Όπως εκτιμά η S&P, ο προσαρμοσμένος στο ρίσκο δείκτης κεφαλαίου (RAC) θα βελτιωθεί κατά 50-60 μονάδες βάσης ως αποτέλεσμα της συναλλαγής. Ωστόσο, εκτιμά πως το ύψος των μη εξυπηρετούμενων assets, η επιδεινωμένη θέση ρευστότητας, η χαμηλή ποιότητα κεφαλαίου και οι ισχνές προοπτικές κερδοφορίας, θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν το πιστωτικό προφίλ της τράπεζας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της S&P, με βάση τον pro forma ισολογισμό της Eurobank από την 30η Σεπτεμβρίου 2018, μετά τη συγχώνευση τα συνολικά assets της Eurobank θα αυξηθούν κατά 1,1 δισ. ευρώ και το μετοχικό κεφάλαιο κατά 0,85 δισ. ευρώ. Η συγχώνευση θα βελτιώσει τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας της Eurobank στο 13,8% από 11,7%.
Η S&P σημειώνει πως η άποψή της για το κεφάλαιο και τα κέρδη της Eurobank παραμένει αμετάβλητη. Εξακολουθεί να θεωρεί πως αποτελούν αδύναμο σημείοστην αξιολόγηση, ακόμα και αν ληφθεί υπ’ όψιν το σημαντικό ποσό του επιπλέον κεφαλαίου έναντι του μικρού ποσού των σταθμισμένων στον κίνδυνο assets από τη συγχώνευση της Grivalia.
Επιπλέον, όπως και στην περίπτωση των περισσότερων μεγάλων ελληνικών τραπεζών, η ποιότητα του κεφαλαίου της Eurobank παραμένει αδύναμη λόγω του υψηλού ποσού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (περίπου 71% του κοινού κεφαλαίου) με βάση τα στοιχεία της 30ης Ιουνίου του 2018.
Η S&P προβλέπει πως ο δείκτης RAC μετά τη συγχώνευση θα παραμείνει κοντά στο 4% τους επόμενους 12-18 μήνες. Αναμένει επίσης πως η Eurobank θα παραμείνει στο «κόκκινο» μέχρι το 2020 λόγω των υψηλών πιστωτικών απωλειών ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης εκκαθάρισης των μη εξυπηρετούμενων στοιχείων ενεργητικού. Σημειώνει πως βασίζει την πρόβλεψή της για απώλειες στο αρχικό σχέδιο που υπέβαλε η Eurobank στον SSM τον Σεπτέμβριο του 2018 και όχι στο σχέδιο επιτάχυνσης της εκκαθάρισης των κόκκινων δανείων.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr