Η μετατροπή λιγνιτικών μονάδων της Δυτικής Μακεδονίας σε κέντρα αποθήκευσης ενέργειας όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τα Βαλκάνια περιλαμβάνεται στις προτάσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή.
Παρουσιάζοντας την έκθεση, ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα, ανέφερε ότι η Παγκόσμια Τράπεζα έχει ξεκινήσει από την αρχή του χρόνου, με χρηματοδότηση από την ΕΕ, μελέτη για τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή των περιοχών που βασίζουν μεγάλο μέρος της οικονομικής τους δραστηριότητας στον λιγνίτη. Η μελέτη διεξάγεται στην Πτολεμαΐδα και την περιοχή της Σηλεσίας στην Πολωνία. Μία από τις εναλλακτικές που εξετάζονται, όπως ανέφερε ο κ. Μάντζαρης, είναι η αποθήκευση ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ σε μορφή θερμικής ενέργειας και η μετατροπή της εκ νέου σε ηλεκτρισμό με χρήση των γεννητριών των λιγνιτικών μονάδων, όταν υπάρχει αυξημένη ζήτηση. Το μοντέλο αυτό, ανέφερε ο ίδιος, θα μπορούσε να εξεταστεί και για την υπό κατασκευή μονάδα «Πτολεμαΐδα 5», την οποία χαρακτήρισε ως «ένα λάθος που κοστίζει 1,5 δισ. ευρώ», καθώς, όπως υποστήριξε, η μονάδα δεν θα είναι κερδοφόρα και θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό των ζημιών.
Το «Green Tank» προτείνει, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, την απόσυρση εννέα λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και συγκεκριμένα:
- Των Ατμοηλεκτρικών Σταθμών Καρδιάς και Αμυνταίου (συνολικά έξι μονάδες), που θα μειώσει τις ζημιές κατά 600 εκατ. ευρώ τα επόμενα 3,5 χρόνια. Όπως αναφέρεται στη μελέτη, η απόσυρση Καρδιάς και Αμυνταίου επιβάλλεται και από το γεγονός ότι έχουν υπερβεί το χρονικό όριο των 17.500 ωρών λειτουργίας που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία. Η Κομισιόν έχει απευθύνει προειδοποοητική επιστολή προς την Ελλάδα για το γεγονός ότι η προηγούμενη κυβέρνηση παρέτεινε τη λειτουργία του Αμυνταίου και δύο μονάδων της Καρδιάς στις 32.000 ώρες. Η απώλεια της παραγόμενης ενέργειας μπορεί να καλυφθεί από τις λοιπές λιγνιτικές μονάδες.
- Των μονάδων 1 και 2 του Αγ. Δημητρίου και 4 Μεγαλόπολης, εφόσον καλυφθεί το κενό στην παραγωγή ρεύματος. Στην περίπτωση αυτή, οι ζημιές μειώνονται κατά 66%.
Ο κ. Μάντζαρης σημείωσε ότι η ζημιά της ΔΕΗ από τον λιγνίτη (683 εκατ.) είναι συγκρίσιμη με τη ζημιά που υπέστη από τις δημοπρασίες λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής (600 εκατ.), ενώ προσέθεσε ότι:
- Το πρόσθετο κόστος για τη δημόσια υγεία από τις αυξημένες (πάνω από τα κοινοτικά όρια) εκπομπές διοξειδίου του θείου, οξειδίων του αζώτου και μικροσωματιδίων υπολογίζεται με συγκεκριμένες μεθόδους στα 583 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
- Ο τομέας της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής εκπέμπει περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα απ' ό,τι οι μεταφορές, η βιομηχανία και τα απορρίμματα μαζί.
- Η λιγνιτική βιομηχανία συσσωρεύει ζημιές κάθε μήνα από τον Δεκέμβριο του 2017, ενώ το 2019 οι ζημιές αυξάνονται θεαματικά. Το κόστος του διοξειδίου του άνθρακα έχει υπερτετραπλασιαστεί από 10 ευρώ ανά μεγαβατώρα στις αρχές του 2016, σε περισσότερα από 40 ευρώ στα μέσα του 2019.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε με αφορμή την αποτυχία πώλησης των λιγνιτικών μονάδων Μεγαλόπολης και Φλώρινας που επιχειρήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση, την επιδείνωση των οικονομικών της ΔΕΗ και την αλλαγή κυβέρνησης και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα θα πρέπει να δεσμευτεί σε χρονοδιάγραμμα απόσυρσης όλων των λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2030 το αργότερο.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr