Ιστορικό θα παραμείνει το παράδειγμα της Pirelli, η οποία έβαλε λουκέτο στο εργοστάσιο της Πάτρας, εξαιτίας των πολυήμερων απεργιακών κινητοποιήσεων που οδήγησαν σε ρήξη τις σχέσεις εργοδοτών - εργαζομένων, με συνέπεια να μείνουν χωρίς δουλειά 500 άνθρωποι. Η απόφαση για να μεταναστεύσει η εταιρεία στην Τουρκία ελήφθη μέσα σε ένα βράδυ. Σε μια δραματική τηλεφωνική συνομιλία της εδώ διοίκησης με τα κεντρικά στο Μιλάνο, ο ιδιοκτήτης της Λεοπόλντο Πιρέλι ζήτησε να σφραγισθεί το εργοστάσιο και να εγκαταλείψει τη χώρα η ιταλική πολυεθνική, ανατρέποντας όλα τα έως τότε δεδομένα.
Την ίδια χρονική περίοδο, η αμερικανική Goodyear, στο Ακρον του Οχάιο, αποφάσιζε επίσης λουκέτο για το εργοστάσιο της Goodyear Hellas στη Θεσσαλονίκη, το μοναδικό εργοστάσιο ελαστικών που είχε απομείνει εδώ. Πολλές πικρές βιομηχανικές ιστορίες γράφτηκαν και για άλλες ιστορικές επιχειρήσεις, όπως για την «Πειραϊκή-Πατραϊκή» (4.000 εργαζόμενοι), τη χαρτοβιομηχανία «Λαδόπουλου» (1.200 εργαζόμενοι), την «Ελλάς Α.Ε.» (120 εργαζόμενοι), που είχαν την ίδια τύχη. Επίσης σφραγίστηκαν εταιρείες όπως η καλτσοβιομηχανία «Μάντισον» (250 εργαζόμενοι), η οινοποιία «ΒΕΣΟ» (300 εργαζόμενοι), η «Ντρέσκο» (200 εργαζόμενοι) , η «Χαρτοποιία Αιγίου» (550 εργαζόμενοι), η μονάδα ενδυμάτων «Ρετσίνα» (300 εργαζόμενοι).
Την αλυσίδα των λουκέτων στην ελληνική βιομηχανία τη δεκαετία του ’80 άνοιξε η «Τεοκάρ» και στη συνέχεια ακολούθησαν επιχειρήσεις όπως τα Κλωστήρια Φιλιατών, η εταιρεία «Ρόκα», η πώληση των Τσιμέντων Χαλκίδας, αλλά και των μεταλλείων πρώην Σκαλιστήρη, το κλείσιμο των Μεταλλείων Φωκίδας, τα Φωσφορικά Λιπάσματα, το λουκέτο στα Πλαστικά Καβάλας και των Μεταλλείων Χαλκιδικής, το κλείσιμο των γραμμών παραγωγής της Βιαμύλ.
Τη δεκαετία του 1990 είχαμε τα λουκέτα στη Διεθνή Βιομηχανία Ενδυμάτων στην Καλαμάτα, στη Λαυρεωτική, στην ακτοπλοϊκή εταιρεία ΔΑΝΕ. Επίσης είχε ξεκινήσει η κατάρρευση της ιστορικής καπνοβιομηχανίας «Κεράνης», ενώ οι όμιλοι Λαναρά - Αργυρού ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους γράφοντας ουσιαστικά τον επίλογο της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας.
Τα λουκέτα στη 10ετή κρίση των μνημονίων
Η κατάρρευση της Hellenic Steel
Πριν πτωχεύσει η Hellenic Steel στις 13 Μαΐου 2015 –με έδρα τον Δήμο Διαβατών Θεσσαλονίκης– είχε ξεκινήσει η απαξίωσή της όταν ο βασικός της μέτοχος με ποσοστό 52%, η πολυεθνική ιταλική βιομηχανία χάλυβα ILVA, βρέθηκε σε σοβαρή κρίση που οδήγησε εν τέλει στην κρατικοποίησή της από το ιταλικό Δημόσιο. Πιο συγκεκριμένα, η ιταλική μητρική ILVA Commerciale τον Ιούνιο του 2013 τέθηκε υπό την επιτροπεία της ιταλικής κυβέρνησης λόγω των σοβαρών προβλημάτων πρόκλησης περιβαλλοντικής ρύπανσης στη μονάδα του Τάραντα. Οι μετοχές από την ιδιοκτήτρια οικογένεια Ρίβα πέρασαν στο ιταλικό Δημόσιο, το οποίο εξασφάλισε από τις τράπεζες 650 εκατ. ευρώ, που διατέθηκαν αποκλειστικά και μόνο για τις ιταλικές μονάδες. Το θέμα της Hellenic Steel έγινε γνωστό τον Σεπτέμβριο του 2014, έπειτα από επιστολή των εργαζομένων της εταιρείας στον τότε πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, οι οποίοι ζητούσαν τη λήψη μέτρων προκειμένου η εταιρεία να μην «κατεβάσει» ρολά. Οι εργαζόμενοι ζητούσαν από την ελληνική κυβέρνηση να μεσολαβήσει στην ιταλική κυβέρνηση και στη μητρική εταιρεία ILVA, ώστε να αποτραπεί η εκκαθάριση της ελληνικής εταιρείας και να δοθεί παράταση χρόνου για να αναζητηθούν άλλες λύσεις (αγοραστές, επενδυτές, κ.ά.). Μέχρι να πτωχεύσει η εταιρεία ήταν μία από τις 5 μεγαλύτερες χαλυβουργικές μονάδες της Ελλάδας και διέθετε ισχυρή εξαγωγική δραστηριότητα.
Eνωμένη Κλωστοϋφαντουργία
Το 1999, όταν σχεδόν ολόκληρη η Ελλάδα είχε καταληφθεί από τη χρηματιστηριακή μανία, ο αείμνηστος Θωμάς Λαναράς διοικούσε την οικογενειακή του επιχείρηση Κλωνατέξ με την κεφαλαιοποίησή της να ξεπερνά τα 3 δισ. ευρώ. Στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, η «Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία» ήταν ήδη σε ημιθανή κατάσταση. Τα δάνεια ήταν όλα σε καθυστέρηση από το 2008. Από τον Μάρτιο του 2009, οι παραγωγικές της δραστηριότητες είχαν ουσιαστικά σταματήσει. Τον Φεβρουάριο του 2010, ανεστάλη η διαπραγμάτευση της μετοχής της στο Χρηματιστήριο Αθηνών, αν και ήταν μεταξύ των εταιρειών που είχαν πρωταγωνιστήσει στις ένδοξες ημέρες της Σοφοκλέους που οδήγησαν στη φούσκα. Toν Ιούνιο του 2010, η κυβέρνηση Παπανδρέου στήριξε ένα ακόμα σχέδιο αναδιάρθρωσης. Η επιχείρηση συμφωνήθηκε τότε να λάβει κοινοπρακτικό δάνειο 63,6 εκατ. ευρώ με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου. Οι βασικοί όροι ήταν να συρρικνωθεί δραστικά και να αποκλειστεί ο Θωμάς Λαναράς και άνθρωποι του περιβάλλοντός του από το νέο σχήμα. Ενάμιση χρόνο αργότερα, ο Λαναράς θα έφευγε από τη ζωή σε ηλικία 54 ετών, κλονισμένος από την κατάρρευση μιας οικογενειακής επιχειρηματικής δυναστείας που είχε διαρκέσει έναν αιώνα. Οσοι γνώριζαν καλά τον ίδιο αλλά και την επιχειρηματική του διαδρομή, του καταλόγιζαν σειρά σημαντικών λαθών. Επισημαίνουν ότι χρησιμοποίησε τα χρήματα που άντλησαν οι επιχειρήσεις του από το χρηματιστήριο για αντιπαραγωγικές δραστηριότητες. Επίσης, λένε, ότι ενώ έβλεπε τον κίνδυνο της εισαγωγής φθηνών ενδυμάτων από την Κίνα να έρχεται, δεν έκανε απολύτως τίποτε, απλά παρακολουθούσε τις υπεραξίες στο χρηματιστηριακό ταμπλό.
Αγονοι μέχρι σήμερα οι πλειστηριασμοί για το ιστορικό εργοστάσιο της Πετζετάκις στη Θήβα
Τη δεκαετία του ’90 ο επιχειρηματίας Γιώργος Πετζετάκις με την περηφάνια του επικεφαλής ενός πρωτοπόρου ομίλου έτρεφε μεγάλες φιλοδοξίες. Με αρωγό το καθεστώς των εύκολων πιστώσεων, η εταιρεία προχώρησε σε σειρά εξαγορών ανά τον κόσμο, στον Καναδά, στη Νότια Αφρική, στην Ευρώπη. Την εποχή της ακμής ο όμιλος διέθετε 11 μονάδες παραγωγής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και πωλήσεις σε 70 χώρες. Οι εξαγορές που πραγματοποιήθηκαν υπό την καθοδήγηση του Γιώργου Πετζετάκι, έγιναν με δανεικά, επιβαρύνοντας υπερβολικά τους ισολογισμούς της εταιρείας. Ο ίδιος σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις έχει παραδεχθεί εκ των υστέρων ότι έγιναν λάθη, με κυριότερο το γεγονός ότι δεν κατάφερε να εκτιμήσει επαρκώς τη δυναμική του ανταγωνισμού. Ο επιχειρηματίας δεν αντιλήφθηκε ότι οι επιπτώσεις από τη λήξη της πατέντας που είχε η εταιρεία το 1990 (μετά την παρέλευση 30ετίας) θα ήταν εξαιρετικά δυσάρεστες. Αλλωστε, η κληρονομιά του, που ήταν αξιοζήλευτη σε διεθνές επίπεδο, θάμπωνε και τους ειδικούς. Ο αείμνηστος πατέρας του Αριστόβουλος Πετζετάκις, τον οποίο η βρετανική εφημερίδα «Financial Times» είχε χαρακτηρίσει «εφευρέτη πρώτης τάξης», ίδρυσε τη βιομηχανία πλαστικών σωλήνων το 1960, με βάση την πρωτοποριακή μέθοδο παραγωγής εύκαμπτων πλαστικών σωλήνων, ενισχυμένων με σπειροειδές PVC. Αρκετοί ήταν αυτοί που βρήκαν ευκαιρία να σπαταλήσουν ή ακόμη και να κλέψουν από την τεράστια περιουσία της «Πετζετάκις», όπως λένε άνθρωποι που γνωρίζουν τις εξελίξεις της περιόδου εκείνης. Το 2012 βγήκαν σε πλειστηριασμό οι εγκαταστάσεις τής πρώην ελληνικής πολυεθνικής στη Βόρεια Ελλάδα και ακολουθεί το εργοστάσιο στη Θήβα.
Οι διακοπές των εξαγωγών ήταν η αρχή του τέλους για την Καπνοβιομηχανία Γεωργιάδη
Η καπνοβιομηχανία Γεωργιάδη γονάτισε από τον υψηλό δανεισμό. Η οικογένεια Φαντοπούλου, που είναι οι βασικοί μέτοχοί της, δεν ήταν σε θέση να στηρίξουν οικονομικά την επιχείρηση. Η ιστορική καπνοβιομηχανία Γεωργιάδη είχε ιδρυθεί το 1938 και η ναυαρχίδα των σημάτων της ήταν το Αντινικότ «22». Τα τελευταία χρόνια πριν από την πτώχευση, οι πωλήσεις της έφθιναν και η επιχείρηση εμφάνιζε ζημίες, αφού το κόστος πωλήσεων ξεπερνούσε τον συνολικό τζίρο. Η αδυναμία εξαγωγών προέκυψε για πρώτη φορά στις αρχές του 2010. Και αυτό, γιατί καταλογίστηκαν πρόστιμα από το Δημόσιο για διαφυγόντες δασμούς. Η εταιρεία προσέφυγε στα δικαστήρια, αλλά ώσπου να τελεσιδικήσει η υπόθεση δεσμεύθηκαν οι τραπεζικές εγγυήσεις της, κάτι που έφερε και την αδυναμία εξαγωγών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πωλήσεις της εταιρείας το 2010 κατακρημνίστηκαν στις 748.000 ευρώ έναντι 5 εκατ. ευρώ το 2009. Ο τελευταίος δημοσιοποιημένος ισολογισμός του 2011 κατέγραψε πωλήσεις 317.000 ευρώ και συσσωρευμένες ζημίες 10 εκατ. ευρώ. Η διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας κ. Ιωάννα Φαντοπούλου προσπάθησε να παίξει το τελευταίο της χαρτί το 2011, ποντάροντας υποχρεωτικά στην εγχώρια αγορά. Λάνσαρε το σήμα MG Gold με τιμή 2,60 ευρώ, συμπιέζοντας τα περιθώρια κέρδους, έτσι ώστε να διατηρηθεί στην αγορά. Μάλιστα, αύξησε την προμήθεια των λιανοπωλητών και με μια δραματική σε τόνο επιστολή της προς τους συνδέσμους των περιπτερούχων ζήτησε τη στήριξή τους. Το πείραμα δεν πέτυχε, υπήρξαν καταγγελίες από την πλευρά της για πόλεμο από τις πολυεθνικές και έτσι η επιχείρηση που κάποτε απασχολούσε 80 εργαζομένους έκλεισε το 2012.
Εταιρεία πλακιδίων Philkeram Johnson
Η μεγάλη μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας έριξε τους τίτλους τέλους
Στη λήθη της Ιστορίας έχει περάσει η Philkeram Johnson. Η κρίση από το 2009 κυριολεκτικά τσάκισε την οικογενειακή εταιρεία, η οποία αναγκάστηκε να κάνει περισσότερες από 60 απολύσεις. Η πορεία της ήταν προδιαγεγραμμένη. Ο βασικός λόγος ήταν η κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα που παρέσυρε την επιχείρηση. Στα τέλη του 2011, πνιγμένη από τα χρέη της, κηρύχθηκε σε πτώχευση, με την οικοδομική δραστηριότητα στη χώρα ήδη να κλονίζεται και τις εξαγωγές να μην μπορούν να σηκώσουν οικονομικά τη Philkeram. Ο κ. Γιώργος Φιλίππου ήταν ο ιδιοκτήτης μιας από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της νοτιοανατολικής Ευρώπης, με εξαγωγές σε όλο τον πλανήτη και 500 άτομα προσωπικό. Η σύλληψη του προέδρου της Philkeram Johnson κ. Φιλίππου για χρέη, που αφορούσαν μη απόδοση ΦΠΑ ύψους 293.505 ευρώ ήταν κάτι παραπάνω από χαστούκι.
Η Philkeram Johnson Α.Ε. ιδρύθηκε το 1962 από την οικογένεια Φιλίππου και τον κ. Χρήστο Κωνσταντόπουλο στην περιοχή Πατριαρχικό Θεσσαλονίκης. Ξεκίνησε πρώτη στην Ελλάδα την παραγωγή κεραμικών πλακιδίων με 18 άτομα και παραγωγή 80.000 τ.μ. τον χρόνο και έφτασε στα 5 εκατομμύρια τόνους. Οπως όλες οι μεγάλες παραγωγικές μονάδες της Θεσσαλονίκης, έβαλε λουκέτο έπειτα από μακροχρόνιες κινητοποιήσεις των εργαζομένων, αφήνοντας χρέη προς το Δημόσιο, για τα οποία συνελήφθη ο κ. Φιλίππου. Προηγουμένως, η εταιρεία είχε υποβάλει αίτηση πτώχευσης, καθώς έχει αναστείλει την παραγωγική δραστηριότητά της, αν και τον Οκτώβριο του 2008 εγκαινίασε μια νέα σύγχρονη μονάδα.
Βιομηχανία ξυλείας Shelman
Το άδοξο φινάλε της εμβληματικής εταιρείας έπειτα από πορεία 50 χρόνων
H Shelman ήταν ένα από τα μεγάλα ονόματα της βιομηχανίας που μεσουράνησαν στην Ελλάδα για περισσότερες από πέντε δεκαετίες. Η βιομηχανία ξύλου που ίδρυσε τη δεκαετία του ’60 ο επιχειρηματίας Παναγιώτης Ηλιάδης, αποτελούσε σημείο αναφοράς στον ευρύτερο κλάδο της ξυλείας στην Ελλάδα. Το εμβληματικό λογότυπο της εταιρείας με τον ελέφαντα ήταν σήμα κατατεθέν με διεθνή αναγνώριση στον κλάδο. Η πενηντάχρονη ιστορία της Shelman, όμως, έληξε άδοξα, παρά την εξαγορά της το 2009 από την εταιρεία Alpha Wood, συμφερόντων των επιχειρηματιών Αδαμόπουλου-Αγοραστού. Η Shelman διέθετε δύο εργοστάσια σε Χαλκίδα και Κομοτηνή, η αξία των οποίων είχε αποτιμηθεί παλαιότερα σε 60 εκατομμύρια ευρώ το καθένα, αλλά η μεγάλη πτώση της εγχώριας ζήτησης για προϊόντα ξυλείας λόγω της καθίζησης της οικοδομής και οι αθρόες εισαγωγές την οδήγησαν στη χρεοκοπία. Τον Ιανουάριο του 2010, ο βασικός μέτοχος κ. Αντώνης Αδαμόπουλος, με την ιδιότητα του νέου βασικού μετόχου της Shelman και μετά την εξαγορά της από την Alfa Wood έναντι 11 εκατ. ευρώ, ανακοίνωνε ότι όραμά του αποτελούσε «η ανάπτυξη και όχι η συρρίκνωσή της». Η πορεία τον διέψευσε.
Η προσπάθεια του επιχειρηματία να μηδενίσει τις ζημίες των 22 εκατ. ώς το τέλος του 2010, δεν απέδωσε. Κι αυτό γιατί –όπως εκτιμούσαν άνθρωποι της αγοράς– η Shelman ήταν ζημιογόνος από το 2005, με αποτέλεσμα να μειώνει τα ίδια κεφάλαια και να αυξάνει τον δανεισμό της. Οι περικοπές και οι μειώσεις προσωπικού δεν πρόσφεραν τη λύση, ούτε η αίτηση για το άρθρο 99. Η πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας κατά 70% τη 2ετία 2011-2013 έδωσε τη «χαριστική βολή».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr