρουσιάζοντας οριακή πτώση 0,2%, ποσοστό που διαμόρφωσε τις ταξιδιωτικές εισπράξεις από Γερμανία στα 2.955,7€ εκ. (Σημειώνεται ότι, η Έρευνα Εισπράξεων αποσκοπεί στην εκτίμηση της δαπάνης την οποία πραγματοποιούν στην Ελλάδα οι ταξιδιώτες -κάτοικοι εξωτερικού- κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους στη χώρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η μέση διάρκεια παραμονής των Γερμανών είναι περίπου 10,2 ημέρες).
Τούτων δοθέντων είναι προφανές ότι η Γερμανία έχει τον πρώτο λόγο για το πλαίσιο επανεκκίνησης του τουρισμού στην ΕΕ, καθώς μάλιστα γερμανικοί είναι και οι δυο πιο «παγκόσμιοι πρωταθλητές» tour operators (TUI Deutschland με τζίρο πέρυσι 5.8 δισεκ και DER Touristik με 3.4 δισεκ μόνο για τα τμήματα της Γερμανίας χωρίς τις θυγατρικές), ενώ και η Lufthansa αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες του κλάδου των αερομεταφορών.
Ήδη, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό ΘΕΜΑ 104,6, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, κ. Γιάννης Ρέτσος ανέφερε σε σχέση με την Ελλάδα που πέρυσι είχε σχεδόν 3 εκ. αφίξεις από τη Γερμανία ότι η εν λόγω αγορά αυτή τη στιγμή είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο στοίχημα. «Αν μπορέσουμε και κάνουμε κάποιες τέτοιες συμφωνίες με αρχή τη Γερμανία και κάποιες άλλες μικρότερες χώρες που ήδη είμαστε σε συζήτηση, θεωρώ ότι ένα μέρος έστω και το 1/3 αυτών των εσόδων, έστω και το 1/4 αυτών των εσόδων να μπορέσουμε να ανακτήσουμε. Θα είναι πάρα πολύ σημαντικό για να δημιουργήσουμε πλέον τη γέφυρα για το 2021. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να μπορέσουμε να περάσουμε στο 2021 με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες».
Εθνικοί ανταγωνισμοί
Στο φόντο αυτό, είναι προφανές ότι μπορεί η Κομισιόν να έβαλε στο τραπέζι στο πλαίσιο ιδεών που έδωσε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα την αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης, ωστόσο είναι προφανές ότι κάτω «από τις γραμμές» σοβεί μια εθνική σύγκρουση. Σύμφωνα, δε, με πληροφορίες, την προηγούμενη εβδομάδα στο πλαίσιο των «ζυμώσεων» στις Βρυξέλλες για το σχέδιο της Κομισιόν και την επαναφορά της ζώνης Σένγκεν βγήκαν «μαχαίρια». Όπως αναφέρεται η Ελλάδα κεφαλαιοποιώντας την καλή της εικόνα, ζήτησε να υπάρξει πανευρωπαϊκή δέσμευση για το θέμα της καραντίνας του 14ημέρου (να μην ισχύει όταν επιστρέφει κάποιος τουρίστας στη χώρα προέλευσης από την Ελλάδα). Αυτό έφερε έντονες αντιδράσεις, καθώς πρόκειται για αποφάσεις που αποτελούν πεδίο εθνικών πολιτικών. Επίσης υπήρξε έντονη συζήτηση για το πώς δε θα γίνει «μονοπώληση» του τουρισμού με ταξίδια low distance – μικρής απόστασης – που ευνοούν τις μεγάλες αγορές του ευρωπαϊκού κέντρου.
Πάντως η Κομισιόν μετά από έντονες συζητήσεις προέταξε την αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης: Δηλαδή, όταν ένα κράτος μέλος αποφασίσει να επιτρέψει την πραγματοποίηση μετακινήσεων στο έδαφός του ή σε συγκεκριμένες περιφέρειες και περιοχές εντός της επικράτειάς του, θα πρέπει να το πράττει κατά τρόπο που δεν θα εισάγει διακρίσεις — επιτρέποντας τα ταξίδια από όλες τις περιοχές ή τις χώρες της ΕΕ με παρόμοιες επιδημιολογικές συνθήκες. Στο ίδιο πνεύμα, όλοι οι περιορισμοί πρέπει να αίρονται χωρίς διακρίσεις, για όλους τους πολίτες της ΕΕ και για όλους τους κατοίκους του εν λόγω κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους και θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα μέρη της Ένωσης με παρόμοια επιδημιολογική κατάσταση.
Ωστόσο, όπως φαίνεται έστω και με την αρχή αυτή, το μέλλον φέτος του τουρισμού θα κριθεί με διμερείς συμφωνίες πανευρωπαϊκά, έστω κι αν αυτό βάζει σε δοκιμασία βασικές αρχές της ΕΕ. Ήδη, η Αθήνα, βρίσκεται σε προχωρημένες επαφές με χώρες που έχουν αντίστοιχα καλές υγειονομικές επιδόσεις στη διαχείριση της πανδημίας, προκειμένου να καταλήξει σε διμερείς συμφωνίες που θα επιτρέψουν τα ταξίδια μεταξύ των δύο πλευρών.
Όπως, δε, ανέφερε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων Γιάννης Ρέτσος σε τηλεοπτική του συνέντευξη στην εκπομπή «Επιλογές» της ΕΡΤ, το Σάββατο, βασικό κριτήριο για την χρονιά είναι, αφενός το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων αλλά και οι διακρατικές συμφωνίες με την επανεκκίνηση των αερομεταφορών.
Ιταλική αντίδραση
Πάντως τα σχέδια για διακρατικές συμφωνίες έστω και με βάση το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον τουρισμό επέκρινε ο Ιταλός πρωθυπουργός, Τζουζέπε Κόντε.
«Δεν αποδεχόμαστε τις διμερείς συμφωνίες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα δημιουργήσουν προνομιούχα μονοπάτια τουρισμού», τόνισε ο Κόντε σε συνέντευξη τύπου την περασμένη Τετάρτη.
«Ο τουρισμός δεν μπορεί να επηρεάζεται από διμερείς συμφωνίες. Αν γίνει κάτι τέτοιο, εμείς θα εγκαταλείψουμε την ΕΕ, δεν θα επιτρέψουμε ποτέ μια τέτοια εξέλιξη», προειδοποίησε, υπογραμμίζοντας ότι ο τουρισμός αποτελεί το 13% του ιταλικού ΑΕΠ.
Οι απώλειες του ιταλικού τουρισμού λόγω του κορονοϊού, μπορεί να αγγίξουν ακόμη και τα 120 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το τέλος της χρονιάς, σύμφωνα με την Ιταλική Ένωση Επιχειρήσεων Confcommercio. Έως και 420.000 θέσεις εργασίας και 270.000 επιχειρήσεις στους τομείς του εμπορίου και του τουρισμού βρίσκονται σε κίνδυνο.
Από την πλευρά της βέβαια, η ιταλική κυβέρνηση έχει συγκεντρώσει 5 δισεκατομμύρια ευρώ για τη στήριξη των τομέων του τουρισμού και του πολιτισμού στο πλαίσιο του πακέτου οικονομικής ενίσχυσης συνολικού ύψους 55 δισεκατομμυρίων, για την ανάκαμψη της οικονομίας από την κρίση του κορονοϊού.
Την ίδια ώρα, η αντιπρόεδρος Ανταγωνισμού και αρμόδια για την προσαρμογή της Ευρώπης στην Ψηφιακή Εποχή, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, επισήμανε τον κίνδυνο «κατακερματισμού», όπως είπε, της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς μετά την άρση των σχετικών απαγορεύσεων για τις κρατικές ενισχύσεις και την ισχύ της νέας νομικής βάσης που επέβαλε η «έκτακτη ανάγκη» του κορονοϊού. Βέβαια, αυτή νέα νομική βάση της ΕΕ περί κρατικών επιδοτήσεων προσφέρει στην Κομισιόν τη δυνατότητα έγκρισης πολλών περισσοτέρων σε σχέση με την προ πανδημίας κανονικότητα.
Η συνέντευξη της Δανέζας πολιτικού δόθηκε προς ορισμένες ευρωπαϊκές εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, μεταξύ των οποίων και η ιταλική Corriere della Sera. «Υπάρχει κίνδυνος κατακερματισμού της ενιαίας αγοράς. Η νέα νομική βάση έκτακτης ανάγκης μάς επιτρέπει να εγκρίνουμε πολύ περισσότερες κρατικές ενισχύσεις από ό,τι σε μια κανονική κατάσταση, ωστόσο δεν μπορούμε να εγκρίνουμε κρατικές ενισχύσεις που δεν είναι αναλογικές. Κανένα κράτος δεν μπορεί να ‘υπερενισχύσει’». Και τούτο διότι «υπάρχουν κράτη-μέλη της ΕΕ τα οποία δεν έχουν τον δημοσιονομικό χώρο για να κάνουν το ίδιο» (δηλαδή να «υπερενισχύσουν»). Η αντιπρόεδρος είπε ότι η Κομισιόν εργάζεται εντατικά «πάνω στο μέσο ανάκαμψης που συνδέεται με τον προϋπολογισμό της ΕΕ, ώστε να υπάρξει ταχύτερη και ισχυρότερη πανευρωπαϊκή ανάκαμψη». Έτσι, ένας από τους τρέχοντες στόχους είναι και ο προαναφερθείς «περιορισμός του κατακερματισμού της ενιαίας αγοράς». Ως προς τα κεφάλαια του «μέσου ανάκαμψης», η Βεστάγκερ περιορίστηκε να δηλώσει ότι προς το παρόν εξελίσσεται «μακροοικονομική αξιολόγηση».
Σημειώνεται ότι άμεση οικονομική ενίσχυση περίπου 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων πρόκειται να λάβει ο ταξιδιωτικός κολοσσός TUI, με τη μορφή δανείου, από τη γερμανική τράπεζα KfW. Για την έκδοση του δανείου έδωσε την έγκρισή της η γερμανική κυβέρνηση την Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020. Η εν λόγω χρηματοδότηση θα προστεθεί στα ήδη 1,75 δισεκατομμύρια που έχει λαμβάνειν η εταιρεία από ανοικτή πιστωτική γραμμή.
Αθροίζοντας τα δύο δάνεια, η TUI θα έχει ρευστότητα της τάξεως των 3,1 δισεκατομμυρίων ευρώ, ώστε να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις του κορονοϊού.
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr