Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές του γερμανικού επενδυτικού οίκου, το τεράστιο ράλι έχει φέρει τις αποτιμήσεις των τραπεζών σε επίπεδα που θα έμοιαζαν αδιανόητα πριν από μερικούς μήνες, με αποτέλεσμα αυτές να χαρακτηρίζονται πια πιο ακριβές.
«H απόδοση σε ετήσια βάση στις ελληνικές τράπεζες είναι περίπου +59% έναντι 10% για τον ευρωπαϊκό δείκτη τραπεζών, γεγονός που καταδεικνύει την ενίσχυση του ενδιαφέροντος των επενδυτών για τον ελληνικό τομέα, μετά τις συνεχείς βελτιώσεις που παρατηρούνται στους δείκτες καθαρών εσόδων από τόκους, του αποτελεσματικού ελέγχου κόστους, τη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού και των επιπέδων κεφαλαίου, που οδηγούν σε σημαντικές αναβαθμίσεις των στόχων», αναφέρει στην έκθεσή της η Deutsche Bank.
«Ως αποτέλεσμα, βλέπουμε τώρα πολλαπλασιαστές που θα ήταν αδιανόητοι μόλις πριν από λίγους μήνες, με τα P/Es τώρα στο εύρος των 6-7 φορών και τους δείκτες P/TBV στις 0,6-0,8 φορές για το 2024, με δείκτες αποδοτικότητας RoTEs περίπου 9% – 12% (αν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, με μεγάλο πλεόνασμα κεφαλαίου, επιτρέποντας την επαναφορά των μερισμάτων μετά από πολλά χρόνια). Παραμένουμε ακόμη θετικοί, αλλά είναι καιρός να πάρουμε μια ανάσα», προσθέτει η τράπεζα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Deutsche Bank προχωρά σε αλλαγή των συστάσεων για την Τράπεζα Πειραιώς και την Εθνική Τράπεζα από «buy» σε «hold», ενώ διατηρεί τη σύσταση «buy» για τις μετοχές της Alpha Bank και της Eurobank. Επιπλέον, διατηρεί σταθερή την τιμή στόχο για την Πειραιώς στα 3 ευρώ, ενώ ανεβάζει τον «πήχη» για την Εθνική (παρά τη σύσταση «hold») στα 6,70 ευρώ από 6,15 ευρώ προηγουμένως. Ως προς την Alpha Bank, η τιμή στόχος διαμορφώνεται πλέον στα 1,90 ευρώ από 1,70 ευρώ προηγουμένως, όπως και για τη Eurobank.
Συνολικά, η Deutsche Bank εξακολουθεί να αναμένει ότι η ισχυρή απόδοση θα συνεχιστεί, παρά το γεγονός ότι τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια NII βρίσκονται ήδη κοντά στο αποκορύφωμά τους, λόγω του αυξανόμενου κόστους χρηματοδότησης. Ωστόσο, η μετακύλιση της αύξησης των επιτοκίων στις καταθέσεις είναι χαμηλότερη από την αναμενόμενη και η αύξηση των δανείων θα πρέπει, κατά πολύ, να ξεπεράσει αυτή της υπόλοιπης Ευρώπης, παρέχοντας κάποια σημαντική στήριξη.
Τέλος, οι προβλέψεις θα συνεχίσουν να μειώνονται λόγω της βελτίωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις να είναι αρκετά ευθυγραμμισμένες με αυτές των τραπεζών στην Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι τα επίπεδα του κεφαλαιακού δείκτη CET1 φθάνουν στο 14-17% έως το 2024.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr