Το Skipper’s yacht ’n’ roll bar, όπως είναι το πλήρες όνοµα του, στέκει εδώ και δεκαετίες στο ίδιο σηµείο, ανάµεσα στον προβλήτα Νο1 και το καρνάγιο της Μαρίνας Αλίµου, αφηγείται την ιστορία της και ενώνει µε κοινά βιώµατα και συγκινήσεις αρκετές γενιές.
Ξεκίνησε στις 4 Σεπτεµβρίου 1987 και σε µερικούς µήνες µπαίνει στον 32ο χρόνο της λετουργίας του. Το εντυπωσιακό είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια λετουργεί συνεχώς και αδιαλείπτως µε το ιδιο όνοµα, την ίδια φιλοσοφία και, κυρίως, τους ίδιους επιχειρηµατίες.
Πρόκειται για τους αδελφούς Αλέξη και Γιάννη Μελίτα, ανθρώπους της θάλασσας και µε πολύ παλιά ιστορία στο yachting.
Αν και όλα αυτά τα χρόνια αποφεύγουν την προβολή, ο λόγος που ο Αλέξης δίνει αυτή τη συνέντευξη είναι επειδή, όπως λέει, είναι µια συζήτηση ανάµεσα στον ιδιοκτήτη του πιο παλιού ναυτικού bar και τον ιδιοκτήτη του πιο παλιού ναυτικού περιοδικού, ο οποιος συµβαίνει να είναι και από τους πιο παλιούς πελάτες του Skipper’s.
Ο παλιός είναι αλλιώς, δηλαδή!
Το Skipper’s είναι ένα από τα πιο παλιά µαγαζιά της Αθήνας, αν όχι το παλαιότερο, τουλάχιστον από τα πολύ γνωστά, πώς άντεξε τόσα χρόνια;
Μπορεί τα 31 χρόνια συνεχούς λειτουργίας ενός bar να είναι πολλά για τα Ελληνικά δεδοµένα όµως σε όλες τις Ευρωπαϊκές πόλεις υπάρχουν σηµεία και χώροι που συνδέονται µε τη ζωή των ανθρώπων διαχρονικά σε βάθος εκατονταετιών, στα οποία µεγάλωσαν πολλές γενιές. Εκεί οι νέοι άνθρωποι µπορούν να συχνάζουν σε bar που παλιά τα ΄πιναν οι γονείς τους και οι παπούδες τους, όταν ήταν νέοι. Υπάρχει δηλαδή µια ιστορικότητα που διαπερνάει τις γενιές συνδέοντάς τες µε κοινά βιώµατα και κοινά συγκινησιακά ιδιώµατα.
Αντιθέτως στον τόπο µας κάθε µερικά χρόνια σβήνουµε όλα τα κοινωνικά πεπραγµένα και πάνω στην επιφάνεια εγγράφουµε ότι µας …γυαλίσει, µε αποτέλεσµα το µοναδικό τέτοιο διαχρονικό σηµείο αναφοράς να είναι ο … «Άγνωστος στρατιώτης». Αυτό όµως, στην ουσία, δεν αποτελεί µια δυναµική και ισορροπηµένη εξέλιξη, µια σταθερή κίνηση της κοινωνίας προς τα εµπρός, δηλαδή προς το µέλλον, αλλά µια …ιστορική ασυνέχεια. Είµαστε µια κοινωνία χωρις αποτύπωµα, ένα σύνολο Κοντορεβυθούληδων που καταβροχθίζουν ακόµα και τα ψίχουλα που έχουν για σηµάδι. Στον τοµέα της αναψυχής τα µαγαζιά αλλάζουν όνοµα, διακόσµιση, ακόµη και επιχειρηµατίες κάθε λίγα χρόνια, όλα είναι αναλώσιµα. Πρόκειται δηλαδή για µια συνεχή «αρπαχτή», µια επινόηση µε πολύ …κοντό φυτίλι, ακόµα και το πώς αντιλαµβάνεται ο καθένας τον εαυτό του.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στην παραλία (αλλά και στα ενδότερα) της Αθήνας τα τελευταία 30 χρόνια τίποτα δεν έχει µείνει ίδιο –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, υποθέτω.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΟ ΤΟΥΡΙΣΜΟ
Πώς βρέθηκε το Skipper’s bar να λειτουργεί στην Μαρίνα Αλίµου;
Το 1978 χρειάστηκε να µεταφέρουµε εκεί µερικές δεκάδες από τα σκάφη της οικογενειακής µας επιχείρησης επειδή ο χώρος ελλιµενισµού στη Μαρίνα Ζέας ήταν περιορισµένος και τα σκάφη ήταν πολλές ντάνες. Τότε η Μαρίνα Αλίµου κατασκευαζόταν ακόµη και ήταν ένα γιγαντιαίο εργοτάξιο, µια απέραντη χωµατερή, που είχε καταληφθεί αυθαίρετα από µια ιδιότυπη κατηγορία … «σκαφάτων» την οποία θα µπορούσε κάποιος – που η πολιτική ορθότητα δεν είναι το δυνατό του σηµείο- να χαρακτηρίσει ως «παρίες του yachting».
Μιλάµε για µια κοινότητα µη αποδεκτή στις –έτσι κι αλλιώς- ελάχιστες µαρίνες που υπήρχαν τότε. Στην ουσία η περιοχή αποτελούσε µια παραθαλάσσια φαβέλα όπου αυτοί οι άνθρωποι µαστόρευαν τα αυτοσχέδια πλεούµενα τους και σκάρωναν τα όνειρα τους για …την κατάκτηση του Σαρωνικού «ωκεανου». Οι εργολάβοι βέβαια τους κυνηγούσαν αλλά, όπως λένε και τα φρικιά, «τα όνειρα δεν φυλακίζονται»!
Τελικά αφού µαλάγρωσα τον εργοταξιάρχη µε κάµποσα χιλιάρικα µού παραχώρησε ολόκληρο το κρυπίδωµα του προβλήτα Νο 4 για να ελλιµενίσω τα σκάφη.
Έτσι καθώς ήταν ενα βήµα από την πολύβουη και φανταχτερή παραλιακή λεωφόρο, αλλά ταυτόχρονα εκτός των τειχών της πόλης και αποτελούσε έναν εντελώς ξεχωριστό πλανήτη, αυτός ο τόπος µε γοήτευσε.
Κι επειδή στα 70’ς ήταν πολύ …must να διαθέτει κανείς ένα µπαράκι άρχισε αυτή η ιδέα να στιφογυρίζει στο µυαλό µου όπως η µύγα γύρω από την κουράδα*. Τελικά χρειάστηκε να περάσουν 9 χρόνια µέχρι να προσγειωθεί πάνω της!
Κάπως έτσι από το θαλάσσιο τουρισµό πέρασα στον παραθαλάσσιο τουρισµό!
Τελικά στις 4-9-1987, σε ένα χώρο 30 τ.µ. µε λίγα τραπεζάκια και µια ξυλόσοµπα στη µέση, που µας ζεσταίνει ακόµα, δεχθηκε τους πρώτους πελάτες του.
Ιστιοπλόους και ανθρώπους του yachting υποθέτω
Ίσως αυτοί ήταν οι πρώτοι που το πήραν χαµπάρι, όπως κι εσύ, που είσαι από τους πρώτους θαµώνες του Skipper’s, αλλά η στόχευση δεν ήταν αυτή.
Η Αθήνα ηταν χωρισµένη σε διάφορες πολιτισµικές …φυλές που είχαν χωρίσει τα τσανάκια τους και η µια δεν µπερδεύοταν στα πόδια της άλλης: (ροκάδες, Κνίτες, φρικιά, γκιράπια, σκίνια, ιστιοπλόοι, Φιλισταίοι κ.ο.κ.) και η κάθε µια από αυτές είχε τους δικούς της λατρευτικούς χώρους, τα δικά της στέκια, τον δικό της τρόπο διασκέδασης.
Ήταν η εποχή που η ελληνική κοινωνία -όπως η έφηβη που εξερευνά το σώµα της- ανακάλυπτε µαζικά την υποτιθέµενη διαφορετικότητα στους κόλπους της.
Όποιος λοιπόν ήθελε να ανοίξει µπαρ έπρεπε να επιλέξει το target group του στο πλαίσιο κάποιας από τις ανωτέρω …φυλές.
Επειδή όµως -πέραν από το πώς η ίδια η ελληνική κοινωνία φαντασιωνόταν τον εαυτό της- στην πραγµατικότητα το κοινωνικό status της χώρας ήταν αµοιγώς αγροτοκτηνοτροφικό (πριν βεβαίως ο Κωστόπουλος … ξεβλαχέψει τη χώρα, όπως δήλωσε πρόσφατα ο ίδιος!). Γιαυτό έβλεπα µε ιδιαίτερη καχυποψία αυτούς τους επίπλαστους διαχωρισµούς κι έτσι αποφάσισα το Skipper’s να µην αποτελέσει … θεµατική ενότητα αλλά εναν πολυσυλλεκτικό χώρο, µια -ας πούµε-…πολυπολιτισµική νησίδα.
Σε αυτή την επιλογή ηταν απόλυτα σύµφωνος και ο αδελφός µου ο Γιάννης, µε τον οποίο πορευθήκαµε µαζί από τότε µέχρι σήµερα. Έτσι όλες οι φυλές, οι φάρες, οι συνοµοταξίες και οι ηλικίες συνωστίστηκαν και συνυπήρξαν αρµονικά στις τάξεις του. Και, αν κρίνω από την µέχρι σήµερα επίµονη προτίµηση τους στο χώρο αυτό, νοµίζω ότι δεν πρέπει να πέρασαν ιδιαίτερα άσχηµα όλα αυτά τα χρόνια.
Συνελόντι ειπείν στο Skipper’s δεν µπήκε ποτέ face control, ποτέ δεν παίχτηκαν ελληνικά (εκτός από το «Αρτζεντίνα» των «Χειµερινών Κολυµβητών» που, τα τελευταία 25 χρονια, ακούγεται πάντα στις 12 τα µεσάνυχτα), ποτέ δεν πούλησε µούρη κοσµοπολίτικη, ποτέ η αξιοσέβαστη τάξη των… σελεµπριταδόρων δεν βρήκε την …θαλπωρή και την αναγνώριση που έβρισκε στα άλλα µαγαζιά. Το public relation δεν υποκατέστησε τις ειλικρινείς (και χωρίς -ένθεν κακείθεν- γλύψιµο) ανθρώπινες σχέσεις, ούτε επιχειρήσαµε να υποκαταστήσουµε µε …ντιζαϊνιές την αίσθηση που απέπνεε ο χώρος, αλλά η όλη προσπάθεια στηρίχτηκε σε µια αισθητική ειλικρίνια και µια τίµια µερίδα καθαρού ποτού δίπλα στη θάλασσα, για κάθε πελάτη.
ΤO SKIPPER’S ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΔΑ ΕΙΝΑΙ ΚΙΝΗΜΑ
Ναι αλλα παρ’ ολ’ αυτά το Skipper’s έγινε µόδα, όλη η Αθήνα συνωστίζεται σε αυτό, επί δεκαετίες.
Το Skipper’s δεν είναι µόδα, είναι κίνηµα, , γι αυτό αντέχει τόσο καιρό. Συνειδητά επίλεξαµε να µην υπάρχει στις σελίδες των περιοδικών, ούτε καν στους οδηγούς της πόλης («Αθηνόραµα» κλπ), αλλά, χωµένο σε µια απόµερη γωνιά της πόλης, δίπλα στη θάλασσα, αφέθηκε να το ανακαλύψουν µόνοι τους όσοι τους αρέσει να ψάχνουν. Έτσι η φήµη του διαδόθηκε από στόµα σε στόµα, αυτή ήταν η θεµελίωση του.
Ποιό είναι καλύτερο κοπλιµέντο που εχεις ακούσει για το µαγαζί;
Ένα από τα κλισέ που απεχθάνοµαι είναι «Η Θεσσαλονίκη είναι η πιο ερωτική πόλη», επειδή όµως η ζωή συχνά …εκδικείται, το βασικό …εύσηµο που πιο συχνά µου αποδίδουν οι άνθρωποι είναι ότι «Το Skipper’s είναι το πιο ερωτικό µαγαζί».
Δηλαδή µιλαµε για προσωπικό πανωλεθρίαµβο, αν όχι για σκέτη ήττα.
Πολύ συχνά ακοώω ιστορίες απο ανθρώπους που ερχόντουσαν στο Skipper’s ως νέοι, γνωρίστηκαν εδώ, παντρεύτηκαν και τώρα έρχονται τα παιδιά τους.
Ένα βραδακι, πριν αρκετά χρόνια, βρήκα ένα νέο ζευγάρι να κάθονται στα σκαµπώ του έξω bar και να πίνουν, η κοπέλα φορούσε το νυφικό της και ο γαµπρός το σµόκιν του. Όπως µου είπαν είχαν παντρευτεί πριν µια ώρα και ενώ οι προσκεκληµένοι τους είχαν πάει στην αίθουσα κάποιου ξενοδοχείου για την καθιερωµένη δεξίωση, αυτοί πέρασαν προηγουµένως από το Skipper’s, στο οποίο είχαν γνωριστεί, να πιούν ένα ποτό.
Επειδή όµως το «ένα ποτό» έγινε πολλά ποτά, ανέβηκαν τα συγκινησιακά γράδα και –πάντα βοηθούντος του αλκοόλ- η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Έτσι αντί να πάνε στη δεξίωση που τους περίµεναν οι καλεσµένοι, αποφάσισαν να περάσουν το βράδυ του γάµου τους µόνο οι δυο τους στο µέρος που γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν. Τελικά µετά από ώρες καταφέραµε να ειδοποιήσουµε τους δικούς τους κι έτσι τις πρωινές ώρες άρχισαν να καταφθ’ανουν από τη δεξίωση τα στίφη των καλεσµένων τους, ευτυχώς φαγωµένοι.
Και η χειρότερη στιγµή;
O ανατολικός τοίχος της αίθουσας είναι γεµάτος από φωτογραφίες φίλων που όλα αυτά τα χρόνια δραστηριοποιόντουσαν επαγγελµατικά στη Μαρίνα Αλίµου, σύχναζαν καθηµερινά στο Skipper’s και έφυγαν απροσδόκητα από τη ζωή. Αυτό.
Παρ΄όλο που το Skipper’s δεν λειτούργησε µε όρους life style εσύ ήσουν ιστιοπλόος και ασχολιόσουν επαγγελµατικά µε το yachting από πολύ παλιά.
Από το 1972 όταν ο µεγαλύτερος αδελφός µου Διονύσης Μελίτας, νεαρός τότε εµποροπλοίαρχος, είχε τη φαεινή ιδέα να ασχοληθούµε οικογενειακώς µε αυτή τη δουλειά.
Πώς ήταν το yachting τότε;
Υπήρχαν, θυµάµαι, δυο µεγάλα crude yachts (“Stilvi” και “Spalmatory”) και από εκεί και πέρα κάτι ξύλινες ακτοφυλακίδες του 2ου ΠΠ στο Πασσαλιµανι, που είχαν µετατραπεί σε κότερα, (π.χ. το ARVI του Παρασκευόπουλου), καθώς και κάµποσα ξύλινα καραβόσκαρα, καϊκια κ.ο.κ.
Εµείς είµαστε η δεύτερη γενιά επαγγελµατιών του yachting, η πρώτη γενιά ήταν οι κκ Τσαφός, Κουτσουκέλης, Χάρης Τζάλας, Καστρινάκης, Λεφακίνης, Μπιµπής κ.α.
Στο χώρο της Ιστιοπλοϊας υπήρχε µόνο ένας µικρός κοινωνικός κύκλος στο Τουρκολίµανο και αργότερα στη Γλυφάδα, όταν ήλθε στην Ελλάδα ο µακαρίτης Ηλίας Καρώνης.
Εσείς πως εµπλακήκατε στο yachting;
-Αρχικά από το 1972 µε δυο ξύλινα σκάφη και από το 1974 µε την ενοικίαση ιστιοπλοϊκών σκαφών χωρίς πλήρωµα.
Υπήρχε από τότε αυτό το είδος του θαλάσσιου τουρισµού;
Όχι δεν υπήρχε. Αυτό το είδος που λέγεται bare boating και σήµερα είναι το πιο ανεπτυγµένο τότε ήταν εντελώς άγνωστο και ανύπαρκτο. Εµπνευστής του και πρωτοπόρος είναι ο Διονύσης Μελίτας.
Έτσι κι αλλιώς τότε η έννοια «κότερο» ήταν άπιαστο όνειρο για τον µέσο άνθρωπο, γιαυτό, όταν µου ανακοίνωσε τα σχέδια του, ότι «…θα παίρνουµε ιστιοπλοϊκά σκάφη και θα τα νοικιάζουµε σε ξένους χωρίς πλήρωµα, όπως τα αυτοκίνητα», σχεδόν τον χλεύασα.
Αυτό το σχέδιο, που φάνταζε παράλογο, δεν πήρε περισσότερο από ένα χρόνο για να υλοποιηθεί και τα σκάφη του Αγγλικού ναυπηγείου “Westerly”, του οποίου εξασφαλίσαµε την αντιπροσώπευση, άρχισαν να καταφθάνουν κατά δεκάδες καθώς έκαναν απόσβεση µέσα σε ένα έτος! Μετά ακολούθησε η αντιπροσώπευση άλλων ναυπηγείων (Azimut, Moody, Jeanneau, Ferways κλπ).
Έτσι, σχεδόν µόνοι µας, «σερφάραµε» πάνω σε αυτό το νέο κύµα για αρκετά χρόνια και δρέψαµε τον αφρό, µέχρι που, στις αρχές των 80’ς, οι Γαλλικές τράπεζες άρχισαν να δανειοδοτούν την αγορά σκαφών και στο πανηγύρι µαζεύτηκε όλος ο κόσµος.
Και τελικά πως περάσαµε από τα σκάφη στο Skipper’s;
Μέσω της πετρελαϊκής εταιρίας “ΠΕΛΑ ΑΕ” η οποία προέκυψε ως εξής: Τότε τα νησιά αποτελούσαν για τα σκάφη …άγονη γραµµή, οι συνθήκες ήταν πρωτόγονες και δεν εύρισκαν να ανεφοδιαστούν µε καύσιµα, νερό κλπ αναγκαία, ούτε µόλο να δέσουν. Ως εκ τούτου είχαµε σοβαρά προβλήµατα και πολλά παράπονα από τους πελάτες. Για αυτό προτείναµε επανειληµένως στον ΕΟΤ να µας αναθέσει την δηµιουργία µιας σειράς ΣΑΘ (Σταθµών Ανεφοδιασµού Θαλαµηγών) ή να προκηρύξει διαγωνισµό. Τελικά, ύστερα από πολλές και συνεχείς πιέσεις, αυτό έγινε κατορθωτό το 1983 όταν, µετά από διαγωνισµό, ανακυρηχθήκαµε ανάδοχοι για την δηµιουργία 65 τέτοιων σταθµών σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.
Επειδή όµως όπου υπάρχει φως µαζεύονται πολλά έντοµα υποχρεωθήκαµε να δεχθούµε διάφορους συνεταίρους, στο πλαίσιο της εταιρείας ΠΕΛΑ. ΑΕ, και στη συνέχεια ενεπλάκησαν και άλλοι επίδοξοι επιχειρηµατίες που στο τέλος, κάποιοι από αυτούς, κατέληξαν στη φυλακή και το όλο εγχείρηµα στα σκουπίδια.
Η ιστορία αυτού του εγχειρήµατος αποτελεί µέρος της ιστορίας των συνθηκών µέσα στις οποίες διεξάγεται το επιχειρείν σε αυτόν τον τόπο και η αφήγησή του θα απαιτούσε την έκδοση ξεχωριστού τεύχους.
Προς το παρόν και για την οικονοµία της συζήτησης, ας αρκεστούµε να πούµε ότι ένας από αυτούς τους σταθµούς ανεφοδιασµού δηµιουργήθηκε στην Μαρίνα Αλίµου, εδώ που µέχρι σήµερα λειτουργεί το Skipper’s bar, µάλιστα ακόµα υπάρχει µια παλιά αντλία καυσίµων για να θυµίζει αυτές τις µακρυνές ιστορίες.
Από τα ξύλινα σκάφη στα ιστιοπλοικά και από αυτά στο Πειρατικό που είναι δεµένο µπροστά στο Skipper’s. Μετά από αυτό τι;
Μιλάµε για µια επαγγελµατική διαδροµή 46 ετών. Λένε ότι τα γεράµατα µερικών ανθρώπων είναι σαν τα νειάτα τους: Γεµάτα όνειρα! Και οι πειρατές είναι οι ήρωες των παιδικών µας ονείρων. Μέσα στο σκάφος υπάρχει µια επιγραφή που λέει: «Ποτέ δεν είναι αργά να ζήσει κάποιος ευτυχισµένα παιδικά χρόνια».
Το “Varthalabau” είναι ένα παιδικό όνειρο το οποίο έζησα ως ενήλικας και µε ανοιχτά µάτια µαζί µε τους φίλους µου, µικρούς και µεγάλους. Αναπαραστάσεις των «Μιαούλειων» στην Ύδρα και της «Ναυµαχίας της Ναυπάκτου», ταξίδια, µπαρούτια, κανονιονιβολισµοί, χορτάσαµε παιχνίδι.
Και ήρθε η ώρα να κάτσεις να …διαβάσεις;
Με αυτά και µε αυτά φτάσαµε σε µια ηλικία που -λόγω σακχάρου- κατουράµε και µαζεύονται µύγες* , έτσι κάπου εδώ ολοκληρώνονται οι θαλάσσιες και περνάµε στις χερσαίες επιχειρήσεις.
Που σηµαίνει ότι;
Τσοµπάνης, ήρθε η ωρα να αφοσιωθούµε στην ποιµενική, βέβαια µην φανταστείς κανένα µεγαλεπίβολο project, µιλάµε µόνο για µερικές γιδούλες, µάλιστα έχω ήδη πάρει µια φλογέρα και τη φυσάω, στην αρχή ήταν άχαρο αλλά σιγά – σιγά αρχίζει να …βγαίνει νόηµα!
Και το Skipper’s;
Το Skipper;s είναι η ιστορία της Μαρίνας Αλίµου, και όχι µόνο, γι’ αυτο πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει, σαν παρακαταθήκη.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr