Η παραπάνω δαπάνη καταγράφεται στους εθνικούς λογαριασμούς ως ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, δηλαδή ακαθάριστες επενδύσεις παγίων (κάνουμε την υπόθεση ότι η επένδυση της περιόδου t καθίσταται λειτουργική την περίοδο t+1, δηλαδή αυξάνει το φυσικό κεφάλαιο της επόμενης περιόδου). Η μακροοικονομική μεταβλητή της επένδυσης δίνει δυναμικό χαρακτήρα στην οικονομία καθώς μέσω του φυσικού κεφαλαίου που δημιουργεί και συσσωρεύει επηρεάζει τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας στο μέλλον. Τέλος, παράλληλα με τη δημιουργία νέου φυσικού κεφαλαίου, ένα ποσοστό του ήδη υπάρχοντος κεφαλαιουχικού εξοπλισμού αποσβένεται (π.χ. λόγω φθοράς, τεχνολογικής και οικονομικής απαξίωσης κ.α.).
Όταν οι αποσβέσεις παγίων είναι υψηλότερες από τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίων, δηλαδή όταν οι καθαρές επενδύσεις είναι αρνητικές, ο παραγωγικός συντελεστής του φυσικού κεφαλαίου της οικονομίας μειώνεται, όταν συμβαίνει το αντίθετο αυξάνεται.
Ποια είναι η εικόνα που διαμορφώνεται στο πεδίο των καθαρών επενδύσεων παγίων της ελληνικής οικονομίας; Από ποιους θεσμικούς φορείς του οικονομικού συστήματος προέρχονται οι σχετικές μεταβολές; Βάσει του προαναφερθέντος θεωρητικού πλαισίου ανάλυσης παρουσιάζουμε τα σχετικά στοιχεία για την περίοδο 1995-2018 (βλέπε Σχήματα 1 & 2). Οι εν λόγω χρονολογικές σειρές προέρχονται από τους ετήσιους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (δημοσίευση 16/11/2018).
Όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα 1, το 2017 αποτέλεσε το 7ο έτος στη σειρά με αρνητικές καθαρές επενδύσεις παγίων για την ελληνική οικονομία. Δηλαδή, τα τελευταία 7 χρόνια οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίων ήταν μονίμως χαμηλότερες από τις αντίστοιχες αποσβέσεις. Το εν λόγω «επενδυτικό κενό» διαμορφώθηκε στα -€5,3 δις το 2011 (σε τρέχουσες τιμές), έλαβε τη μέγιστη τιμή του με -€13,0 δις το 2013 και το 2017 μειώθηκε στα -€6,2 δις. Ως εκ τούτου, το συσσωρευμένο πάγιο.
Σε ότι αφορά τη συνεισφορά των επί μέρους θεσμικών τομέων της ελληνικής οικονομίας στην προαναφερθείσα σωρευτική μείωση του φυσικού κεφαλαίου κατά -€68,0 δις ή -30,1% (2018-2011), τα στοιχεία είχαν ως ακολούθως: πρωταγωνιστές ανεδείχθησαν οι μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Στις μεν πρώτες ο πάγιος κεφαλαιουχικός εξοπλισμός μειώθηκε κατά -€34,8 δις, στα δε δεύτερα κατά -€29,6 δις (κυρίως κατοικίες). Ακολούθησε η γενική κυβέρνηση με συρρίκνωση της τάξης των -€5,1 δις ενώ στις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις καταγράφηκε αύξηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού κατά €1,6 δις.
Βάσει των παραπάνω στοιχείων καθίσταται σαφές ότι ο παραγωγικός συντελεστής του φυσικού κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης τα τελευταία 7 χρόνια (συζητάμε για το σύνολο του συσσωρευμένου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και όχι για τον βαθμό εκμετάλλευσής του). Η αντιστροφή της εν λόγω πτωτικής πορείας και η ενίσχυση των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας έχει ως βασική προϋπόθεση την ισχυρή ανάκαμψη των επενδύσεων. Επί παραδείγματι, στην περίπτωση που επαληθευτεί η επίσημη εκτίμηση στην εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού 2019 για ετήσια ενίσχυση των πραγματικών επενδύσεων παγίων κατά 11,9% τότε θα έχει γίνει ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr