Αναλυτικά το άρθρο του κ. Καραβία, όπως δημοσιεύτηκε στο Reporter Magazine Ιανουαρίου:
Όλα δείχνουν ότι το 2021 θα είναι μια χρονιά εντελώς διαφορετική από το 2020. Η υγειονομική κρίση αφήνει πίσω της μια διπλή κληρονομιά.
Από τη μία πλευρά υπάρχουν οι μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, που δεν είναι δυνατό να αναπληρωθούν και θα σφραγίσουν τη συλλογική μνήμη. Υπάρχουν επίσης οι βαριές επιπτώσεις στην οικονομία και η αύξηση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους σε παγκόσμια κλίμακα που θα επηρεάσει μακροπρόθεσμα τα δημόσια οικονομικά όπως και τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η εκδήλωση μιας πανδημίας υπογράμμισε την ύπαρξη συλλογικών κινδύνων που επιβάλλουν συλλογική αντιμετώπιση. Οι ιοί δεν γνωρίζουν σύνορα, όπως δεν υπάρχει εθνική απάντηση στην κλιματική αλλαγή, την επόμενη μεγάλη πρόκληση που έχει μπροστά της η διεθνής κοινότητα. Και είναι παρήγορο ότι για πρώτη ίσως φορά εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα ενεργοποιήθηκαν διακρατικοί και παγκόσμιοι μηχανισμοί για την αντιμετώπιση των συνεπειών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο συντονισμό της απάντησης στην πανδημία. Αυτή τη φορά, κινήθηκαν άμεσα και ανταποκρίθηκαν έγκαιρα αναγνωρίζοντας τον έκτακτο χαρακτήρα, την έκταση και το βάθος της οικονομικής διαταραχής. Στο πλαίσιο αυτό, το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που ιδρύθηκε ειδικά για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημικής κρίσης συνιστά ένα μεγάλο βήμα για την Ευρώπη. Από το αποτέλεσμά της αναδύεται μια ιστορική ευκαιρία για την Ελλάδα.
Πώς μπορεί να αλλάξει όψη η ελληνική οικονομία
Μετά από δέκα χρόνια επενδυτικής ξηρασίας, με έλλειψη κεφαλαίων και αποεπένδυση, σήμερα διαμορφώνεται μια μοναδική συγκυρία τριών παραγόντων. Πρώτον, η νομισματική πολιτική είναι (και όλα δείχνουν πως θα παραμείνει το επόμενο διάστημα) πιο χαλαρή παρά ποτέ, διευκολύνοντας με άπλετη ρευστότητα την αγορά.
Δεύτερον, ποτέ η Ελλάδα δεν είχε στη διάθεσή της τόσους ευρωπαϊκούς πόρους για να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή της. Συνυπολογίζοντας το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ αθροίζονται περισσότερα από 72 δισεκατομμύρια ευρώ για την επόμενη 12ετία, ενώ οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης έχουν επιπλέον αυστηρά χρονοδιαγράμματα που επιβάλλουν την πλήρη απορρόφησή τους μέσα σε έξι χρόνια. Πρόκειται για ένα πλαίσιο ιδιαίτερα απαιτητικό, και μάλιστα για τους μηχανισμούς του Δημοσίου, αλλά και ένα ισχυρό κίνητρο για αναβάθμισή τους.
Τρίτον, υπάρχει πολιτική βούληση και κοινωνική αποδοχή για τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Η συνειδητοποίηση ότι διαρθρωτικές αλλαγές, όπως η απλοποίηση της αδειοδότησης επενδύσεων, ο χωροταξικός σχεδιασμός, η επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης και η στροφή του φορολογικού μοντέλου από τη βραχυπρόθεσμη ενίσχυση της κατανάλωσης, στην μακροπρόθεσμη τόνωση επενδύσεων και απασχόλησης, είναι προϋποθέσεις της ανάπτυξης αλλάζει τους όρους της εξίσωσης.
Είναι σημαντικό ότι ίσως για πρώτη φορά η Ελλάδα διαθέτει έναν εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό –πάνω στο σχέδιο της Επιτροπής Πισσαρίδη- και ένα φορέα υλοποίησης κεντρικών του επιλογών, που είναι ο μηχανισμός του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η επιλογή για τα δάνεια που περιλαμβάνει το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους περίπου 12,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Με τα δάνεια αυτά ως συμβολή του Δημοσίου θα μοχλευθούν υπερδιπλάσια ιδιωτικά κεφάλαια, με αποτέλεσμα να εισρεύσουν στην οικονομία, σε αναπτυξιακά έργα, περίπου 30 δις ευρώ. Ο μηχανισμός που προκρίνεται για το σκοπό αυτό αναδεικνύει σε κεντρικό το ρόλο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Για να μπορεί να χρηματοδοτηθεί ένα έργο θα πρέπει να συγκεντρώνει ίδια επενδυτικά κεφάλαια, κατά ελάχιστον 20% της συνολικής επένδυσης, αλλά αυτό δεν θα είναι αρκετό. Θα πρέπει επίσης να έχει εξασφαλίσει και δανεισμό με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, περίπου 40% της επένδυσης, δηλαδή στην πράξη για τις πλείστες των περιπτώσεων τραπεζικό δανεισμό. Και το υπόλοιπο 40% θα χρηματοδοτηθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης. Επομένως, οι τράπεζες είναι εκείνες που αναλαμβάνουν το βάρος για την εκτίμηση της βιωσιμότητας των επιχειρηματικών σχεδίων που θα κατατεθούν. Η ευθύνη μας, εν προκειμένω, είναι διττή, αφενός προς τους μετόχους μας, αφού θα προσφέρουμε χρηματοδότηση αναλαμβάνοντας τον σχετικό κίνδυνο, αλλά και ευρύτερη αφού θα λειτουργούμε ως εγγυητές του δημοσίου συμφέροντος για τη δυνατότητα ανάκτησης των κεφαλαίων που θα συνεπενδύσει το κράτος.
Οι τράπεζες έχουν αλλάξει και μπορούν να στηρίξουν την ανάπτυξη
Έχει σημασία, λοιπόν, να βεβαιωθεί η κοινωνία πως πράγματι έχουμε τη δυνατότητα να αναλάβουμε αυτή την ευθύνη. Οι τράπεζες, με τον ίδιο οδυνηρό τρόπο όπως όλοι, έχουμε βγάλει τα συμπεράσματά μας από την οικονομική κρίση. Είμαστε πολύ διαφορετικοί οργανισμοί από ό,τι πριν από δέκα χρόνια καθώς έχει αλλάξει ριζικά ο τρόπος με τον οποίο αποτιμούμε και αναλαμβάνουμε τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Τα τμήματα διαχείρισης κινδύνων και οι επιτροπές πιστοδοτικών εγκρίσεων έχουν αυξήσει σημαντικά το ειδικό βάρος τους μέσα στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς με ορατά αποτελέσματα στον τρόπο λειτουργίας τους.
Έχουμε γίνει πιο συντηρητικοί στις χρηματοδοτήσεις μας, τόσο προς τις επιχειρήσεις όσο και προς τα νοικοκυριά. Αναφέρω ενδεικτικά και μόνον ότι πριν από την κρίση για μια από τις χαμηλού κινδύνου εργασίες μας, τη στεγαστική πίστη, χρηματοδοτούσαμε το 100% της αξίας του ακινήτου. Σήμερα, χρηματοδοτούμε γύρω στο 70%, ενώ είναι εντυπωσιακό ότι και οι δανειολήπτες (που επίσης άλλαξαν συμπεριφορά μετά την κρίση) ζητούν τις περισσότερες φορές ακόμη μικρότερο ποσοστό δανεισμού. Η συντηρητική πολιτική μπορεί να προκαλεί κάποιες φορές τη δυσφορία πελατών μας, αλλά ενισχύει ουσιαστικά την ανθεκτικότητα του οργανισμού και τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας συνολικά. Μας επιτρέπει έτσι να έχουμε ρόλο εγγυητή για την ορθή διοχέτευση της ρευστότητας στην οικονομία, που είναι και η θεμελιώδης λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Αυτό αποδείχθηκε πρόσφατα, στην πρώτη φάση της πανδημίας, όταν οι τράπεζες λειτούργησαν ως φορέας παροχής των κρατικών προγραμμάτων στήριξης, είτε μέσω του ΤΕΠΙΧ είτε μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας. Οι πόροι κατευθύνθηκαν σε περίπου 25.000 υγιείς επιχειρήσεις, με διαφάνεια και τραπεζικά κριτήρια. Απορροφήθηκαν δηλαδή σε επιχειρήσεις που θα είναι εδώ και την επόμενη μέρα της ανάπτυξης, θα συμβάλλουν στην οικονομία και θα διατηρούν και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, άρα θα έχουν θετική κοινωνική συνεισφορά. Οι τράπεζες ανταποκρίθηκαν πλήρως σε αυτό το ρόλο. Επομένως, είναι ο κατάλληλος μηχανισμός για να αναλάβει την αντίστοιχη λειτουργία και στο σκέλος του Ταμείου Ανάπτυξης. Διαθέτουμε την τεχνογνωσία και το κατάλληλο προσωπικό, έμπειρα και ειδικευμένα στελέχη, αλλά και τους εσωτερικούς μηχανισμούς διασφάλισης της διαφάνειας εντός ενός πλαισίου διακυβέρνησης που ενισχύθηκε ουσιαστικά την τελευταία 5ετία. Μπορεί έτσι να επιτύχει ο σχεδιασμός που έχει ανακοινωθεί και περιέγραψα παραπάνω, με βάση τον οποίο το Δημόσιο θα εισφέρει το δικό του μερίδιο στη χρηματοδότηση χωρίς να δημιουργήσει ένα πρόσθετο διοικητικό μηχανισμό, άρα χωρίς γραφειοκρατία, με εμπιστοσύνη που γεννάται από το γεγονός ότι θα υπάρχουν και τραπεζικά κεφάλαια, επομένως η ανάληψη κινδύνου θα επιμερίζεται σε κράτος, τράπεζες ή άλλο πάροχο χρηματοδότησης και επιχειρηματία.
Είμαστε σε μια μοναδική συγκυρία με άπλετη ρευστότητα στην αγορά, σημαντικά κεφάλαια με πολύ μικρό κόστος διαθέσιμα στη χώρα, επενδυτικά σχέδια, σε εξέλιξη ή δυνητικά, που βάζουν ξανά την Ελλάδα στα ραντάρ μακροπρόθεσμων επενδυτών για στρατηγικού χαρακτήρα τοποθετήσεις και κοινωνική αποδοχή για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η συγκυρία δεν θα διαρκέσει για πάντα. Τώρα είναι η ευκαιρία και τώρα πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατό για να την αξιοποιήσουμε και να αλλάξουμε σε βάθος την ελληνική οικονομία για τις επόμενες γενιές.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr