Τις επόμενες εβδομάδες μάλιστα σε συνέντευξη τύπου η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος θα θέσει μια σειρά από αλλαγές που εφόσον γίνουν μπορεί και το κράτος να αποκομίσει κέρδη και η ασφαλιστική αγορά να ανασάνει από μια δύσκολη περίοδο.
Μάλιστα την Τετάρτη ο διευθύνων σύμβουλος της Interamerican Γιάννης Καντώρος έδωσε ένα πρώτο στίγμα για το πού η συνεργασία δημόσιου – ιδιωτικού τομέα μπορεί να φέρει βελτίωση υπηρεσιών, μείωση δαπανών για το κράτος και αύξηση τζίρου για τις ασφαλιστικές και άρα νέες θέσεις εργασίας.
Τα «ΣΔΙΤ»
Πιο συγκεκριμένα ο κ. Καντώρος σημείωσε ότι η θέσπιση κανόνων για την υποχρεωτική ασφάλιση των κατοικιών από φυσικές καταστροφές όπως π.χ. σεισμοί θα ελαφρώσει το κρατικό ταμείο από την ανάγκη αποζημιώσεων και θα προσδώσει μεγαλύτερο αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες.
Επίσης η διαμόρφωση ενός πιο ευέλικτου και αποτελεσματικού πλαισίου για τις γεωργικές ασφαλίσεις θα δώσει τόνωση και στον πρωτογενή τομέα όσο και στην ασφαλιστική αγορά. «Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που έχει υποχρεωτική γεωργική ασφάλιση στο γεωργικό τομέα, όπου οι εισφορές φτάνουν στο 4% και το 5% της παραγωγής. Ήδη υπάρχουν καθυστερήσεις και παράπονα από τους αγρότες και γενικότερα θα μπορούσαμε να βρούμε ένα αποτελεσματικότερο πλαίσιο» τόνισε χαρακτηριστικά. Ουσιαστικά το Δημόσιο μέσω του ΕΛΓΑ να αφήνει πολύ μικρό χώρο για την ιδιωτική ασφάλιση.
Επίσης για τον κλάδο υγείας η διοίκηση της Interamerican αναφέρθηκε στις στρεβλώσεις που καταγράφονται από τα υψηλά τιμολόγια και το αυξημένο κόστος ειδικά της νοσηλείας στη χώρα μας έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης.
Τέλος η θέσπιση κινήτρων για τα συνταξιοδοτικά συμβόλαια μπορεί να δώσει ώθηση σε χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα να επενδύσουν σε συμβόλαια. Σήμερα τα συνταξιοδοτικά συμβόλαια αποκτώνται κυρίως από άτομα υψηλών και μεσαίων εισοδημάτων, ενώ αντίθετα την μεγαλύτερη ανάγκη ασφάλισης έχουν τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.
Τι λέει ο ΣΕΒ
Σημειώνεται ότι στο εβδομαδιαίο του Δελτίο που χτες δημοσιοποίησε ο ΣΕΒ τονίζεται ότι σε μία συγκυρία όπου απαιτούνται πρόσθετα μέτρα 2% του ΑΕΠ ώστε να διασφαλισθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, και με δεδομένη την υπερφορολόγηση της οικονομίας, στις επιλογές των δαπανών που θα περικοπούν θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ποιες από αυτές συμβάλλουν στην ανάπτυξη, και συνεπώς δημιουργούν εισοδήματα στο μέλλον που μπορούν να συνεισφέρουν στα φορολογικά έσοδα.
«Μόνο η Δανία και η Φινλανδία έχουν μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες, αν και πολύ πιο αποτελεσματικές από την Ελλάδα» αναφέρει ο ΣΕΒ. «Την ίδια στιγμή, οι δαπάνες που είναι φιλικές προς την ανάπτυξη και μπορούν να αναλαμβάνονται και από τον ιδιωτικό τομέα, διαμορφώνονται στην Ελλάδα σε 12% του ΑΕΠ (έναντι 15% στην ΕΕ-28), με την εκπαίδευση να υπολείπεται 1 ποσοστιαία μονάδα και την υγεία 2,6 π.μ και τις δαπάνες για μεταφορές και επικοινωνίες και έρευνα και ανάπτυξη, να υπερβαίνουν 1,1 πμ και 0,1 πμ του ΑΕΠ, αντιστοίχως, τον μέσο όρο στην ΕΕ-28.
Το να διατηρούμε υψηλές τις δημόσιες δαπάνες (και υψηλή την φορολογία) και να περιμένουμε την αναβάθμιση των υπηρεσιών, είναι αδιέξοδη πολιτική, αναφέρει ο ΣΕΒ και προσθέτει: «Η μείωση των δημοσίων δαπανών, με προτεραιότητα στους τομείς όπου υπάρχει σπατάλη, δηλαδή χρήση πόρων για δαπάνες χαμηλής αποδοτικότητας και σκοπιμότητας σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, μπορεί να αντισταθμισθεί από την δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα, με καλύτερους όρους εξυπηρέτησης των πολιτών και, κυρίως, με ανταποδοτικότητα. Η μείωση της υπερφορολόγησης, ως αποτέλεσμα της μείωσης των δημοσίων δαπανών, θα μπορούσε να δημιουργήσει εισοδήματα, με τα οποία οι πολίτες θα ζητήσουν υπηρεσίες καλύτερης ποιότητας από ιδιώτες παρόχους. Επιβάλλεται, λοιπόν, να επιτραπεί, πχ στα δημόσια σχολεία και νοσοκομεία, να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις τους ιδιώτες παρόχους».
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr