Η έκθεση της DBRS που δημοσιεύθηκε την Παρασκευή (6/10) αναλύει το θέμα της εξόδου του ΤΧΣ από τις τράπεζες. Ο οίκος αξιολόγησης επισημαίνει ότι το Ταμείο έχει παίξει βασικό ρόλο στη στήριξη της ανάκαμψης του ελληνικού τραπεζικού τομέα τα χρόνια που ακολούθησαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Το ΤΧΣ εξακολουθεί να είναι ένας από τους βασικούς μετόχους των μεγάλων ελληνικών τραπεζών, ωστόσο η DBRS κατανοεί ότι σκοπεύει να διαθέσει όλες τις μετοχές του στις ελληνικές συστημικές τράπεζες πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2025.
Η DBRS Morningstar αναμένει ότι η αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις μεγάλες ελληνικές τράπεζες θα προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό ομαλά λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές βελτιώσεις στα μεγέθη των τραπεζών, την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και την ανακτημένη όρεξη των επενδυτών για τη χώρα. Επιπλέον, η επανιδιωτικοποίηση του ελληνικού τραπεζικού τομέα θα μπορούσε να μεταφραστεί σε υψηλότερη ρευστότητα στις κεφαλαιαγορές καθώς και σε περισσότερες ευκαιρίες για προσέλκυση επενδύσεων.
Διαχειρίσιμος κίνδυνος
Σύμφωνα με το νομικό του πλαίσιο, το ΤΧΣ στοχεύει να διαθέσει όλες τις μετοχές του στις ελληνικές συστημικές τράπεζες πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2025, υπό τους όρους της αγοράς. Στο βαθμό που το χαρτοφυλάκιο δεν έχει πλήρως πωληθεί μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2025, ο Νόμος του ΤΧΣ προβλέπει ότι κατά την ημερομηνία λήξης τυχόν εναπομείναντα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις μεταφέρονται σε διάδοχη οντότητα που θα πρέπει να συμφωνηθεί μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του ESM. Τον Δεκέμβριο του 2022, το Υπουργείο Οικονομικών ενέκρινε τη στρατηγική αποεπένδυσης, η οποία πρέπει να ακολουθεί μια διαφανή και ανταγωνιστική διαδικασία.
Ο οίκος σημειώνει ότι το ΤΧΣ δεν δεσμεύεται για συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ή αλληλουχία συναλλαγών, εντός του συνολικού πλαισίου εκποίησης, που θα μπορούσε να είναι επιζήμια για τη συνολική αξία του χαρτοφυλακίου του. Καταρχήν, κατανοούμε ότι το Ταμείο ευνοεί στρατηγικούς επενδυτές για σημαντικά τμήματα των μετοχών του, όπως διεθνώς αναγνωρισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μακροπρόθεσμους επενδυτές και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς και άλλους επενδυτές που κρίνονται κατάλληλοι για την ενίσχυση της ικανότητας προσαρμογής των ελληνικών τραπεζών τις τρέχουσες προκλήσεις, σημειώνει.
Διαφορετικές επιλογές αποεπένδυσης βρίσκονται υπό εξέταση, συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων στην κεφαλαιαγορά και των ιδιωτικών πωλήσεων. Μέχρι στιγμής, η Eurobank έχει υποβάλει δεσμευτική προσφορά για την εξαγορά του 1,4% που κατέχει σήμερα το ΤΧΣ. Η προσφορά αποτελεί πλέον μέρος μιας διαγωνιστικής διαδικασίας που θα ολοκληρωθεί στις 6 Οκτωβρίου.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου 2022, η εύλογη αξία των μετοχών του ΤΧΣ που κατείχε σε τράπεζες ήταν περίπου 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ, που αποδίδονταν κυρίως στις συστημικές τράπεζες. Εκτιμά ότι το ΤΧΣ θα μπορούσε να εισπράξει περίπου 3,1 δισ. ευρώ από την αποεπένδυση των συμμετοχών σε συστημικές τράπεζες, με βάση τις τρέχουσες τιμές των μετοχών των τραπεζών και την προσφορά επαναγοράς της Eurobank. Ωστόσο, σημειώνει ότι η πλήρης αποεπένδυση αναμένεται μέχρι το τέλος του 2025 και πρόκειται να διεξαχθεί ως ανταγωνιστική διαδικασία, επομένως αυτά τα στοιχεία ενδέχεται να δημιουργήσουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με τις τρέχουσες τιμές.
Κατά την άποψή μας, η έξοδος του ΤΧΣ από τις μεγάλες ελληνικές τράπεζες θα προχωρήσει ομαλά λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες σημαντικές βελτιώσεις στα πιστωτικά μεγέθη των τραπεζών και την ανθεκτικότητα της οικονομίας της χώρας. Η «όρεξη» των επενδυτών για την Ελλάδα έχει αυξηθεί και αναμένουμε ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί λόγω των σχετικά ευνοϊκών προοπτικών για την ελληνική οικονομία παρά τις προκλήσεις που θέτουν τα υψηλότερα επιτόκια, ο υψηλός πληθωρισμός, το ακόμη υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους και οι γεωπολιτικές εντάσεις.
Επιπλέον, τα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) αντιπροσωπεύουν μια σημαντική ευκαιρία για ανάπτυξη στη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας για τις τράπεζες να αυξήσουν τα δανειακά χαρτοφυλάκια τους και να παρέχουν στήριξη στην οικονομία μετά από αρκετά χρόνια στάσιμης δυναμικής. Η επανιδιωτικοποίηση του ελληνικού τραπεζικού τομέα θα μπορούσε κατά την άποψή μας να είναι επωφελής για τη χώρα, οδηγώντας σε υψηλότερη ρευστότητα στις κεφαλαιαγορές και παρέχοντας περισσότερες ευκαιρίες για προσέλκυση επενδύσεων, καταλήγει η DBRS.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr