Αυτό ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, κ. Παύλος Μυλωνάς, με αφορμή την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων α’ τριμήνου του 2021 του Ομίλου.
Τα κέρδη μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες σε επίπεδο Ομίλου ανήλθαν σε €578 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2021, σημειώνοντας αύξηση κατά 42% σε ετήσια βάση. Η μείωση των ΜΕΑ (Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων) στην Ελλάδα συνεχίστηκε, με το υπόλοιπο ΜΕΑ να αγγίζει τα €4 δισ. (ήτοι €1,5 δισ. μετά από προβλέψεις). Οι εκταμιεύσεις δανείων στην Ελλάδα ανήλθαν σε €1,14 δισ. το α’ τρίμηνο του 2021.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Ομίλου, στην Ελλάδα τα κέρδη μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ανήλθαν σε €572 εκατ. το Α΄ τρίμηνο 2021, σημειώνοντας αύξηση κατά 41.6% σε ετήσια βάση, αντανακλώντας την ανθεκτικότητα των οργανικών εσόδων, παρά τις δυσμενείς συνθήκες λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, τα ισχυρά κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις, επωφελούμενα από την ανταλλαγή και πώληση κυρίως Ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), τη σημαντική αποκλιμάκωση των δαπανών προσωπικού και των γενικών διοικητικών και λοιπών λειτουργικών εξόδων, καθώς και το χαμηλό κόστος πιστωτικού κινδύνου. Εξαιρώντας τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα, καθώς και τις μη επαναλαμβανόμενες προβλέψεις σε σχέση με την πανδημία του κορωνοϊού ύψους €0,4 δισ. το Α΄ τρίμηνο 2020, τα οργανικά κέρδη ενισχύθηκαν κατά 52,8% σε ετήσια βάση, σε €89 εκατ., θέτοντας τις βάσεις για την επίτευξη του στόχου της ΕΤΕ για οργανικά κέρδη ύψους €490 εκατ. σε επίπεδο Ομίλου το 2022.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξήθηκαν κατά 6,7% σε ετήσια βάση, στα €280 εκατ., αντανακλώντας το όφελος από το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης, ως αποτέλεσμα της αύξησης της συμμετοχής της ΕΤΕ στο Πρόγραμμα Συναλλαγών Μακροχρόνιας Αναχρηματοδότησης (TLTRO III) της ΕΚΤ κυρίως κατά το Β’ εξάμηνο 2020, καθώς και της συνεχιζόμενης ανατιμολόγησης των καταθέσεων προθεσμίας κατά 36μ.β. σε ετήσια βάση, αντισταθμίζοντας την αναμενόμενη μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους ΜΕΑ λόγω της εξυγίανσης του δανειακού χαρτοφυλακίου της ΕΤΕ. Σε σχέση με το Δ’ τρίμηνο 2020, τα καθαρά έσοδα από τόκους σημείωσαν πτώση κατά 5,4% σε τριμηνιαία βάση, ως αποτέλεσμα των χαμηλότερων καθαρών επιτοκιακών εσόδων από ΜΕΑ και ομόλογα. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο μειώθηκε κατά 13μ.β. σε τριμηνιαία βάση, και διαμορφώθηκε στις 210μ.β. το Α’ τρίμηνο 2021.
Παρά τη διατήρηση του γενικού απαγορευτικού κατά το Α’ τρίμηνο 2021, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα (+0,5% σε ετήσια βάση) σε €64 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2021, ως αποτέλεσμα της σημαντικής αύξησης των προμηθειών από τα ψηφιακά κανάλια (+13,7% ή +22% σε ετήσια βάση, εξαιρώντας την αρνητική επίπτωση από τους κατόχους διεθνών καρτών) και τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης (+3,9% σε ετήσια βάση).
Τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα διαμορφώθηκαν σε €491 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2021, επωφελούμενα από μη επαναλαμβανόμενα κέρδη σχετιζόμενα με την ανταλλαγή υφιστάμενων ΟΕΔ στο χαρτοφυλάκιο «διακρατούμενων για την είσπραξη συμβατικών ταμειακών ροών» τον Ιανουάριο ύψους €209 εκατ., καθώς και την πώληση χρεογράφων (κυρίως ΟΕΔ) στο χαρτοφυλάκιο «διακρατούμενων για την είσπραξη συμβατικών ταμειακών ροών και για ενδεχόμενη πώληση» και το κλείσιμο θέσεων σε παράγωγα προϊόντα συνολικού ύψους €286 εκατ.
Οι λειτουργικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 9,3% σε ετήσια βάση, σε €179 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2021, αποτυπώνοντας την εντυπωσιακή μείωση των δαπανών προσωπικού (-16,5% σε ετήσια βάση), κυρίως ως αποτέλεσμα των Προγραμμάτων Εθελουσίας Εξόδου Προσωπικού του 2019 και του 2020 που οδήγησαν στη σταδιακή μείωση του αριθμού των εργαζομένων της Τράπεζας κατά περίπου 900 άτομα εντός του 2020. Τα γενικά διοικητικά και λοιπά λειτουργικά έξοδα σημείωσαν επίσης μείωση κατά 3,9% σε ετήσια βάση, αντικατοπτρίζοντας την αυστηρή διαχείριση του κόστους και τη μείωση των αμοιβών συμβούλων.
Οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις διαμορφώθηκαν σε €75 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2021, ήτοι 118μ.β. επί του μέσου όρου δανείων μετά από προβλέψεις, ενισχύοντας το δείκτη κάλυψης ΜΕΑ από σωρευμένες προβλέψεις κατά περίπου 200μ.β. σε τριμηνιαία βάση.
Στις διεθνείς δραστηριότητες, ο Όμιλος παρουσίασε κέρδη μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ύψους €5 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2021 από €2 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2020, αντανακλώντας κυρίως τη μείωση των φόρων (-67,6% σε ετήσια βάση).
Ρευστότητα
Μετά από ένα ισχυρό Δ΄ τρίμηνο 2020 λόγω ευνοϊκής εποχικότητας, οι καταθέσεις του Ομίλου υποχώρησαν οριακά (-0,7% σε τριμηνιαία βάση) σε €48,2 δισ. το Α’ τρίμηνο 2021. Στην Ελλάδα, οι καταθέσεις διαμορφώθηκαν σε €46,6 δισ. (-0,3 δισ. σε τριμηνιαία βάση), αποτελώντας περίπου το 80% των συνολικών πηγών χρηματοδότησης της Τράπεζας. Ταυτόχρονα, το κόστος καταθέσεων συνέχισε να μειώνεται και διαμορφώθηκε στις 9μ.β. το Α’ τρίμηνο 2021 έναντι 13μ.β. το Δ’ τρίμηνο 2020 (29μ.β. το Α’ τρίμηνο 2020). Οι καταθέσεις στις διεθνείς δραστηριότητες διαμορφώθηκαν σε €1,5 δισ., αμετάβλητες σε τριμηνιαία βάση. Σε σχέση με το Α’ τρίμηνο 2020, οι καταθέσεις του Ομίλου ενισχύθηκαν κατά 5,9% σε ετήσια βάση, αντανακλώντας τις εισροές καταθέσεων ύψους €2,7 δισ. στην Ελλάδα.
Ως αποτέλεσμα, ο δείκτης Δανείων προς Καταθέσεις το Α’ τρίμηνο 2021 διαμορφώθηκε σε 54,8% στην Ελλάδα και σε 55,7% σε επίπεδο Ομίλου. Οι δείκτες Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) και Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (NSFR) ανήλθαν σε 250% και 123% αντίστοιχα, υπερβαίνοντας κατά πολύ το ελάχιστο εποπτικό όριο.
Η συμμετοχή της ΕΤΕ στο Πρόγραμμα Συναλλαγών Μακροχρόνιας Αναχρηματοδότησης (TLTRO/LTRO) αυξήθηκε στα €11,6 δισ. το Α’ τρίμηνο 2021 από €10,5 δισ. το Δ’ τρίμηνο 2020, με την καθαρή χρηματοδότηση μέσω συμφωνιών επαναγοράς (repos, net) να ανέρχεται σε €0,5 δισ.. Οι ευνοϊκοί όροι χρηματοδότησης του προγράμματος TLTRO III, σε συνδυασμό με την ανατιμολόγηση των καταθέσεων προθεσμίας κατά 36μ.β. σε ετήσια βάση στις 16μ.β το Α’ τρίμηνο 2021, είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση του κόστους χρηματοδότησης της Τράπεζας, το οποίο έφτασε σε μηδενικά σχεδόν επίπεδα το Α’ τρίμηνο 2021 (2μ.β.) έναντι 31μ.β. το Α’ τρίμηνο 2020, ενισχύοντας έτσι τα καθαρά έσοδα από τόκους και το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο CEO της Εθνικής Τράπεζας, κ. Παύλος Μυλωνάς, δήλωσε:
Ισχυρά οικονομικά αποτελέσματα καταγράφηκαν σε όλους τους βασικούς τομείς της επιχειρηματικής μας δραστηριότητας: κερδοφορία, ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου και κεφαλαιακή επάρκεια. Όσον αφορά στην κερδοφορία, επιτύχαμε αξιοσημείωτα αποτελέσματα, με τα κέρδη μετά από φόρους του τριμήνου να ανέρχονται σε €560 εκατ., αντανακλώντας τη συνεχή βελτίωση σε όλες τις λειτουργικές γραμμές των αποτελεσμάτων μας, καθώς και τα ισχυρά κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις. Τα οργανικά κέρδη του Ομίλου για το Α’ τρίμηνο 2021 ανήλθαν σε €95 εκατ., σημειώνοντας αύξηση κατά 42% σε ετήσια βάση, αντικατοπτρίζοντας τα υψηλότερα οργανικά έσοδα και τις αισθητά μειωμένες λειτουργικές δαπάνες, με το δείκτη κόστους προς οργανικά έσοδα να διαμορφώνεται στο 52%, βελτιωμένος κατά σχεδόν 9 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Αναφορικά με την ποιότητα του δανειακού μας χαρτοφυλακίου, τα ΜΕΑ στην Ελλάδα ανέρχονται πλέον σε €4,1 δισ., επιτυγχάνοντας περαιτέρω μείωση σε σύγκριση με το τέλος του 2020, με την Τράπεζα να διατηρεί την οργανική μείωση ΜΕΑ, παρά τη δυσχερή συγκυρία της πανδημίας. Μετά τη λήξη όλων των μέτρων διευκόλυνσης καταβολής οφειλών στο τέλος του 2020, η κατάσταση πληρωμών των πελατών που είχαν ενταχθεί στα προγράμματα αυτά παραμένει ενθαρρυντική, καθώς ένα ποσοστό χαμηλότερο του 7% των εν λόγω πελατών παρουσιάζει μικρή καθυστέρηση (άνω των 30 ημερών), ενώ τα ανοίγματα που κατηγοριοποιούνται ως μη εξυπηρετούμενα είναι εξαιρετικά περιορισμένα, σε επίπεδα χαμηλότερα του στόχου που είχε θέσει η Τράπεζα για το 2021. Το Α’ τρίμηνο 2021, ο δείκτης κάλυψης ΜΕΑ από σωρευμένες προβλέψεις αυξήθηκε κατά περίπου 200 μ.β. σε τριμηνιαία βάση, αγγίζοντας το 65%, με το κόστος πιστωτικού κινδύνου να διαμορφώνεται στις 114 μ.β.
Όσον αφορά στην κεφαλαιακή μας επάρκεια, βελτιώσαμε την ήδη ισχυρή κεφαλαιακή μας θέση, με τον δείκτη CET1 και τον Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας να ανέρχονται σε 16,1% και 17,1% αντίστοιχα, αυξημένοι κατά 40 μ.β. περίπου σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. Ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω κατά 170 μ.β. περίπου, μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής Frontier και την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής τους επόμενους μήνες.
Με το πρόγραμμα των εμβολιασμών στην Ελλάδα να επιταχύνεται ραγδαία και τους περιορισμούς στις μετακινήσεις να έχουν αρθεί, η ελληνική οικονομία αναμένεται να ανακάμψει με γοργούς ρυθμούς κατά τα επόμενα τρία τρίμηνα του έτους. Επιπλέον, ο ευρωπαϊκός μηχανισμός ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRF) αποτελεί μοναδική ευκαιρία όσον αφορά τη μεταβολή της δομής της ελληνικής οικονομίας προς την κατεύθυνση μιας πιο δυναμικής και βιώσιμης ανάπτυξης. Εν όψει των αισιόδοξων αυτών προοπτικών, εργαζόμαστε με αφοσίωση ώστε να αναδείξουμε την ΕΤΕ ως μια Τράπεζα με ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια, κερδοφορία και Ισολογισμό, παρέχοντας στους πελάτες μας προστιθέμενη αξία και στηρίζοντας τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας, καθιστώντας την ΕΤΕ την τράπεζα πρώτης επιλογής στην Ελλάδα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr