Και μπορεί, όπως τονίζουν στο "R", παράγοντες οι ελληνικές εταιρείες ιχθυοκαλλιέργειας να ασφυκτιούν από τις πιέσεις των τραπεζών να προχωρήσουν μέσω αναδιάρθρωσης στη μετοχοποίηση των δανειακών τους υποχρεώσεων, αφού ο κλάδος ακούγεται ότι είναι φορτωμένος με δάνεια 800 εκατ. ευρώ, όμως δεν είναι το μοναδικό αγκάθι που αντιμετωπίζουν.
Υπάρχει ένα άλλο που είναι ακόμη μεγαλύτερο και ονομάζεται Κράτος. Πάντως, όσον αφορά το αλισβερίσι που έχει ξεκινήσει με τις τράπεζες- και συγκεκριμένα για το αντίτιμο που θέλουν τα πιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να ανοίξουν τις στρόφιγγες για ζεστό χρήμα- οι πληροφορίες μας είναι ότι θα βρεθεί η χρυσή τομή εντός του προσεχούς τριμήνου, καθώς πλέον τα όρια έχουν στενέψει επικίνδυνα, όπως πια αναγνωρίζουν τα συμβαλλόμενα μέρη.
Όσον αφορά τα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν από το κράτος, αυτά λένε είναι πολλά και απαιτούν άμεσα λύση, προκειμένου ο κλάδος να βγει από το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει την τελευταία τριετία.
1) Παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες για απλοποίηση των διαδικασίων αδειοδότησης, επιχειρηματίες του κλάδου καταγγέλλουν ότι η έκδοση αδείας εξακολουθεί να απαιτεί το λιγότερο μία διετία, όταν στη Νορβηγία θέλει το πολύ ένα εξάμηνο και ακόμη λιγότερο στη Τουρκία. Το γεγονός αυτό, όπως λένε παγώνει τα όποια επενδυτικά σχέδια από τους υπάρχοντες παίκτες της αγοράς και από την άλλη, λειτουργεί αποκαρδιωτικά για όσους νέους επιχειρηματίες θέλουν να επενδύσουν στον κλάδο.
2) Η ελληνική Πολιτεία σε συνεργασία με την Κοινότητα πρέπει να διεκδικήσει ίσους όρους ανταγωνισμού για όλους τους παίκτες της αγοράς. Οι Ευρωπαίοι παραγωγοί -μεταξύ των οποίων και οι Έλληνες- τηρούν πολύ υψηλές προδιαγραφές σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας που αυξάνουν το κόστος παραγωγής. Ωστόσο, ο βασικότερος ανταγωνιστής, η Τουρκία, δεν πληρεί τους αντίστοιχους όρους στην παραγωγή, αλλά δεν έχει καμία επίπτωση ή περιορισμό για την εξαγωγή των προϊόντων αυτών στην αγορά της Ε.Ε.
3) Η ελληνική υδατοκαλλιέργεια μέσα σε 30 χρόνια έφτασε να αντιπροσωπεύει το 50% της παγκόσμιας παραγωγής τσιπούρας και λαυρακίου αξιοποιώντας έτσι το συγκριτικό πλεονέκτημα που κατέχει στον κλάδο αυτόν. Η παγκόσμια αυτή καταξίωση επετεύχθη από την επιχειρηματικότητα των Ελλήνων παραγωγών, χωρίς καμία εθνική στρατηγική ανάπτυξης.
Όπως υποστηρίζεται, δεν υπήρξε ποτέ και ούτε υπάρχει πλάνο προώθησης της ελληνικής παραγωγής στο εξωτερικό, το οποίο θα μπορούσε με "σημαία" του και μόνο την ποιότητα του προϊόντος να καταστήσει την ελληνική παραγωγή ανταγωνιστική και συνάμα ευρέως γνωστή στους καταναλωτές του κόσμου. Αυτή η ανύπαρκτη κρατική υποστήριξη είναι σήμερα καταστροφική, διότι οι εισαγωγές προϊόντων υδατοκαλλιέργειας από τρίτες χώρες έχουν κατακλύσει τις αγορές και τα ελληνικά προϊόντα εκτοπίζονται από άλλα χαμηλότερου κόστους. Είναι γεγονός ότι ενώ η κατανάλωση ιχθυηρών σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο, τα μερίδια αγοράς των ελληνικών προϊόντων συρρικνώνονται. Μόνο το 2013 η Ελλάδα, σε συνθήκες αυξανόμενης ζήτησης, απώλεσε 10% μερίδια αγοράς από τις κύριες αγορές της.
4)Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων, εκτιμάται ότι το 2030 το έλλειμμα σε αλιευτικά προϊόντα θα είναι 29 εκατ. τόνους. Το έλλειμμα αυτό δεν μπορεί να καλυφθεί από την αλιεία, αλλά από την αύξηση της παραγωγής της υδατοκαλλιέργειας. Τα ερωτήματά λοιπόν από επιχειρηματίες του κλάδου είναι τι ποσοστό από αυτό το έλλειμμα μπορεί να καλύψει η ελληνική υδατοκαλλιέργεια, ποια τα οφέλη για την ελληνική οικονομία και τι σκοπεύει να κάνει η πολιτεία για να πετύχει τον στόχο αυτό;
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα έρευνας και καινοτομίας για την ιχθυοκαλλιέργεια, η ευρωπαϊκή παραγωγή συνολικά αναμένεται να αυξηθεί μέχρι το 2030 κατά μέσο όρο με 3.1% ετησίως και θα παράγει 4.5 εκατ. τόνους ψαριών αξίας περίπου 14 δις και θα απασχολεί πάνω από 150.000 άτομα. Συγκεκριμένα για τα Μεσογειακά είδη (π.χ. τσιπούρα και λαυράκι), προβλέπεται ετήσια αύξηση το λιγότερο 4%, η οποία θα δώσει 305.000 τόνους παραγωγής επιπλέον, αξίας 1.5 δις.
Για το σκοπό αυτό, θα χρειαστούν μόλις 2.000 εκτάρια στη θάλασσα και δημιουργηθούν περίπου 10.000 θέσεις εργασίας. Αναλογικά για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι μέχρι το 2030 θα πρέπει να έχει υπερδιπλασιάσει την παραγωγής της. Ποσοτικά μιλάμε λοιπόν για περίπου 270.000 τόνους παραγωγής, αξίας 1.5 δις. Ευρώ. Ο όγκος εξαγωγών εκτιμάται στους 180.000 τόνους και η αξία τους 1.2 δις. Ευρώ. Αναμένεται να δημιουργηθούν 3-4.000 νέες θέσεις εργασίας.
5) Ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού. Για τη χωροθέτηση μονάδων θαλάσσιων υδατοκαλλιεργειών εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν.4014/2011 και η κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. με αριθμό 1958/2012 (ΦΕΚ 21Α/13-1-2012). Επίσης, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.2742/1999, με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 24 του Ν.1650/1986, το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις Υδατοκαλλιέργειες ΚΥΑ 31722/4−11−2011 (ΦΕΚ 2505Β/4-11-2011) και η απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. με αριθμό Η.Π.17239/2002 σχετικά με τη χωροθέτηση Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (Π.Ο.Α.Υ.).
Όμως, η απουσία σύνδεσης μεταξύ υπερκείμενου και υποκείμενων χωροταξικών σχεδίων, επηρεάζουν αρνητικά τις προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου. Προσπάθειες ρύθμισης θεμάτων χωροθέτησης μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας μέσω της προώθησης των Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (Π.Ο.Α.Υ.) και εφαρμογής του ΕΠΧΣΑΑΥ έχουν τελματώσει. Η χωροθέτηση αυτή καθυστερεί εδώ και 2½ με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται ουσιαστικά η αναδιοργάνωση του κλάδου. Το γεγονός αυτό ευνοεί τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα τον προερχόμενο από γειτονικές χώρες.
6) Ένα εξίσου κρίσιμο για τη χώρα και τον κλάδο θέμα είναι η επίσπευση των ενεργειών για την κατάρτιση του νέου Προγράμματος ΕΠΑΛ 2014-2020. Ενόψει της νέας Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑΛΠ) και της ίδρυσης του Ευρωπαϊκού ταμείου θάλασσας και αλιείας ως μέσου ενίσχυσης του τομέα Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας, έχουν δημιουργηθεί αυξημένες προσδοκίες στους φορείς του κλάδου αλλά και τους ενδιαφερόμενους επαγγελματίες του τομέα Αλιείας.
Τέλος εκκρεμεί και η κατάρτιση του Πολυετούς Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου για την ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών. Αυτό είναι προαπαιτούμενο για την κατάρτιση του ΕΠΑΛ 2014-2020, για το οποίο οι επαγγελματικές οργανώσεις του κλάδου δεν έχουν ενημερωθεί, ούτε όσον αφορά το στάδιο στο οποίο βρίσκεται, παρά το γεγονός ότι μέχρι το τέλος Ιουνίου 2014 θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί και υποβληθεί για έγκριση στην Ε.Ε.
Η εικόνα του κλάδου
Η ιχθυοκαλλιέργεια αποτελεί ένα από τους πιο σημαντικούς κλάδους παραγωγής τροφίμων στην Ελλάδα, καθώς μετά από 30 χρόνια παρουσίας έχει αποδείξει την πολυδιάστατη σημασία του σε οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο. Ο κλάδος αναγνωρίζεται για την οικονομική και κοινωνική συνεισφορά του. Ο όγκος της παραγωγής ανέρχεται σε περίπου 120.000 τόνους τσιπούρας και λαβράκι και η αξία της σε 600 εκ. ευρώ.
Αν υπολογίζουμε και την εγχώρια παραγωγή ιχθυοτροφών, ο κύκλος εργασιών του κλάδου ανέρχεται συνολικά σε περίπου 800εκ. ευρώ ετησίως. Αν και σε εθνικό επίπεδο αποτελεί σχετικά μικρό ποσοστό του ΑΕΠ (0,8%), στις περισσότερες παράκτιες και νησιωτικές περιοχές της Ελλάδας αποτελεί πυλώνα της οικονομίας. Έχει δημιουργήσει σχεδόν 15.000 θέσεις εργασίας σε περιοχές όπου συνήθως προσφέρονται ελάχιστες εναλλακτικές μορφές απασχόλησης.
Η ιχθυοκαλλιέργεια έχει και μεγάλη συμβολή και στο ελλειματικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας αφού το 80% της παραγωγής εξάγεται. Τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας αποτελούν τον πρώτο εξαγωγικό κλάδο τροφίμων ζωικής παραγωγής στην Ελλάδα αντιπροσωπεύοντας περίπου το 25% των συνολικών εξαγωγών τροφίμων.
Ωστόσο, σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών, η ελληνική παραγωγή έχει συρρικνωθεί την τελευταία τριετία κατά 10%. Οι κύριοι λόγοι της συρρίκνωσης, ήταν η αδυναμία χρηματοδότησης της παραγωγής και το θεσμικό πλαίσιο που δεν ευνοεί την ανάπτυξη. Την ίδια χρονική περίοδο, η αντίστοιχη παραγωγή του κύριου ανταγωνιστή μας (Τουρκία) αυξήθηκε κατά 38%.
Δέσποινα Καραγιαννοπούλου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr