Σύμφωνα με την σχετική έρευνα της DBRS, τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα επωφελήθηκαν περισσότερο από τα υψηλά επιτόκια, ενώ ευνοημένες εμφανίζονται και οι τράπεζες της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας.
Οι αναλυτές του καναδικού οίκου αξιολόγησης έχουν διαπιστώσει ότι συνήθως οι τράπεζες, που καταγράφουν υψηλά περιθώρια από τα επιτόκια, διακρίνονται από τα εξής χαρακτηριστικά:
- Δραστηριοποιούνται σε αγορές που το ποσοστό των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο είναι υψηλό, ενώ παράλληλα έχουν διατιμήσει αν όχι το σύνολο, τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού τους χαρτοφυλακίου.
- Τις αυξήσεις των επιτοκίων δεν τις έχουν περάσει στους καταθέτες σε μεγάλο βαθμό. Οι καταθέσεις που αποδίδουν τόκους, έχουν την τάση να είναι ένα μικρό ποσοστό από το σύνολο των καταθέσεων.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, όταν τα κέρδη των τραπεζών άρχισαν να μεγαλώνουν την ίδια ώρα που τα νοικοκυριά πιέζονταν από τις επιβαρυντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό τους από την υψηλό πληθωρισμό και τις αυξήσεις των επιτοκίων, οι κυβερνήσεις ανέλαβαν δράση.
Η Ισπανία ήταν η πρώτη που αποφάσισε να επιβάλει φόρο στα κέρδη των τραπεζών, ενώ στην Ελλάδα που τα στεγαστικά δάνεια στην πλειονότητά τους είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο υιοθετήθηκε το μέτρο του ανώτατου ορίου στα επιτόκια για διάστημα 12 μηνών, αρχής γενομένης από τον Μάιο του 2023. Το μέτρο αυτό έχει ως στόχο να προφυλάξει για το διάστημα αυτό τους δανειολήπτες από ενδεχόμενες περαιτέρω αυξήσεις στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων.
Παράλληλα, τονίζεται ότι στο μείγμα δανείων στους τραπεζικούς ισολογισμούς, το 20% εξ αυτών είναι στεγαστικά. Το μέτρο αυτό εφαρμόσθηκε όταν τα επιτόκια βρίσκονταν σε σχετικά υψηλό επίπεδο κι έτσι οι δυσμενείς επιπτώσεις στα κέρδη έχουν περιορισθεί. Από την άλλη αναφέρεται ότι σε περίπτωση που τα επιτόκια των καταθέσεων αυξηθούν, τότε τα κέρδη είναι πιθανό να επιβαρυνθούν.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr