Ο κ. Στεργιούλης ξεκίνησε παραθέτοντας τα μεγέθη της ελληνικής αγοράς πετρελαιοειδών, αναφέροντας ότι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι το μέσο ελληνικό νοικοκυριό καταναλώνει 184 ευρώ το μήνα για ενεργειακά προϊόντα, με το 70% να είναι πετρέλαιο. Άρα, δύο μέσοι μισθοί σε μία μέση ελληνική οικογένεια καταναλώνονται σε προϊόντα πετρελαίου. Οι δύο μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις, είναι πετρελαϊκές, όπως σημείωσε, θυμίζοντας ότι οι ελληνικές εξαγωγές πετρελαιοειδών φτάνουν τα 10 δισ. ευρώ ετησίως, όταν συνολικά φτάνουν τα 33 δισ. ευρώ, ενώ οι φόροι και δασμοί που εισπράττει το κράτος από τα πετρελαιοειδή είναι 6 δισ. ευρώ, όταν όλοι οι φόροι φυσικών προσώπων φτάνουν τα 50 δισ. ευρώ. Τα πετρελαιοειδή λοιπόν έχουν άμεση σχέση με τα δημοσιονομικά μεγέθη, την ανάπτυξη και την οικονομία, γι` αυτό σήμερα όλοι οι αρχηγοί κρατών ανεξαρτήτως αν οι χώρες τους παράγουν πετρέλαιο ασχολούνται σοβαρά με το μέλλον του πετρελαίου.
Θύμισε επίσης ότι πριν δύο μήνες περίπου, το σημείο ισορροπίας στην παγκόσμια παραγωγή και κατανάλωση ήταν τα 100 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Μετά την πανδημία, η κατανάλωση εκτιμάται ότι έπεσε κατά 20-30 εκατ. βαρέλια, αλλά η μείωση που αποφάσισαν οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες ήταν μόλις 9,7 εκατ. βαρέλια, άρα 10-20 εκατ. βαρέλια αποθεματοποιούνται, ενώ διευκρίνισε ότι οι τιμές των προϊόντων επηρεάζονται πολύ, ωστόσο δεν συναρτώνται ευθέως μόνο με τις τιμές του αργού πετρελαίου διεθνώς, αλλά και με τα αποθέματα, τη διαθεσιμότητα των διυλιστηρίων, τα μεταφορικά, κτλ.
Είναι περίεργο και θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας, συνέχισε ο κ. Στεργιούλης, το γεγονός ότι στην Ελλάδα η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου τον Ιανουάριο, όριζε ότι σε όλα τα προϊόντα δεν πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους από ό,τι τον Ιανουάριο. Στη συνέχεια, οι τιμές διυλιστηρίου ακολούθησαν σε μεγάλο βαθμό την πτώση τιμών του αργού πετρελαίου, αλλά οι τιμές καταναλωτή όχι. Το κέρδος των εταιρειών εμπορίας και των πρατηρίων πρέπει να διπλασιάστηκε, άρα το Παρατηρητήριο Τιμών του υπουργείου Ανάπτυξης έπρεπε ήδη να έχει παρέμβει για να περάσει η μείωση τιμών και στους καταναλωτές. Είναι κατανοητό ότι η συρρίκνωση της κατανάλωσης πιέζει τις εταιρείες ενώ τα έξοδα παραμένουν τα ίδια, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι ο καταναλωτής δεν πρέπει να καρπωθεί την τρομακτική μείωση τιμών διεθνώς.
Εξορύξεις
«Το 2015-2018 έγιναν εντυπωσιακές συμφωνίες για τα ελληνικά μεγέθη με τους γίγαντες της παγκόσμιας αγοράς, Exxon Mobil, Total, Eni, Repsol, για να χαρτογραφήσουμε τα υποθαλάσσια κοιτάσματά μας από το Ιόνιο ως τη νότια Κρήτη. Αλλά ακολούθησε πλήρης και εντυπωσιακή απραξία. Πλέον βλέπουμε τις τελευταίες ημέρες δημοσιεύματα που αναφέρουν ότι αναβάλλονται ή ακυρώνονται εξορυκτικές δραστηριότητες στην περιοχή, κάτι που αποδεικνύει ότι η ολιγωρία σε τέτοιους τομείς μπορεί να αποβεί καταστροφική. Θα χάσουμε άλλη μία ευκαιρία. Φανταστείτε να ξέραμε σήμερα τι κρύβει η θάλασσά μας σε επίπεδο πετρελαιοειδών. Η αξιοποίηση του ελληνικού ορυκτού πλούτου απαιτεί χρήματα, προσπάθεια, ομάδες ανθρώπων με πίστη στο θέμα, όχι απλώς προσαρμογή δραστηριοτήτων κάθε εταιρείας στο καθημερινό, εύκολο κέρδος. Και την κύρια ευθύνη έχει και πάλι ο δημόσιος τομέας», κατέληξε ο κ. Στεργιούλης.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr