Της Νατάσας Παπαδημητροπούλου
«Όπως θα έχετε παρατηρήσει, η Ελλάδα, με τόσες συγκρούσεις στην περιφέρειά της και δεδομένου ότι είναι μια χώρα που διακρίνεται για την σταθερότητά της, την σώφρονα πολιτική της και ότι ανήκει στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, αναβαθμίζεται γεωπολιτικά. Οι ενεργειακές προτάσεις σύνδεσης ηλεκτρικά με Κύπρο και Ισραήλ, αλλά και την Αίγυπτο, όπως και του φυσικού αερίου με Ισραήλ και Κύπρο, που προϋπάρχουν των συγκρούσεων, αποκτούν πλέον καινούργια αξία. Το ίδιο κατά την άποψή μου και η εξόρυξη των υδρογονανθράκων στην Ελλάδα που, αν προκύψει, θα χρησιμοποιη - θεί κατά τη διάρκεια της πράσινης μετάβασης», σημειώνει στο Reporter ο αντιπρόεδρος και πρόεδρος της Επιτροπής Γεωπολιτικής του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ), Χρήστος Δήμας.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΣΧΕΔΟΝ ΤΟ 1/4 ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΤΗΣ
Σε ποιον βαθμό, όμως, είναι ενεργειακά αυτάρκης η Ελλάδα; Ο κ. Δήμας απαντά: «Ακολουθώντας την πολιτική όλων των ευρωπαϊκών κρατών για την πράσινη μετάβαση με ορίζοντα την απανθρακοποίηση το 2050, η Ελλάδα στηρίζεται όλο και περισσότερο στην πράσινη ενέργεια των ανανεώσιμων πηγών.
Μια σύγκριση μεταξύ των ετών 2010 και 2021 δίνει τα εξής αποτελέσματα:
1. Λόγω και της οικονομικής κρίσης του 2010, αλλά και των πολιτικών της πράσινης μετάβασης, η ενεργειακή κατανάλωση μειώθηκε κατά 24,1% το 2021 σε σχέση με το 2010, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
2. Σύμφωνα επίσης με στοιχεία της Eurostat, η χρησιμοποίηση των ΑΠΕ το 2021 σε σχέση με το 2010 αυξήθηκε από το 7,7% στο 17,8% και του φυσικού αερίου από 11,4% στο 25,3%, ενώ μειώθηκαν η χρήση του λιγνίτη από το 27,7% στο 8,0% και του πετρελαίου από 51,3% στο 47,4%.
Η Ελλάδα καλύπτει από εσωτερικές πηγές ενέργεια που προέρχεται για το 2021 κατά 8,0% από λιγνίτη, 17,8% από ΑΠΕ, συμπεριλαμβανομένων των υδροηλεκτρικών, δηλαδή συνολικά 25,8% της συνολικής ενέργειας. Το υπόλοιπο καλύπτεται κυ - ρίως με τη χρήση φυσικού αερίου και πετρελαίου τα οποία όμως εισάγονται».
Αυτό σημαίνει ότι η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας το 2021 υπολογίστηκε κοντά στο 74%, πολύ κοντά στα επίπεδα του 2019, αλλά σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 στο 55,5%. Πάντως, τα δεδομένα κάνουν τον κ. Δήμα να αισιοδοξεί: «Η Ελλάδα, σύμφωνα με τους στόχους της πράσινης μετάβασης, ολοένα και περισσότερο θα καθίσταται αυτάρκης με την πάροδο του χρόνου, μέχρι να συντελεσθεί η πλήρης απανθρακοποίηση που εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθεί με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα περίπου το 2050, οπότε λογικά δεν θα χρειάζεται την εισαγωγή τόσο φυσικού αερίου, όσο και πετρελαίου».
ΤΑ «ΑΓΚΑΘΙΑ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ
Η πράσινη μετάβαση και η ενεργειακή αυτάρκεια αποτελεί κοινό «στοίχημα» για Ευρώπη και Ελλάδα. Ο δρόμος προς τον στόχο, όμως, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.
«Τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετωπίζει η Ελλάδα για την πράσινη μετάβαση ώστε να γίνει ενεργειακά αυτάρκης είναι περίπου αυτά που αντιμετωπίζει ολόκληρη η Ευρώπη. Η συνέχεια της αύξησης της συμμετοχής των ΑΠΕ όπως και η χρήση νέων ενεργειακών καθαρών καυσίμων όπως το υδρογόνο εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ άλλων όπως:
1. Κατασκευή νέων υποδομών δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, διότι σήμερα παρουσιάζεται το φαινόμενο εγκαταστάσεων ΑΠΕ να αργούν λόγω έλλειψης της χωρητικότητας του δικτύου.
2. Βελτίωση της τεχνολογίας της αποθήκευσης της ενέργειας που παράγεται στις ΑΠΕ και δημιουργία αποθηκευτικών χώρων.
3. Βελτίωση της τεχνολογίας αλλά και του κόστους της παραγωγής υδρογόνου και άλλων καθαρών καυσίμων.
4. Εξασφάλιση της Ευρώπης σε προμήθεια είτε από το εσωτερικό, είτε από το εξωτερικό αναγκαίων πρώτων υλών που είναι απαραίτητες για τις παραπάνω τεχνολογίες, όπως είναι οι σπάνιες γαίες που σήμερα κύριος προμηθευτής τους είναι η Κίνα.
5. Όλο και μεγαλύτερη ηλεκτρική διασύνδεση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Σε κάθε χώρα το μείγμα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέρ - γειας είναι τελείως διαφορετικό», επισημαίνει ο κ. Δήμας στο Reporter.
Άλλωστε, η χώρα μας έχει ακόμα σημαντικό έδαφος να καλύψει, αφού, όπως δείχνουν τα στοιχεία, κατά το έτος 2022 παράγει ηλεκτρική ενέργεια κατά 35,4% από εισαγωγές φυσικού αερίου, κατά 38,8% από ΑΠΕ και 7,9% από υδροηλεκτρικά, καθώς και κατά 11,0% από εγχώριο λιγνίτη, ενώ πραγματοποίησε και εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας κατά 6,8%.
«Είναι προφανές πως χώρες που επιτυγχάνουν καλύτερο μείγμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με διάφορους τρόπους, π.χ. μεγαλύτερη χρήση ΑΠΕ, χρήση πυρηνικής ενέργειας κλπ, επιτυγχάνουν μικρότερο κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας», σημειώνει.
ΤΟ «ΣΤΟΙΧΗΜΑ» ΤΩΝ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ
Το ζήτημα της εύρεσης και εκμετάλλευσης εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων απασχολεί εδώ και χρόνια τη χώρα, με τους ειδικούς να καταγγέλλουν κυβερνητικές παλινωδίες σε έναν τομέα που θα μπορούσε να αποτελέσει «κλειδί» για την ενεργειακή αυτάρκεια, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης.
Όπως επεσήμανε στο 27ο Εθνικό Συνέδριο Ενέργειας «Ενέργεια και Ανάπτυξη» που διοργάνωσε το ΙΕΝΕ ο αντιπρόεδρος του Continental Europe Energy Council (CEEC), Γιάννης Γρηγορίου, υπάρχουν ακόμα τεράστιες θαλάσσιες εκτάσεις που παραμένουν ανεξερεύνητες, με τη χώρα να έχει μεγάλες προοπτικές για την ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, εκ των οποίων το 85% εκτιμάται ότι είναι φυσικό αέριο.
Με βάση υπάρχουσες ελάχιστες 2D σεισμικές διασκοπήσεις μέχρι το 2021, έχουν χαρτογραφηθεί μέχρι σήμερα περισσότερες από 40 γεωλογικές δομές, οι οποίες χρήζουν περαιτέρω έρευνας για την ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Τα εν δυνάμει αποθέματα της χώρας εκτιμώνται σε περίπου 2-2,5 TCM φυσικού αερίου. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε ο κ. Γρηγορίου, τα εν λόγω αποθέματα εκτιμάται ότι μπορούν να καλύψουν μεγάλο ποσοστό των αναγκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντικαθιστώντας το εισαγόμενο ρωσικό φυσικό αέριο, με επίπεδα παραγωγής της τάξεως των 100-120 BCM ετησίως από το 2028 και εντεύθεν, με ό,τι σημαντικές θετικές επιπτώσεις συνεπάγεται αυτό για την χώρα από οικονομική και γεωπολιτική άποψη.
«Η εξόρυξη υδρογονανθράκων στην Ελλάδα είναι μια παλιά αμαρτωλή ιστορία. Πολλές διαδοχικές κυβερνήσεις αδιαφόρησαν προκλητικά για αυτό το εθνικό θέμα. Έχουμε φτάσει στο παρά πέντε και ακόμα βρισκόμαστε σε μια αβεβαιότητα για το θέμα αυτό», σημειώνει στο Reporter ο κ. Δήμας. Και σημειώνει: «Όπως είναι γνωστό, ο στόχος της ΕΕ είναι η πλήρης κατάργηση των υδρογονανθράκων το 2050. Εδώ υπάρχουν δύο στρατόπεδα.
Το ένα που υποστηρίζει ότι αυτό είναι εφικτό, αλλά και υποχρεωτικό για τους λόγους της κλιματικής κρίσης, και το άλλο στρατόπεδο που υποστηρίζει ότι αυτό δεν είναι εφικτό για διάφορους λόγους, όπως:
1. Ακόμα και το 2050 θα χρειάζεται το φυσικό αέριο σε κάποιο βαθμό για την εξισορρόπηση του ενεργειακού συστήματος, αλλά και λόγω της αύξησης των ενεργειακών αναγκών που δεν θα καλύπτονται από άλλες πηγές.
2. Η πολύ βιαστική επιτάχυνση της χρήσης των ΑΠΕ και άλλων καθαρών καυσίμων “σκοντάφτει” στα προβλήματα υποδομών και τεχνολογίας που αναφέρθηκαν παραπάνω, κάτι που θα οδηγήσει σε προβλήματα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και βέβαια αύξησης του κόστους παραγωγής με αποτέλεσμα υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και κατ’ επέκταση αύξηση της ενεργειακής φτώχειας». Ο κ. Δήμας εξηγεί ότι «εάν βρεθούν ικανοποιητικοί υδρογονάνθρακες - σε ποσότητα και ποιότητα - στην Ελλάδα και ιδίως στην περιοχή ΝΔ της Κρήτης, η αξιοποίησή τους και η τροφοδότηση της Ευρώπης θα εξαρτηθούν από τα στοιχεία του τελικού κόστους και από την πορεία του σχεδίου της πράσινης μετάβασης της ΕΕ. Η ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας και της Ευρώπης, πάντως, χρειάζεται αυτούς τους υδρογονάνθρακες».
ΘΕΤΙΚΟ ΠΡΟΣΗΜΟ, ΠΟΛΛΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Παρόλα αυτά, ο κ. Δήμας εκτιμά ότι «λαμβανομένων υπόψη των προβλημάτων που αναφέρθηκαν πιο πάνω από την προσπάθεια της πολύ γρήγορης επιτάχυνσης της διείσδυσης των ΑΠΕ, η Ελλάδα έχει επιτύχει μέχρι σήμερα ικανοποιητικό βαθμό συμμετοχής των ΑΠΕ». «Επίσης», συμπληρώνει, «η χώρα αντιμετώπισε θετικά την προηγούμενη ενεργειακή κρίση με βάση τα διαθέσιμα εργαλεία και πέτυχε την ανακούφιση των καταναλωτών μέσω της επιδοματικής πολιτικής, κάτι που εφαρμόστηκε και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες».
Στη μηνιαία του ανάλυση για τον Νοέμβριο, το ΙΕΝΕ συμπεραίνει ότι η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και της υπάρχουσας και προγραμματισμένης ενεργειακής της υποδομής, μπορεί να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας. Επί του παρόντος και μεσοπρόθεσμα, ως αποτέλεσμα ενός συμπλέγματος μεγάλων έργων υποδομής σε φυσικό αέριο και ηλεκτρική ενέργεια, υπό ανάπτυξη αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα θα μπορούσε να συμβάλλει σημαντικά και στην επίτευξη της διαφοροποίησης των ενεργειακών οδών, βοηθώντας καθοριστικά την αγορά ενέργειας και κατ’ επέκταση την ενεργειακή ασφάλεια της περιοχής. Σε πιο μακροπρόθεσμη βάση (δηλαδή έως το 2030), η Ελλάδα θα μπορούσε να παρέχει στην ΕΕ σημαντικούς πόρους σε εγχώριο πετρέλαιο και φυσικό αέριο, οι οποίοι θα μπορούσαν να αυξήσουν την περιορισμένη παραγωγική βάση της ηπείρου και έτσι να συμβάλουν στη μείωση της ευρωπαϊκής ενεργειακής εξάρτησης.
Ωστόσο, επισημαίνεται στην ανάλυση, η Ελλάδα χρειάζεται να πραγματοποιήσει πολύ περισσότερες ερευνητικές εργασίες στο εσωτερικό και στην υπεράκτια ΑΟΖ της προκειμένου να ανακαλύψει και να επιβεβαιώσει ότι διαθέτει εμπορικά εκμεταλλεύσιμους πόρους υδρογονανθράκων.
Συνολικά, η συμβολή της Ελλάδας στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας θα μπορούσε να γίνει ολοένα και πιο σημαντική εν μέσω της συνεχιζόμενης περιφερειακή αστάθειας, καταλήγει το ΙΕΝΕ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Reporter Magazine Δεκεμβρίου 2023
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr