Πιο αναλυτικά, ο κ. Κοντολέων, υπογραμμίζει πως το πρόβλημα εντείνεται από το γεγονός ότι στην ουσία δεν υπάρχει αγορά και ο καταναλωτής καλείται να πληρώσει τα «σπασμένα» ενός ακριβού και αναποτελεσματικού συστήματος.
Την ίδια στιγμή, όπως αναφέρει, στην Ευρώπη, η πολιτική για την προώθηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας( ΑΠΕ) έχει επηρεάσει τις αγορές ηλεκτρισμού. H αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τις ΑΠΕ σε συνδυασμό με την ύφεση στην ευρωπαϊκή οικονομία μείωσε σημαντικά τις τιμές στις χονδρεμπορικές αγορές στο επίπεδο των 40Ευρώ/MWH, δείγμα ότι στις αγορές αυτές λειτουργεί ο ανταγωνισμός.
Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, τονίζει, βλέπουμε να μειώνονται τα κέρδη των μεγάλων παραγωγών ακόμη και να κλείνουν καινούργιες μονάδες παραγωγής από φυσικό αέριο. Αυτή η τάση δεν φαίνεται να αναστρέφεται αφού η ζήτηση δεν αυξάνεται. Μάλιστα, ο ίδιος παρουσιάζει πίνακα που δείχνει τη μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για το 2013 στις χρηματιστηριακές αγορές ενέργειας (σποτ) σε όλη της Ευρώπη.
Όπως αναφέρει ο κ. Κοντολέων, οι μεγάλες Ευρωπαϊκές βιομηχανίες, κύρια εξαγωγικές, βγαίνουν διπλά ωφελημένες τόσο από τις χαμηλές τιμές στις χονδρεμπορικές αγορές όσο και από τα πολλαπλά μέτρα που παίρνουν οι κυβερνήσεις όπως φορολογικές ελαφρύνσεις, μειωμένες ρυθμιστικές χρεώσεις, υπηρεσίες διακοπτόμενου φορτίου κ.λ.π.
Υπενθυμίζει ότι στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Σεπτέμβριο του 2013 αναφορικά με την ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Βιομηχανίας, ήδη επισημαίνεται «ότι η σύγκλιση των χωρών με μέτριες επιδόσεις ως προς τις ανεπτυγμένες χώρες έχει ήδη σταματήσει» κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στο κόστος ενέργειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η χώρα μας, όπου το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τις εγχώριες βιομηχανίες έφθασε να είναι 30% υψηλότερο από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, γεγονός που πλήττει την διεθνή ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών βιομηχανιών έντασης Ενέργειας, θέτει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και απειλεί με αφανισμό χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Η εξήγηση
Βεβαίως, όπως εξηγεί ο ίδιος, αυτό συμβαίνει καθώς στην Ελλάδα αντί να γίνονται βήματα σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Η μεν κυβέρνηση δεν προχώρησε ακόμη ούτε σε ένα μέτρο που να μειώνει το υπερβολικό κόστος ενέργειας για τις μεγάλες βιομηχανίας της χώρας. Η δε αγορά ηλεκτρικής ενέργειας ήταν και θα είναι βαθιά μη ανταγωνιστική με τιμές στην χονδρεμπορική αγορά κοντά στα 100Ευρώ/ΜWh υπερδιπλάσιες από τις τιμές σε όλες τις αγορές στην Ευρώπη.Όταν μάλιστα υπάρχει μεγάλη πλεονάζουσα δυναμικότητα μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Αποτέλεσμα της πλεονάζουσας δυναμικότητας, υπογραμμίζει ο κ. Κοντολέων, είναι οι μονάδες φυσικού αερίου παρά τις υψηλές τιμές στην χονδρεμπορική αγορά και λόγω του πολύ μικρού βαθμού χρησιμοποίησης τους να επιδοτούνται με 360εκ Ευρώ/ ετησίως, γεγονός το οποίο αυξάνει ακόμα περισσότερο το κόστος λειτουργίας της αγοράς. Ωστόσο, όπως επισημαίνει, η κάλυψη του σταθερού κόστους των μονάδων φυσικού αερίου μέσω της ανωτέρω αναφερθείσας επιδότησης αφαιρεί από αυτές τις μονάδες το ενδιαφέρον να λειτουργήσουν, με αποτέλεσμα τις υψηλές τιμές στην χονδρεμπορική αγορά. Αυτό το μόρφωμα δεν είναι ανταγωνιστική αγορά. Λειτουργεί προστατευτικά μόνο για τους παραγωγούς και εις βάρος του απλού καταναλωτή και υπονομεύει την Ελληνική οικονομία.
Οι αρνητικές συνέπειες
Όπως αναφέρει στο "R" το μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, δυστυχώς δεν είναι μόνο αυτές οι αρνητικές συνέπειες του σημερινού μοντέλου λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού στην Ελλάδα, γνωστού και ως «υποχρεωτικό pool». Η αύξηση της παραγωγής από ΑΠΕ αντί να μειώσει τις τιμές και αντί να αντικαταστήσει παραγωγή από φυσικό αέριο όπως συμβαίνει σε όλες τις ανταγωνιστικές αγορές της Ευρώπης μειώνει την λιγνιτική παραγωγή. Το 2013 η αύξηση της παραγωγής των ΑΠΕ μείωσε την λιγνιτική παραγωγή κατά 15,7% την στιγμή που η συνολική ζήτηση μειώθηκε μόνο κατά 3,7% και η ζήτηση στο σύστημα μειώθηκε κατά 7,6% λόγω της αύξησης της παραγωγής από Φωτοβολταϊκά.
Το 2013 ξοδεύτηκαν περισσότερα από 200εκ. Ευρώ για αγορά ακριβού εισαγόμενου φυσικού αερίου που υποκατέστησε τον φθηνό εγχώριο λιγνίτη και κανείς δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να απολογηθεί στον απλό Έλληνα εργαζόμενο. Η δικαιολογία της διασφάλισης της ασφάλειας εφοδιασμού δεν μας πείθει πια, υπογραμμίζει ο κ. Κοντολέων. Δυστυχώς η τάση μείωσης των λιγνιτών επιβεβαιώθηκε και τον Ιανουάριο παρά την κατάργηση των στρεβλώσεων.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν, όπως λέει, είναι αμείλικτα: Γιατί οι λιγνιτικές μονάδες κάθε νύχτα μειώνουν την παραγωγή τους στο τεχνικό τους ελάχιστο; Γιατί επιτρέπεται σε μια μονάδα να παραμένει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα σε δοκιμαστική λειτουργία; Πως δικαιολογείται η λειτουργία 3 μονάδων παραγωγής από φυσικό αέριο την νύχτα με φορτίο μόλις 4.500MW; Γιατί η ασφάλεια εφοδιασμού πρέπει να μας στοιχίζει τόσο ακριβά; Όλα τα παραπάνω φανερώνουν ότι το σημερινό σύστημα Ημερήσιας αγοράς και ο σημερινός αλγόριθμος επίλυσης του συστήματος έχουν κλείσει τον κύκλο τους.
Το ελληνικό στρεβλό σύστημα αγοράς
Ο κ. Κοντολέων, επισημαίνει ότι την περασμένη εβδομάδα ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής, Ραφήλ Μωησής ,πολύ καλός γνώστης των θεμάτων της αγοράς ενέργειας, σε ομιλία του στο Μέγαρο Μουσικής ανέφερε ότι εάν η ΔΕΗ κατείχε όλες τις μονάδες παραγωγής και αυτές των ιδιωτών τότε το κόστος της αγοράς θα ήταν πολύ μικρότερο! Μία διαπίστωση που αναδεικνύει το στρεβλό σύστημα αγοράς στην Ελλάδα.
Προσθέτει, ότι εάν η επερχόμενη πώληση της μικρής ΔΕΗ δεν συνοδευτεί από την κατάργηση του σημερινού συστήματος αγοράς θα προκληθεί αύξηση σε όλα τα τιμολόγια. Η εξήγηση- σύμφωνα με τον ίδιο- είναι πολύ απλή. Ο νέος επενδυτής μέσω της αγοράς διασφαλίζει υπερκέρδη από τις υπεραξίες πουλώντας την παραγωγή από λιγνίτες στην ημερήσια αγορά σε υπερδιπλάσιες τιμές από το κόστος της. Σήμερα η ΔΕΗ σαν κρατική εταιρεία επιστρέφει στον απλό καταναλωτή μέσω των χαμηλών οικιακών τιμολογίων μέρος των υπεραξιών που ανακτά από τους λιγνίτες. Ποιός θα υποχρεώσει τον νέο επενδυτή να μην κρατήσει για λογαριασμό του τα υπερκέρδη του; Αναρωτιέται.
Το κρατικό μονοπώλιο
Σε αυτό το στρεβλό περιβάλλον το κρατικό μονοπώλιο της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμούς δείχνει το χειρότερο πρόσωπο του, υπογραμμίζει ο κ. Κοντολέων. Αφ' ενός αρνείται να προσφέρει και να διαπραγματευτεί εξατομικευμένα τιμολόγια ανάλογα με το προφίλ λειτουργίας κάθε βιομηχανίας, αφ' ετέρου αυτοεγκλωβίστηκε θέτοντας μαξιμαλιστικές κόκκινες γραμμές αφού δημοσιοποίησε στοιχεία που υποδεικνύουν ότι το κόστος λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων είναι υπερβολικά υψηλό.
Η κίνηση αυτή μπορεί να λειτουργήσει και ως μπούμερανγκ αφού ακόμη και εάν ήταν αληθινό το κόστος που παρουσιάζεται αποδεικνύει την αναποτελεσματικότητα και την τεράστια ευθύνη όλων των υπεύθυνων στην ΔΕΗ. Στην πραγματικότητα εκείνο που συμβαίνει είναι ότι το συντηρητικό κατεστημένο στην ΔΕΗ προσπαθεί να ακυρώσει στην πράξη τις σχεδιαζόμενες δημοπρασίες για το άνοιγμα της αγοράς και εμφανίζει σκόπιμα υψηλές τιμές παραγωγής από λιγνίτη. Δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι η ΔΕΗ έχει κόστος λιγνίτη κοντά στα 60 ευρώ όταν στην γειτονική Βουλγαρία η τιμή στις δημοπρασίες της λιγνιτικής μονάδας Μαρίτσα διαμορφώθηκε στα 37,5 Ευρώ/MWH.
Όμως δεν είναι μόνο το θέμα του κόστους. Σύμφωνα με το μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, η ΔΕΗ αρνείται να αναγνωρίσει τις υπεραξίες που ανακτά στην χονδρεμπορική αγορά από τις λιγνιτικές μονάδες, την λειτουργία των οποίων στηρίζουν με την συνεχή λειτουργία τους και ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες οι μεγάλες βιομηχανίες.
Για την βιομηχανία και τον απλό εργαζόμενο, τονίζει ο κ. Κοντολέων, παραμένει το σκληρό ερώτημα: Θα αντιληφθούν οι υπεύθυνοι ότι το σημερινό σύστημα αγοράς έχει κλείσει τον κύκλο του και ότι απαιτούνται άμεσα διαρθρωτικά μέτρα; Θα αντιληφθεί η σημερινή ηγεσία της ΔΕΗ τις ιστορικές ευθύνες της;
Πρέπει άμεσα να ληφθούν αποφάσεις και να προχωρήσουν τα απαραίτητα διαρθρωτικά μέτρα που θα επιτρέψουν, όπως λέει, στις εγχώριες βιομηχανίες να έχουν ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας. Άλλως θα είναι πολύ αργά για τους εργαζόμενους και για την ελληνική οικονομία, επισημαίνει ο ίδιος.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr