Σύμφωνα με τα εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 20,6% τον Ιανουάριο του 2018, από 20,8% τον Δεκέμβριο του 2017 και 23,2% τον Ιανουάριο του 2017. Η ανωτέρω μείωση αποδίδεται στην αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων (15-74 ετών) κατά 2,7%, σε ετήσια βάση, τον Ιανουάριο του 2018, και παράλληλα, στην έντονη μείωση του αριθμού των ανέργων κατά 11,5%.
Οι ανωτέρω εξελίξεις συνδέονται με την σταδιακή και ήπια ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία στηρίζει τον ρυθμό δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, ενώ παράλληλα ενισχύεται και η απασχόληση στο δημόσιο τομέα.
Συγκεκριμένα, τα βασικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας στην παρούσα φάση έχουν ως ακολούθως:
Πρώτον, όσον αφορά στις ροές μισθωτής απασχολήσεως στον ιδιωτικό τομέα με βάση το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, τα στοιχεία είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, καθώς στο πρώτο τρίμηνο του 2018 το ισοζύγιο των ροών προσλήψεων/ απολύσεων ήταν θετικό στις 55.580, καταγράφοντας την υψηλότερη επίδοση πρώτου τριμήνου από το 2001.
Δεύτερον, οι κλάδοι της οικονομικής δραστηριότητας που στήριξαν την απασχόληση και την οικονομική δραστηριότητα το 2017, όπως ο τουρισμός, η μεταποίηση, ο ευρύτερος δημόσιος τομέας και το εμπόριο εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά.
Με βάση τις πρόσφατες προβλέψεις του ΔΝΤ (WEO, Απρίλιος 2018), το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα αναμένεται να υποχωρήσει στο 19,8% κατά μέσο όρο το 2018 και περαιτέρω στο 18% το 2019, από 21,5% το 2017.
Γιατί, ωστόσο, η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητος και της απασχολήσεως δεν ακολουθείται από ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων;
Πρώτον, η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητος το 2017 οφείλεται κυρίως στην αύξηση της επενδυτικής και όχι της καταναλωτικής δαπάνης. Τούτο σημαίνει ότι η αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή δεν οφειλόταν στην ενίσχυση της εσωτερικής ζητήσεως από τα νοικοκυριά καθώς η πορεία της ιδιωτικής καταναλώσεως το 2017 ήταν σχεδόν μηδενική (+0,1%), αλλά στην αύξηση της φορολογίας στην κατανάλωση και την άνοδο των τιμών ενέργειας. Το 2017, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 1,1%, ενώ ο ίδιος δείκτης, υποθέτοντας σταθερούς φορολογικούς συντελεστές και εξαιρουμένης της επιπτώσεως των τιμών ενέργειας, μειώθηκε οριακά κατά 0,1%.
Η Alpha Bank εξετάζει την αρνητική σχέση μεταξύ πληθωρισμού και ανεργίας στην περίοδο 2004-2017. Όπως παρατηρεί, οι φορολογικές αυξήσεις στην κατανάλωση ή/και οι αυξήσεις στις τιμές ενέργειας (που αυξάνουν το κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών και το κόστος παραγωγής) δεν επιβαρύνουν μόνο τον πληθωρισμό αλλά οδηγούν και σε απώλεια θέσεων εργασίας.
Τους πρώτους μήνες του 2018, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή κατέγραψε οριακή αύξηση 0,3%, έναντι μεγαλύτερης αυξήσεως κατά 1,5% στο πρώτο τρίμηνο του 2017. Η υποχώρηση αυτή οφείλεται πρωτίστως στο αποτέλεσμα επίδρασης βάσεως, καθώς (α) τους πρώτους μήνες του 2017 είχε σημειωθεί νέα αύξηση στη φορολογία σε ορισμένες κατηγορίες καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών ενώ το 2018 διατηρήθηκε στο ίδιο επίπεδο και (β) το 2018 παρατηρείται μέχρι τώρα μικρότερη αύξηση της τιμής του πετρελαίου σε σχέση με την περυσινή.
Το αποτέλεσμα αυτό αποτυπώνεται στη σύγκλιση του εναρμονισμένου πληθωρισμού και του εναρμονισμένου πληθωρισμού με σταθερούς φορολογικούς συντελεστές και εξαιρουμένης της επιδράσεως των τιμών της ενέργειας.
Το 2018, σύμφωνα με την πρόσφατη πρόβλεψη του ΔΝΤ (World Economic Outlook, Απρίλιος 2018), ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται να διαμορφωθεί σε 0,7% (χαμηλότερα έναντι του 2017). Στη μικρότερη αυτή αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα συμβάλει η προβλεπόμενη αύξηση της τιμής του πετρελαίου (+15,3%), δεδομένου ότι η ιδιωτική κατανάλωση προσδοκάται ότι θα παραμείνει υποτονική και δεν αναμένονται σημαντικές αυξήσεις στη φορολογία αγαθών και υπηρεσιών.
Δεύτερον, ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ συνεχίζει να υπολείπεται εκείνου του δυνητικού ΑΕΠ, με αποτέλεσμα το παραγωγικό κενό να παραμένει αρνητικό στην Ελλάδα. Το παραγωγικό κενό αντανακλά την ένταση των πληθωριστικών πιέσεων στην οικονομία, καθώς όταν το παραγωγικό κενό είναι θετικό, οι τιμές αρχίζουν να αυξάνονται ως αποτέλεσμα της ενισχυμένης ζητήσεως.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, παρά την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας το 2017, το παραγωγικό κενό παρέμεινε αρνητικό και σύμφωνα μάλιστα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, θα παραμείνει αρνητικό και το 2018, στο -2,5%. Συνεπώς, η πραγματική οικονομία θα συνεχίσει να αυξάνεται με χαμηλότερο ρυθμό σε σχέση με το δυνητικό ΑΕΠ, και ως εκ τούτου οι τιμές θα επηρεάζουν την υποτονική ζήτηση.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr