Η κυριαρχία της ομάδας των οπωροκηπευτικών είναι εμφανής, με αυξανόμενο πλεόνασμα το οποίο το 2023 φθάνει τα 2 δισ. ευρώ. Τα έλαια (κυρίως ελαιόλαδο) ακολουθούν με σχεδόν διπλασιασμό του πλεονάσματος το 2023 σε σχέση με το 2022, το οποίο όμως οφείλεται κυρίως στον συγκυριακό παράγοντα της μεγάλης αύξησης της τιμής του ελαιολάδου λόγω χαμηλής παγκόσμιας παραγωγής. Ο καπνός, το βαμβάκι, τα αλιεύματα και τα γαλακτοκομικά συμπληρώνουν τη (μικρή) ομάδα προϊόντων τα οποία προσφέρουν πλεόνασμα στο εξωτερικό εμπόριο. Στα θετικά αξίζει να τονιστεί η συνεχόμενη και δυναμική αύξηση των εξαγωγών γαλακτοκομικών προϊόντων τα οποία, παραδοσιακά ελλειμματικά προϊόντα, κατέστησαν πλεονασματικά.
Εστιάζοντας τώρα στα προϊόντα με ελλειμματικό ισοζύγιο, είναι εμφανές ότι αυτά, εκτός του ότι είναι περισσότερα σε αριθμό κατηγοριών, σημειώνουν και σταθερή (τα περισσότερα) αύξηση του ελλείμματος. Ειδική αναφορά φυσικά πρέπει να γίνει για τα προϊόντα κρέατος, τα οποία σημείωσαν νέα αύξηση στην αξία εισαγωγών τους κατά 11% (το μεγαλύτερο μέρος της οποίας οφείλεται στην αύξηση των τιμών) και κατά 14% στο έλλειμμά τους, το οποίο από 1,34 δισ. ευρώ το 2022 ανέβηκε στο 1,53 δισ. ευρώ το 2023. Εάν δε προστεθεί σε αυτά και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο ζωοτροφών (περίπου 0,6 δισ. ευρώ), τότε «μιλάμε για μια επιβάρυνση στο εμπορικό ισοζύγιο αγροδιατροφικών προϊόντων ελλείμματος άνω των 2 δισ. ευρώ, ποσό σχεδόν ίσο με το πλεόνασμα από τα οπωροκηπευτικά, την ατμομηχανή, θα μπορούσε να λεχθεί, του ελληνικού αγροτικού τομέα».
Το ελαιόλαδο
Από τον πίνακα 2 καθίσταται σαφές ότι η αύξηση του πλεονάσματος του ελαιολάδου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επανεμφάνιση πλεονάσματος στο συνολικό εμπόριο αγροδιατροφικών προϊόντων. Η δε αύξηση των εξαγωγών ελαιολάδου το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οφείλεται κατά το ήμισυ στην άνοδο των τιμών του ελαιολάδου και κατά το υπόλοιπο ήμισυ στην αύξηση της εξαγόμενης ποσότητας. Η άνοδος γενικά των τιμών των εξαγόμενων ποσοτήτων δεν είναι κάτι το αρνητικό. Αντίθετα, η άνοδος αυτή επιδιώκεται από τους παραγωγούς, τους μεταποιητές και τους εξαγωγείς. Αυτό που δεν κρίνεται όμως θετικό είναι η συγκυριακή άνοδος της τιμής η οποία εξαρτάται από γεωπολιτικούς παράγοντες –πέραν δηλαδή του ελέγχου την εντόπιας παραγωγικής αλυσίδας– και η οποία μπορεί να εξανεμιστεί το επόμενο έτος.
Η αύξηση τιμής, που κρίνεται θετικά, είναι βιώσιμη και μπορεί να οδηγήσει σε συστηματική αύξηση της αξίας των εξαγωγών, είναι αυτή που βασίζεται σε βελτιώσεις της μεταποιητικής αλυσίδας, αυτή η οποία είναι αποτέλεσμα αύξησης της προστιθέμενης αξίας του προϊόντος και η οποία αντανακλά αύξηση της ποιότητας των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών μέσω σειράς ενεργειών που βελτιώνουν την τυποποίηση, την εμφιάλωση, και γενικά την όλη αλυσίδα παραγωγής του ελαιολάδου. Αυτή η αξία χάνεται, όταν το προϊόν εξάγεται χύδην ως πρώτη ύλη.
Το βαμβάκι
Παρόμοια είναι η κατάσταση με το βαμβάκι το οποίο, ενώ σαν πρώτη ύλη έχει δυνατότητα να επιτύχει υψηλές τιμές στην παγκόσμια αγορά, η αξία αυτή χάνεται λόγω σοβαρών ελλείψεων στη διαχείρισή του (τυποποίηση-ταξινόμηση) από την έλλειψη συντονισμού και συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκομένων (παραγωγοί, εκκοκκιστές, κλπ.). Τα αλιεύματα (κυρίως προϊόντα υδατοκαλλιέργειας) επίσης έχουν δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης, δεδομένης της μεγάλης ακτογραμμής της Ελλάδας και των ιδιαίτερα ευνοϊκών συνθηκών (πολλοί ορμίσκοι προστατευόμενοι από τους ανέμους).
Ο κτηνοτροφικός κλάδος
Ο κτηνοτροφικός κλάδος κρεοπαραγωγού κατεύθυνσης, παραμένει ο ασθενής της ελληνικής γεωργίας, ο οποίος συμμετέχει στη διαμόρφωση ελλείμματος ύψους άνω του 1,5 δισ. ευρώ (2 δισ. ευρώ, εάν συμπεριληφθεί και το έλλειμμα από το εμπόριο ζωοτροφών), μπορεί με τις κατάλληλες πολιτικές να αυξήσει την παραγωγή για εγχώρια κατανάλωση και άρα την υποκατάσταση των εισαγωγών, ή για υψηλής ποιότητας προϊόντα εξαγωγικού προσανατολισμού. Για να μπορέσει να καταστεί βιώσιμο το πλεόνασμα στο αγροδιατροφικό εμπορικό ισοζύγιο και να μην εξαρτάται από τις συγκυρίες καλής παραγωγής κάποιων προϊόντων είτε της πρόσκαιρης ανόδου των τιμών τους, είναι αναγκαίο να αυξηθεί η παραγωγή της κρεοπαραγωγού κτηνοτροφίας.