Σύμφωνα με την JP Morgan, η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων δεν βοηθά τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, αλλά είναι διαχειρίσιμη.
Εκτιμά, επίσης, ότι με τη απόδοση του 10ετούς ομολόγου να κινείται τώρα περίπου στο 2,5% (από 0,9% τον Σεπτέμβριο του 2021), η αρνητική επίπτωση στους δείκτες CET1 των τραπεζών θα είναι 40 μονάδες βάσης από το 3ο τρίμηνο του 21 έως σήμερα.
Παρόλα αυτά, οι ελληνικές τράπεζες έχουν σχετικά υψηλό προσανατολισμό στην αύξηση των επιτοκίων και δεδομένων των προσδοκιών για τέσσερις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ έως το τέλος του 2023, η JP Morgan εκτιμά ότι θα έχει θετική επίπτωση κατά 10% στα κέρδη ανά μετοχή (EPS) έως το 2024.
Αυτό αρκεί για να αντισταθμίσει βιώσιμα τη συνεχιζόμενη πίεση απόδοσης στα κεφάλαια, με δυνατότητα πρόσθετου οφέλους από περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων το 2024.
Η JP Morgan συνεχίζει να δηλώνει ότι προτιμά τις ελληνικές τράπεζες, καθώς οι μονοψήφιοι δείκτες NPE είναι πλέον σταθερά ορατοί και οι προοπτικές ανάπτυξης δανεισμού και ROTE έχουν βελτιωθεί ορατά.
Επισημαίνεται ακόμη ότι οι αυξανόμενες αποδόσεις δημιουργούν βραχυπρόθεσμη κεφαλαιακή πίεση. Όμως αυτή η πίεση είναι ακόμα διαχειρίσιμη. Μάλιστα, η JP Morgan υπολογίζει την επίδραση στις 40 μ.β. κατά μέσο όρο στους δείκτες CET1 των τραπεζών από τις 21 Σεπτεμβρίου έως σήμερα, υψηλότεροι στη Eurobank στις 70 μονάδες βάσης και χαμηλότερη στην Εθνική με 10 μ.β. Και η εκτίμηση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τους μηχανισμούς αντιστάθμισης κινδύνου που ενδέχεται να διαθέτουν οι τράπεζες.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr