Όπως ανέφερε, με βάση τα στοιχεία από την ΕΡΓΑΝΗ ήταν 700.000 οι εργαζόμενοι το τρίτο τρίμηνο του έτους. Εδώ λοιπόν είναι το μεγάλο στοίχημα, του πώς θα στηριχθούν οι θέσεις απασχόλησης (σ.σ. μέσα από ευρωπαϊκά κονδύλια) διαμοιράζοντας το κόστος μεταξύ της επιχείρησης, του κράτους και του εργαζόμενου.
«Θεωρώ κρίσιμο για τον τουρισμό και ευρύτερα για την οικονομία να καταφέρουμε να στηριχθούν εργαζόμενοι κι επιχειρήσεις φέτος ώστε να δημιουργηθεί η γέφυρα για το 2021, οπότε θα ξεκινήσει η ανάπτυξη. Υπό προϋποθέσεις, το 2021 θα είναι μία χρονιά σημαντικής ανάκαμψης αλλά για να φτάσουμε πάλι στα έσοδα- ρεκόρ των 18 δισ. ευρώ του 2019 δεν μπορούμε να μιλάμε πριν το 2023».
Μάλιστα χαρακτήρισε το θέμα ζωτικό ανάλογο με τα υγειονομικά πρωτόκολλα για τα οποία που όπως έχει αναφερθεί θα υπάρξει πρόταση του ΣΕΤΕ και του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος στις 11 Μάη.
Ο κ. Ρέτσος πάντως εξέφρασε τον προβληματισμό του για το ότι η Ευρώπη αποτυγχάνει να καθορίσει μια ενιαία στρατηγική για τον κλάδο. «Είμαστε πλέον απαισιόδοξοι για το αν θα προκύψει πανευρωπαϊκή διαδικασία για μία κοινή ενιαία στρατηγική στον τουρισμό. Στην Ευρώπη, οι χώρες έχουν να στηρίξουν τις δικές τους οικονομίες γι’ αυτό βλέπω πιο πιθανό να υπάρξουν διακρατικές συμφωνίες. Εκεί όπου μπορεί να υπάρξει απόφαση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο θα είναι στις αερομεταφορές. Η συνολική εικόνα ωστόσο δεν πρόκειται να ξεκαθαρίσει πριν τα τέλη Μαΐου - αρχές Ιουνίου».
Επιπλέον σημείωσε ότι για την ανάκαμψη, απαραίτητη είναι και η επανεκκίνηση των διεθνών αερομεταφορών. «Αν δεν καθοριστεί ο τρόπος που θα πετάξουν τα αεροπλάνα δεν μπορούμε να μιλάμε για προβλέψεις φέτος», δήλωσε ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, που τόνισε ότι ο εσωτερικός τουρισμός δεν μπορεί να δώσει ώθηση για κάλυψη του χαμένου εδάφους από τον εισερχόμενο.
«Παρότι, οι προβλέψεις της Κομισιόν φέρνουν κοντά την Ελλάδα με την Ισπανία και την Ιταλία όσον αφορά την ύφεση για φέτος, στο κομμάτι του τουρισμού έχουμε μία πολύ σημαντική διαφορά, με την έννοια ότι το ποσοστό του εισερχόμενου και του εγχώριου τουρισμού σε αυτές τις δύο χώρες είναι ισομερώς κατανεμημένο στο 50%- 50%, ενώ στην Ελλάδα τα αντίστοιχα ποσοστά είναι στο 92%- 8%. Είναι εύκολα κατανοητό λοιπόν ότι οι άλλες δύο χώρες μπορούν να διεκδικήσουν μέρος της εγχώριας ζήτησης». Σύμφωνα με τον κ. Ρέτσο, από τα 22 δισ. ευρώ άμεσων εσόδων το 2019 (συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας και του εσωτερικού τουρισμού), ένα 92% είναι εισερχόμενο και μόλις 8% εγχώριο.
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr