Ο κ. Καραμούζης ανέφερε ότι για την επιτυχία των στόχων και του εγχειρήματος της οριστικής εξόδου της χώρας από την κρίση, της επιστροφής στην ανάπτυξη και της απαλλαγής της επιτροπείας των ξένων, πέραν των οικονομικών προϋποθέσεων, στόχων, σχεδίων, τεχνικών λεπτομερειών, θα πρέπει να συντρέξουν και μία σειρά από μη οικονομικούς παράγοντες. Ειδικότερα, όπως ανέφερε:
«Πρώτον, χρειαζόμαστε ευρύτατη πολιτική συναίνεση γύρω από μία ηγεσία με ισχυρές πεποιθήσεις και άποψη για το μέλλον, που θα πλαισιώνεται από ισχυρή τεχνοκρατική ομάδα που θα πιστεύει απόλυτα ότι η χώρα έχει προοπτική, θα καλλιεργεί και θα προβάλλει μία νέα Εθνική αυτοπεποίθηση, θα καλεί όλους, εντός και εκτός Ελλάδας, σε ένα νέο πατριωτισμό ευθύνης, επενδύσεων, προσφοράς, θα πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις, στις ανοικτές αγορές, στην οικονομία της αγοράς, στην επιχειρηματικότητα, στην κοινωνική προστασία με σύγχρονα μέσα και θα είναι έτοιμη να συγκρουστεί με κατεστημένα και συμφέροντα που κρατούν τον τόπο δέσμιο των συμφερόντων τους για χρόνια.
Ηγεσία που θα πείθει την πλειοψηφία των πολιτών ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος ώστε να ανακτήσουμε τον έλεγχο του μέλλοντόςμας, να τερματίσουμε την ξένη εξάρτηση, να αποκαταστήσουμε το κύρος και την αξιοπιστία μας.
Δεύτερον, χρειαζόμαστε την κοινωνία μαζί μας. Nα πείσουμε τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία ότι, η οικονομία της αγοράς, οι μεταρρυθμίσεις, η ανάπτυξη, οι ανοικτές αγορές και οι επενδύσεις δημιουργούν θέσεις εργασίας, εισοδήματα και πλούτο, διευρύνουν τις δυνατότητες κοινωνικής πολιτικής, προσφέρουν ελπίδα και προοπτική σταθεροποιούν ή βελτιώνουν τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και απομειώνουν την υπερχρέωση δημοσίου και ιδιωτών».
«Χρειάζεται», όπως είπε ο κ. Καραμούζης, «να διαμορφώσουμε μία ευρύτατη πολιτική και κοινωνική συμμαχία όλων των κοινωνικών στρωμάτων που έχουν να επωφεληθούν από τις μεταρρυθμίσεις και τους γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης, π.χ. τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, τα στελέχη επιχειρήσεων, τους έντιμους και συνεπείς φορολογούμενους, ιδιώτες και επιχειρήσεις, τους ανέργους, τις δυναμικές ιδιωτικές επιχειρήσεις, τους έντιμους και εργατικούς δημοσίους υπαλλήλους, τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες που δημιούργησαν ανταγωνιστικές επιχειρήσεις χωρίς κρατικά δεκανίκια και προστασίες και φοροδιαφυγή».
«Απέναντί τους θα βρουν τους συστηματικούς κακοπληρωτές, τους επαγγελματίες φοροφυγάδες - επιχειρήσεις και νοικοκυριά - τους ευνοημένους ιδιώτες ενός κλειστού συστήματος προμηθειών και παροχής υπηρεσιών και από το δημόσιο τομέα, τους επαγγελματικούς φορείς που έχουν διασφαλίσει προνόμια και προστασία από τον ανταγωνισμό, τους μαγαζάτορες και επιχειρηματίες που επιβιώνουν στηριζόμενοι από τη φοροδιαφυγή, τη μαύρη εργασία και τη μη αποπληρωμή των υποχρεώσεών τους. Όλους αυτούς που αντιδρούν επιτυχώς στις μεταρρυθμίσεις τα τελευταία χρόνια», τόνισε.
Και συνέχισε: «Τρίτον, χρειάζεται να ενεργοποιηθεί η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα σε ένα κάλεσμα ευθύνης, επενδύσεων, προφοράς και κοινωνικής αλληλεγγύης.
- Να δείξει πρώτη ότι εμπιστεύεται τη χώρα της για να την εμπιστευθούν και οι ξένοι επενδυτές,
- να συμμετάσχει ενεργά και με αποφασιστικότητα στη διαμόρφωση της νέας προοπτικής,
- να στηρίζει τις μεταρρυθμίσεις και το νέο αναπτυξιακό πρότυπο, επενδύοντας στο μέλλον το δικό τους και της χώρας,
- να προβάλλει στο εξωτερικό μία εικόνα Ελλάδας που έχει μέλλον και προοπτική,
- να δημιουργήσει ένα θετικό αφήγημα και να μην ανατροφοδοτεί τη μιζέρια και την απαξίωση, ότι τίποτα δεν γίνεται και τίποτα δεν λειτουργεί,
- να δείξει, όπως οφείλει, μοναδική εταιρική ευθύνη και κοινωνική αλληλεγγύη σε δύσκολες εποχές για τη χώρα».
Όπως είπε ο πρόεδρος της Eurobank, «τη δεκαετία 1996-2007 αρχικά χτίστηκε και μετά χάθηκε μία μεγάλη ευκαιρία. Στη χώρα εισέρευσαν από τις διεθνείς αγορές, από άλλες πηγές και από τους επίσημους φορείς σημαντικοί χρηματοπιστωτικοί πόροι εκτιμώμενου ύψους € 400-500 δισεκ. (€ 80 δισεκ. αντλήθηκαν από αυξήσεις κεφαλαίου στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, € 200 δισεκ. δανείστηκε το Ελληνικό Δημόσιο, € 73 δισεκ. οι Ελληνικές Τράπεζες, € 20 δισεκ. οι Ελληνικές επιχειρήσεις, € 20 δισεκ. οι χρηματοδοτήσεις από τους επίσημους φορείς, € 60 δισεκ. οι καθαρές εισροές από τα κοινοτικά και διαρθρωτικά ταμεία, αύξηση καταθέσεων € 100 δισεκ.).
Επίσης, το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου ήταν εντυπωσιακά χαμηλό, με ελάχιστη διαφορά από το κόστος δανεισμού του Γερμανικού δημοσίου (π.χ. έκδοση 30χρόνου ομολόγου με τιμολόγηση Euribor + 0,30bps)».
«Οι σημαντικοί όμως χρηματοδοτικοί πόροι και το εξαιρετικά χαμηλό κόστος δανεισμού δεν αξιοποιήθηκαν για τη συνολική παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, για τη δημιουργία μιας σύγχρονης, ανταγωνιστικής οικονομίας», ανέφερε.
Ο κ. Καραμούζης σχολίασε επίσης το μίγμα οικονομικής πολιτικής που εφαρμόσθηκε ως λύση για το Ελληνικό πρόγραμμα, λέγοντας ότι, «κυρίως με ευθύνη της Τρόικα, που ουσιαστικά το κατήρτισε, υπήρξε σε πολλές εκφάνσεις του σχεδιασμού του ατελές και βασισμένο σε εσφαλμένες υποθέσεις(π.χ. δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές) και προτεραιότητες(π.χ. καθυστέρηση ιδιωτικοποιήσεων, μεγάλες αυξήσεις φορολογικών συντελεστών και όχι μείωση δαπανών, καθυστέρηση στην απελευθέρωση της αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών, π.χ. μηδενική μεταβολή τιμών σε σταθερούς φορολογικούς συντελεστές, ενώ το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 25%, και το κόστος εργασίας πάνω από 20%, μη ανάληψη εμπροσθοβαρών μέτρων για τη βιωσιμότητα του Δημόσιου Χρέους, κατάρρευση ιδιωτικών επενδύσεων, διαρκή αναταραχή στο χρηματοπιστωτικό τομέα με υψηλά επιτόκια και στενότητα ρευστότητας, ενώ εφαρμοζόταν πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας).
Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να επιβαρυνθεί υπερβολικά το κοινωνικοοικονομικό κόστος προσαρμογής.
Η χώρα έχασε το ¼ του ΑΕΠ, ενώ οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης σε καθεστώς μνημονίου έχασαν, η Κύπρος (χειρότερη) μόνο το 10,8% του ΑΕΠ και η Πορτογαλία μόνο 7,1% του ΑΕΠ, ενώ η ανεργία προσέγγισε το 27%, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη.
Όμως, πέραν του μείγματος πολιτικής δύο μη οικονομικοί παράγοντες διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο για τη δραματική αύξηση του οικονομικού και κοινωνικού κόστους προσαρμογής και εν μέρει εξηγούν γιατί είμαστε ακόμα εδώ με μνημόνια, περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίου, υψηλά επιτόκια και ύφεση.
1. Δεν αναλάβαμε ποτέ την ιδιοκτησία των προγραμμάτων προσαρμογής που υπογράψαμε αλλά ούτε και διαμορφώσαμε δική μας αξιόπιστη πρόταση εφόσον διαφωνούσαμε."Η συμπεριφορά του πολιτικού συστήματος συνέβαλε στο να υπονομευθεί σταθερά η αξιοπιστία και η συνέπεια της οικονομικής πολιτικής, καθώς και η εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών στις προοπτικές και τη δέσμευση της χώρας, δημιουργήθηκαν δηλαδή σοβαρές αμφιβολίες στη θέλησή μας να βγούμε από το αδιέξοδο και την κρίση υλοποιώντας τα συμφωνηθέντα", είπε ο κ. Καραμούζης.
2. Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, αρκετές φορές, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη τους στις Ελληνικές κυβερνήσεις και στη δέσμευσή τους να υλοποιήσουν με συνέπεια το πρόγραμμα, αποσταθεροποίησαν τις προσδοκίες των αγορών, χρησιμοποιώντας τον κίνδυνο του Grexit ως διαπραγματευτικό μέσο, με συνεχείς δηλώσεις τους και αθετώντας την τήρηση αποφάσεων ή υποσχέσεων, όπως εκείνη του φθινοπώρου του 2012, όπου με απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής προβλέπονταν η βιώσιμη ρύθμιση του δημοσίου χρέους σε περίπτωση δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων.
Τα παραπάνω επιβάρυναν έτσι περαιτέρω το κοινωνικό – οικονομικό κόστος προσαρμογής και καθυστερούν ακόμα και σήμερα την έξοδο της χώρας από την κρίση γιατί αντιμετωπίζουμε μια πρόκληση εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι τις οικονομίες τις αποσταθεροποιεί και τα προγράμματα προσαρμογής τα υπονομεύει το έλλειμμα αξιοπιστίας, συνέπειας και εμπιστοσύνης και πρέπει η ανάκτησή τους να αποτελεί κεντρική προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής για την επίτευξη των στόχων, με μικρό οικονομικό και κοινωνικό κόστος και για την ταχύτερη επιστροφή σε σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης», είπε ο κ. Καραμούζης.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr