Ο τομέας της βιομηχανίας και ειδικότερα της μεταποίησης είναι η καρδιά κάθε σύγχρονης οικονομίας και διαδραματίζει κομβικό ρόλο για την ανάπτυξη, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή. Τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ εφαρμόζουν πολιτικές ενίσχυσης της βιομηχανίας αναγνωρίζοντας τη συμβολή της στην ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους.
Πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τη βιομηχανία, έχοντας ως στόχο την αύξηση της συμβολής της μεταποίησης στο 20% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ έως το 2020. Στην Ελλάδα, η χρόνια απουσία πολιτικής για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και το δυσμενές επιχειρηματικό περιβάλλον συνέβαλαν στην εξασθένιση της βιομηχανίας και της μεταποίησης (κάτω από 9% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έναντι περίπου 15% στην ΕΕ) καθώς και στη δημιουργία ενός χρόνια ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου.
Η οριστική και βιώσιμη έξοδος της χώρας από την κρίση προϋποθέτει ένα νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό υπόδειγμα βασισμένο στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και ιδιαίτερα της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών. Ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο βιομηχανικής ανάπτυξης είναι η απαραίτητη εκκίνηση για την υπέρβαση των χρόνιων υστερήσεων και τη σταδιακή σύγκλιση προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ως άμεση προτεραιότητα τίθεται η δέσμευση σε ένα εθνικό στόχο για την αύξηση της συμμετοχής της μεταποίησης στο 12% στο ΑΕΠ έως το 2020 (από το 8,6% που είναι σήμερα) και στο 15% μεσοπρόθεσμα.
Η υιοθέτηση εθνικού στόχου για τη μεταποίηση πρέπει να γίνει με ευρεία συναίνεση, στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας στρατηγικής που θα υπηρετείται με τις κατάλληλες πολιτικές εθνικής και περιφερειακής εμβέλειας, με συμπληρωματικές δράσεις που θα εξειδικεύουν, ποσοτικοποιούν και υποστηρίζουν την πορεία σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μα κυρίως με συνέχεια και συνέπεια ανεξαρτήτως εκλογικών κύκλων και πολιτικών αλλαγών. Η στρατηγική για την ανάπτυξη της βιομηχανίας και ο σχετικός ποσοτικός στόχος πρέπει να αποτελούν και βασικά δομικά στοιχεία του Εθνικού Αναπτυξιακού Σχεδίου (Growth Strategy) που συζητείται αυτή την περίοδο.
Σχεδόν αμετάβλητος σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα παρέμεινε ο δείκτης οικονομικού κλίματος τον Νομέμβριο του 2017 (στις 98,4 μονάδες από 98,3 τον Οκτώβριο του 2017 και 92,9 τον Νοέμβριο του 2016), με τις προσδοκίες στη βιομηχανία και το λιανικό εμπόριο να καταγράφουν οριακή βελτίωση, ενώ στις κατασκευές σημειώθηκε επιδείνωση.
Οριακή βελτίωση εμφάνισε επίσης η καταναλωτική εμπιστοσύνη (στις -53,8 μονάδες από -54 τον Οκτώβριο του 2017 και -66,9 τον Νοέμβριο του 2016), κυρίως λόγω των σχετικά πιο αισιόδοξων προβλέψεων των νοικοκυριών για την εξέλιξη της ανεργίας. Παράλληλα, άνοδο για πέμπτο συνεχόμενο μήνα σημείωσαν οι καταθέσεις των νοικοκυριών τον Οκτώβριο του 2017 (+€585 εκατ. μηνιαία ροή), ενώ η πληρωμή των υπολοιπόμενων δόσεων φόρου εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ αναμένεται να ασκήσει πιέσεις στο υπόλοιπό τους το επόμενο διάστημα.
Την ίδια ώρα, οι καταθέσεις των επιχειρήσεων, αν και παρουσίασαν αρνητική ροή τον Οκτώβριο (-€85 εκατ.), εμφανίζουν ανοδική πορεία από τον Ιούλιο του 2015, γεγονός το οποίο μπορεί να αποδοθεί αφενός στην αυξανόμενη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών και αφετέρου στην άνοδο του τουρισμού. Ταυτόχρονα η απομόχλευση δανείων προς επιχειρήσεις έχει περιοριστεί σημαντικά σε σύγκριση με τις αρχές του 2014, την ώρα που τα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια εξακολουθούν να σημειώνουν αρνητική ετήσια μεταβολή (-0,6% και -2,9%).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr