Αν και οι καιρικές συνθήκες είναι ακόμη καλές, η εμπειρία του περασμένου χειμώνα, οπότε «πνίγηκαν» στον καπνό τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και οι έρευνες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας και δείχνουν ότι αυξάνονται συνεχώς οι πολίτες που στρέφονται στα τζάκια και τις σόμπες, λόγω της οικονομικής κρίσης και του ακριβού πετρελαίου, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια εφησυχασμού.
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Η αύξηση κατανάλωσης καυσόξυλων από το 2009 έως το 2012 άγγιξε περίπου το 70%, σύμφωνα με στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας (ΚΑΠΕ), ενώ ακόμη δεν υπάρχει ο απολογισμός για το 2013.
Το πρόβλημα της αιθαλομίχλης
«Ο καθένας γνωρίζει σήμερα το πρόβλημα» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Χρήστος Ζερεφός, καθηγητής της Φυσικής της Ατμόσφαιρας, τονίζοντας πως, όπως στο παρελθόν υπήρχε ο μεγάλος και ο μικρός δακτύλιος στην Αθήνα για το νέφος, η αντιμετώπιση του προβλήματος της αιθαλομίχλης «πρέπει να εξεταστεί με τον ίδιο τρόπο». «Να μην καίμε ξύλα συγκεκριμένες μέρες μέσα στο χρόνο. Οι πάσης είδους καύσεις αυξάνονται όταν υπάρχει κρύο και άπνοια, για παράδειγμα τα περασμένα Χριστούγεννα. Γι αυτό, καλό θα είναι τις κρύες νύχτες που δεν φυσάει, οι πολίτες να μην ανάβουν τα τζάκια, αλλά να επιλέγουν άλλον τρόπο να ζεσταθούν. Επίσης, πρέπει να προσέχει πολύ ο κόσμος τι ξύλα καίει, εάν τα ξύλα είναι με βερνίκι, το βερνίκι καιγόμενο δημιουργεί ενώσεις οι οποίες μπορεί να είναι καρκινογόνες. Πρέπει να προσέχει αν η καύση είναι καλή ή κακή, καθώς αν είναι κακή κινδυνεύει ακόμη και με θάνατο από το μονοξείδιο του άνθρακα». Αναφερόμενος στην ευσυνειδησία που χρειάζεται να διακρίνει τις επιλογές μας, ο κ. Ζερεφός υπογραμμίζει: «Όταν επιβαρύνουμε την ατμόσφαιρα με πάσης είδους επικίνδυνα αέρια, τα αναπνέουμε όχι μόνο εμείς οι μεγάλοι αλλά και οι μικροί, που δεν χρωστούν τίποτα. Αυτό πρέπει να σκεφτούν όλοι για να δράσουν αντίστοιχα. Θα πρέπει να ξέρουν ότι το παιδί τους θα αναπνεύσει το ίδιο καρκινογόνο υλικό που αναπνέουν όλοι».
Σημαντικά συμπεράσματα μπορεί να εξάγει κανείς συγκρίνοντας, επίσης, τις εκπομπές λεπτών σωματιδίων, που είναι βλαβερά για την υγεία, ενδεικτικά από έξι διαφορετικούς τρόπους θέρμανσης, με βάση στοιχεία που δημοσιεύει η Υπηρεσία Περιβάλλοντος των ΗΠΑ. Όπως εξηγεί μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Λευτέρης Γιακουμέλος, φυσικός από το ΚΑΠΕ, «εάν θεωρητικά ένα παλαιού τύπου τζάκι εκπέμπει λεπτά σωματίδια 100%, για την ίδια ποσότητα θέρμανσης, μια κλασική ξυλόσομπα εκπέμπει 20%, μια ενεργειακή ξυλόσομπα 5%, μία σόμπα πέλετ 2%, μία σόμπα πετρελαίου 0,05% και μία σόμπα αερίου 0,03%».
Η ενεργειακή απόδοση των μέσων θέρμανσης
Παράλληλα, απαραίτητη είναι η ενημέρωση όχι μόνο για την προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος αλλά και για την πραγματική ενεργειακή απόδοση και του κόστους του τρόπου θέρμανσης που επιλέγει κανείς.
Όπως τονίζει ο κ. Γιακουμέλος, «το παλαιού τύπου τζάκι είναι ένας πολύ κακός τρόπος θέρμανσης. Έχει πολύ χαμηλή ενεργειακή απόδοση και χρειάζεται μεγάλη ποσότητα καυσίμου».
«Τα κλασικά ανοιχτά τζάκια έχουν πολύ χαμηλή ενεργειακή απόδοση, περίπου στο 10% του καυσίμου που χρησιμοποιούν. Δηλαδή, από τη θερμότητα που μας δίνει 1 κιλό ξύλου, όταν καίγεται στο τζάκι, το 90% «φεύγει» μέσω της καμινάδας στην ατμόσφαιρα και μόνο το 10% ζεσταίνει το σπίτι». Σύμφωνα με τον ίδιο, «μια σόμπα που καίει πέλετ έχει απόδοση 75 έως 90%, με την αναβάθμιση ενός παλαιού τζακιού μπορεί να επιτευχθεί ενεργειακή απόδοση 35 έως 50%, ενώ οι παλαιές σόμπες ξύλου έχουν απόδοση 20 έως 40%».
Αναφορικά με την επιλογή του ηλεκτρικού ρεύματος, «οι ηλεκτρικές θερμάστρες έχουν απόδοση σχεδόν 100%, δηλαδή για μια κιλοβατώρα ρεύματος όλη η ενέργεια γίνεται θερμότητα. Τα αιρκοντίσιον έχουν απόδοση περίπου 200 με 300%, δηλαδή σε μια κιλοβατώρα που καταναλώνεται αναλογούν δύο με τρεις κιλοβατώρες θέρμανσης».
Ακόμη ένα ζήτημα που πρέπει να έχει υπόψη του ο καταναλωτής είναι ότι εάν τα ξύλα είναι φρεσκοκομμένα έχουν πολύ υψηλά επίπεδα υγρασίας και χρειάζεται η διπλάσια ποσότητα ξύλου για το ίδιο αποτέλεσμα.
Συμπερασματικά, σύμφωνα με τον κ. Γιακουμέλο, «το τζάκι ανοιχτού θαλάμου, είναι 40% ακριβότερο, ως μέσο θέρμανσης, σε σχέση με τον συνήθη λέβητα πετρελαίου, για να έχουμε την ίδια θερμότητα σε ένα σπίτι. Ενώ, όσον αφορά στα λεπτά σωματίδια, με βάση τη σύγκριση των στοιχείων από την Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ, αυτά που εκπέμπονται από ένα τζάκι είναι 2000 φορές περισσότερα, σε σχέση με εκείνα που εκπέμπονται από ένα λέβητα πετρελαίου. «Δεν είναι φθηνότερη λύση το κάψιμο του ξύλου σε ανοιχτό τζάκι» υπογραμμίζει, αναφέροντας ότι «θα δαπανηθούν περισσότερα χρήματα σε σχέση με το πετρέλαιο για την ίδια ποσότητα θέρμανσης ή ένα αιρκοντίσιον».
Μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας
Τα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας, τη σημασία των οποίων υπογράμμισε τόσο ο κ. Ζερεφός, όσο και ο κ Γιακουμέλος, συνιστούν σε βάθος χρόνου και μέτρα εξοικονόμησης χρημάτων. Ταυτόχρονα, συμβάλλουν να μη γίνεται υπερβολική κατανάλωση καυσίμου και να προστατεύεται το περιβάλλον.
Υπάρχουν τα περισσότερο κοστοβόρα μέτρα, όπως είναι η εξωτερική θερμομόνωση ενός σπιτιού ή η αντικατάσταση των μονών υαλοπίνακων στα παράθυρα με διπλούς.
Υπάρχουν όμως, και οι χαμηλού ή μηδενικού κόστους επεμβάσεις, όπως ο έλεγχος και η επισκευή των ρωγμών στα πλαίσια των ανοιγμάτων (πόρτες, παράθυρα, κλπ.), των ρηγμάτων στην τοιχοποιία, των χαλασμένων μηχανισμών των ανοιγμάτων, των φθαρμένων στοιχείων θερμομόνωσης και στεγανότητας των αρμών, η στεγανοποίηση των ανοιγμάτων με σφράγισμα των αρμών των πλαισίων με ειδικές θερμομονωτικές ταινίες, η μη κάλυψη των θερμαντικών σωμάτων, η τακτική συντήρηση του συστήματος λέβητα-καυστήρα, η θερμομόνωση του λέβητα και των σωληνώσεων ή η ρύθμιση του θερμοστάτη πετρελαίου ή αερίου, από τους 25 στους 21 βαθμούς Κελσίου, το κόστος θέρμανσης αυξάνει κατά 8%/1οC.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr