Τα ευρήματα – που συμπεριλαμβάνουν πολλούςτύπους αρχαίων αγγείων (3 αμφορείς, 4 υδρίες, 4οινοχόες, 1 πίθος), ένα σετ από κύπελλα και σπόρους ελιάς – ανήκουν σε ένα από τα λίγα ελληνο-αρχαϊκά ναυάγια που έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα στα νερά της Μεσογείου και το πρώτο στην Αδριατική Θάλασσα.
Η προκαταρκτική ανάλυση του χώρου και των αντικειμένων χρονολογεί τα αντικείμενα στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ., παρέχοντας πολύτιμες πληροφορίες για το θαλάσσιο εμπόριο κατά την πρώτη χιλιετία. Η διαχείριση των ευρημάτων έγινε από την αρμόδια αρχή, στην οποία και παραδόθηκαν, δηλαδή από τηνεοσύστατη αρχή Εθνικής Εποπτείας Υποβρύχιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, με την οποία ο TAP συνεργάζεται ενεργά για την περαιτέρω διερεύνηση, μελέτη και αποκατάσταση των ευρημάτων.
Μία σύντομη αναδρομή στο παρελθόν
Το 2018, κατά τη διάρκεια τακτικών υποθαλάσσιων δραστηριοτήτων κατά μήκος του υπεράκτιουδιαδρόμου μήκους 105 χιλιομέτρων, οι ομάδες του TAP εντόπισαν κεραμικά ευρήματα υψηλού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, διασκορπισμένα στο βυθό της θάλασσας, σε βάθος περίπου 780 μέτρων.
Ο TAP παρουσίασε τα ευρήματα στην τοπική Εποπτεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Καλών Τεχνών και Τοπίου, η οποία συμφώνησε να διερευνήσει περαιτέρω τον χώρο και στη συνέχεια να προχωρήσει στην ανάκτηση ορισμένων από τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Κατά την εις βάθος τεχνική ανάλυση και τις αρχαιολογικές έρευνες που ακολούθησαν, διενεργήθηκε οργανική έρευνα (instrumental survey), η οποία αποκάλυψε ότι τα κεραμικά στον βυθό (περίπου 241 αντικείμενα συνολικά) ήταν ως επί το πλείστον αμφορείς κορινθιακού τύπου Α, εκτός από υδρίες, πίθους και μικρότερα αγγεία (κύπελλα, οινοχόες κ.λπ.), που χρονολογούνται στην περίοδο μεταξύ 7ου και 6ου αιώνα π.Χ.
Σύμφωνα με την προσέγγιση που συμφωνήθηκε με την τοπική Εποπτεία, ο TAP εφάρμοσε συνεχή αρχαιολογική παρακολούθηση κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων τοποθέτησης των σωλήνων το 2020. Αυτό επέτρεψε στις ομάδες να αξιολογούν εκ των προτέρων τις ενέργειες τους και να αποφύγουν οποιαδήποτε πιθανή παρέμβαση στον αρχαιολογικό χώρο, εφαρμόζοντας μεταξύ άλλων, το λεγόμενο πρωτόκολλο διακοπής εργασιών.
Έμπειροι αρχαιολόγοι επέβλεψαν την οπτική επιθεώρηση πριν από την τοποθέτηση και παρακολούθησαν την προσεδάφιση του αγωγούσε πραγματικό χρόνο με τη βοήθεια ενός τηλεχειριζόμενου οχήματος, ενώ τηρήθηκε η διαδικασία «καθοδηγούμενης τοποθέτησης», η οποία διασφάλισε την εγκατάσταση του αγωγού εντός του διαδρόμου του (+/-5 μέτρα). Αυτή η προσέγγιση επέτρεψε την εγκατάσταση του αγωγού κατά μήκος της προγραμματισμένης διαδρομής, η οποία είχε προηγουμένως ελεγχθείγια τυχόν αρχαιολογικά ευρήματα με το μέγιστο βαθμό ακρίβειας (+/-60 cm από την κεντρική γραμμή).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr