Το νέο διεθνές πρότυπο χρηματοοικονομικών αναφορών IFRS 9, που αναμένεται να υιοθετηθεί από τις ευρωπαϊκές τράπεζες την 1 Ιανουαρίου 2018, σε αντικατάσταση των μέχρι σήμερα διεθνών λογιστικών προτύπων IAS 39, φέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού των προβλέψεων των χρηματοοικονομικών προϊόντων.
Η σημαντικότητα αυτής της νέας λογιστικής απεικόνισης έγκειται επίσης στο γεγονός ότι, η Τράπεζα της Ελλάδος ζήτησε το Σεπτέμβριο που μας πέρασε από τις ελληνικές τράπεζες, να εκτιμήσουν την επίπτωση που θα έχει η μετάβαση στον ισολογισμό και τα κεφάλαιά τους με ημερομηνία αναφοράς 31/12/2105.
Η αλλαγή η οποία επηρεάζει το δανειακό χαρτοφυλάκιο των ελληνικών τραπεζών, που αποτελεί και το μεγαλύτερο μέρος του ενεργητικού τους, οφείλεται στο γεγονός ότι το νέο πλαίσιο αντικαθιστά το μοντέλο της «υφιστάμενης ζημίας» - το οποίο βασίζονταν στην εκδήλωση ενός πιστωτικού γεγονότος- με ένα μοντέλο «αναμενόμενης ζημίας». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, οι προβλέψεις που θα πρέπει να πάρουν οι τράπεζες δεν θα είναι συνάρτηση μόνο των υφιστάμενων μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά θα λαμβάνεται υπόψη και το γεγονός ότι σε ένα δάνειο το οποίο σήμερα εξυπηρετείται κανονικά, υπάρχει πιθανότητα ο δανειολήπτης να αθετήσει την υποχρέωσή του στο μέλλον. Ο σκοπός της νέας λογιστικής απεικόνισης, είναι να επιφέρει την έγκαιρη αναγνώριση των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών, ώστε οι τράπεζες να είναι θωρακισμένες πριν συμβεί το «κακό» σε αντίθεση με την μέχρι τώρα παθητική, λογιστική αντιμετώπιση.
Η βασική αρχή της νέας μεθόδου είναι ότι, κάθε τρείς μήνες θα πρέπει να γίνεται σύγκριση της τρέχουσας πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη σε σχέση με αυτή που είχε όταν δόθηκε αρχικά το δάνειο. Στη συνέχεια κατατάσσονται τα δάνεια σε τρείς κατηγορίες προκειμένου να υπολογιστεί η αναμενόμενη ζημιά η οποία πρέπει να προεξοφληθεί με το πραγματικό επιτόκιο (EIR):
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα δάνεια τα οποία εξυπηρετούνται κανονικά και που βάσει μοντέλου η πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη είναι ικανοποιητική και δεν έχει υποχωρήσει σημαντικά από τη στιγμή της αρχικής έγκρισης του δανείου. Η αναμενόμενη ζημιά εδώ υπολογίζεται ως η έκθεση που έχει η τράπεζα, λαμβάνοντας υπόψη τις εξασφαλίσεις, ως προς τον πελάτη, σταθμισμένη με την πιθανότητα ο πελάτης να αθετήσει τις υποχρεώσεις του, τους επόμενους 12 μήνες.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα δάνεια τα οποία εξυπηρετούνται μεν, αλλά η πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη έχει υποχωρήσει σημαντικά από τη στιγμή της αρχικής έγκρισης του δανείου. Η αναμενόμενη ζημιά υπολογίζεται ως το σύνολο των γινομένων της έκθεσης που έχει η τράπεζα μέχρι τη λήξη του δανείου, σταθμισμένο με την αντίστοιχη πιθανότητα αθέτησης για κάθε έτος.
Στην τρίτη κατηγορία εμπίπτουν τα δάνεια για τα οποία είναι βεβαιωμένη η αθέτηση. Ο υπολογισμός τής αναμενόμενης ζημιάς, όπως και στη δεύτερη κατηγορία, εφαρμόζεται για όλες τις περιόδους μέχρι τη λήξη του δανείου.
Οι τράπεζες έχουν περιορισμένο χρόνο να προσαρμοστούν σταδιακά σε ενδεχόμενη αύξηση των προβλέψεων, μέχρι την εφαρμογή του IFRS 9, και αυτό εφόσον βέβαια είναι σε θέση από σήμερα να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις. Το έργο αυτό δεν είναι εύκολο, καθώς επηρεάζει τα αποτελέσματα της τράπεζας και απαιτεί έγκυρο μοντέλο υπολογισμού των πιθανοτήτων αθέτησης, για κάθε έτος ξεχωριστά για τη διάρκεια ζωής του δανείου, λαμβάνοντας υπόψη και το μακροοικονομικό περιβάλλον, τον υπολογισμό του προεξοφλητικού επιτοκίου που ορίζει η οδηγία (EIR), την προσαρμογή και την πρόβλεψη της αξίας των εξασφαλίσεων και την τριμηνιαία αναθεώρηση των παραμέτρων του μοντέλου Η αγωνία των τραπεζών είναι εύλογη και ορατή σε εμάς στην KPMG, από το πλήθος των ερωτημάτων που δεχόμαστε για διευκρινήσεις και την απαίτηση για εξειδικευμένη και σε βάθος εκπαίδευσή των αντίστοιχων στελεχών στα νέα πρότυπα, τη βέλτιστη υλοποίηση και τη διαχείριση πιθανών επιπτώσεων.
Θάνος Βαρβιτσιώτης
Supervising Senior Advisor, Risk Consulting Services, KPMG
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr