Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας, η εκτίμηση για πρωτογενές πλεόνασμα 0,6% του ΑΕΠ το 2016 θεωρείται απόλυτα ρεαλιστική, λαμβάνοντας υπόψη
(i) τα ενθαρρυντικά στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού για την περίοδο Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου 2016,
(ii) τα νέα δημοσιονομικά μέτρα που νομοθετήθηκαν την άνοιξη του 2016,
(iii) τις θετικές επιπτώσεις στα φορολογικά έσοδα από την αυξημένη χρήση πλαστικού χρήματος ως αποτέλεσμα της εφαρμογής κεφαλαιακών ελέγχων τον Ιούνιο 2015,
(iii) την εντατικοποίηση των ελέγχων για πάταξη της φοροδιαφυγής ιδιαίτερα σε τουριστικές περιοχές,
(iv) την εφαρμογή σειράς θεσμικών παρεμβάσεων όπως η αναδιοργάνωση του συνολικού πλαισίου λειτουργίας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, και
(v) τις προσδοκίες για ύφεση το 2016 σχετικά ηπιότερη του αναμενομένου, η εκτίμηση του προσχεδίου προϋπολογισμού για πρωτογενές πλεόνασμα 0,6% του ΑΕΠ το 2016 θεωρείται απόλυτα ρεαλιστική.
Όσον αφορά το στόχο του νέου προϋπολογισμού για πρωτογενές πλεόνασμα 1.8% του ΑΕΠ το 2017 (αλλά και του στόχου του προγράμματος για το 2018), η επιτευξιμότητά τους θεωρείται επίσης εφικτή, υπό την προϋπόθεση σημαντικής ανάκαμψης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας το επόμενο διάστημα, επισημαίνεται στην ίδια ανάλυση.
Η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank δημοσίευσε σήμερα ειδική μελέτη με τίτλο «Ελλάδα: Προσχέδιο προϋπολογισμού 2017, βασικές υποθέσεις και επιτευξιμότητα των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων».
Τη συγγραφή της έκθεσης επιμελούνται οι. Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank, Δρ. Θεόδωρος Σταματίου και Παρασκευή Πετροπούλου.
Κάποια από τα κυριότερα συμπεράσματα και επισημάνσεις της μελέτης παρουσιάζονται ακολούθως.
Με την ευκαιρία της κατάθεσης του προσχεδίου του προϋπολογισμού για το επόμενο έτος στη Βουλή των Ελλήνων, η παρούσα μελέτη επιχειρεί, βάσει μίας απλουστευτικής μεθόδου, την ποσοτικοποίηση του δυνητικού υφεσιακού αντίκτυπου (fiscal drag) των δημοσιονομικών μέτρων για τα έτη 2016, 2017 και 2018. Η σωρευτική υφεσιακή επίπτωσή αυτών εκτιμάται σε €5,5 δις, μέγεθος που δε θεωρείται αμελητέο, δεδομένης της υποτονικής δραστηριότητας που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία στην τρέχουσα συγκυρία.
Εντούτοις, ο εκτιμώμενος υφεσιακός αντίκτυπος των νέων μέτρων θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από τη συνεχή αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του ελληνικού δημοσίου μέσω της χρηματοδότησης που παρέχεται από το νέο πρόγραμμα οικονομικής στήριξης της χώρας. Όπως είναι γνωστό, το υφιστάμενο πρόγραμμα προβλέπει συνολικό ποσό χρηματοδότησης ύψους €7δις μέχρι τον Ιούνιο 2017 για την εκκαθάριση των εν λόγω οφειλών ενώ σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία, άνω του €1δις έχει ήδη χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό.
Λαμβάνοντας υπόψη (i) τα ενθαρρυντικά στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού για την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2016, (ii) τα νέα δημοσιονομικά μέτρα που νομοθετήθηκαν την άνοιξη του 2016, (iii) τις θετικές επιπτώσεις στα φορολογικά έσοδα από την αυξημένη χρήση πλαστικού χρήματος ως αποτέλεσμα της εφαρμογής κεφαλαιακών ελέγχων τον Ιούνιο 2015, (iii) την εντατικοποίηση των ελέγχων για πάταξη της φοροδιαφυγής ιδιαίτερα σε τουριστικές περιοχές, (iv) την εφαρμογή σειράς θεσμικών παρεμβάσεων όπως η αναδιοργάνωση του συνολικού πλαισίου λειτουργίας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, και (v) τις προσδοκίες για ύφεση το 2016 σχετικά ηπιότερη του αναμενομένου, η εκτίμηση του προσχεδίου προϋπολογισμού για πρωτογενές πλεόνασμα 0,6% του ΑΕΠ το 2016 θεωρείται απόλυτα ρεαλιστική.
Όσον αφορά το στόχο του νέου προϋπολογισμού για πρωτογενές πλεόνασμα 1.8% του ΑΕΠ το 2017 (αλλά και του στόχου του προγράμματος για το 2018), η επιτευξιμότητά τους θεωρείται επίσης εφικτή, υπό την προϋπόθεση σημαντικής ανάκαμψης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας το επόμενο διάστημα. Οι συνθήκες οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην εξέλιξη αυτή παρουσιάζονται αναλυτικά στην παρούσα μελέτη.
Σημειώνεται ότι, το μεγαλύτερο μέρος των νέων δημοσιονομικών μέτρων για την περίοδο 2016-2018 (που αναμένεται να εξασφαλίσουν επιπλέον έσοδα και συγκράτηση δαπανών συνολικού ύψους 3 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ σε σωρευτική βάση) έχουν ήδη νομοθετηθεί (και εφαρμοστεί) ως προαπαιτούμενες δράσεις για την ολοκλήρωση της 1ης επισκόπησης του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής το Μάιο 2016. Εκ των πραγμάτων, η εξέλιξη αυτή περιορίζει το περιθώριο σημαντικών αποκλίσεων (implementation risk) από τους συμφωνηθέντες δημοσιονομικούς στόχους. Επί προσθέτως, το νέο πρόγραμμα διασφαλίζει αυστηρότερο πλαίσιο δημοσιονομικής επιτήρησης («Μηχανισμός Δημοσιονομικής Διόρθωσης») καθώς και την ύπαρξη σημαντικών περιθωρίων (fiscal buffers) για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων.
Ωστόσο, το πραγματικό πρόβλημα εντοπίζεται στην επιτευξιμότητα των δημοσιονομικών στόχων την περίοδο μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος (δηλαδή για επίτευξη ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα). Οι ανωτέρω στόχοι κρίνονται υπερβολικά αισιόδοξοι για μια χώρα όπως η Ελλάδα που έχει ιδιαίτερα πληγεί από την πρωτόγνωρη πολυετή ύφεση. Το ερώτημα λοιπόν που εγείρεται είναι το πώς μπορεί να διασφαλισθεί δημοσιονομική βιωσιμότητα παράλληλα με την εξασφάλιση επαρκών περιθωρίων (fiscal space) που θα επέτρεπαν την επιστροφή σε βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το υφιστάμενο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον στη ζώνη του ευρώ, η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από μια ουσιαστική χαλάρωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων δράσεων ελάφρυνσης χρέους που αναμένονται να εφαρμοσθούν μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του παρόντος προγράμματος. Η ανάλυσή μας υποστηρίζει ότι χαλάρωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου σε επίπεδα 2% του ΑΕΠ ή χαμηλότερα θα μπορούσε να ενταχθεί στο γενικότερο πλαίσιο ελάφρυνσης του χρέους που αποφασίστηκε στις συνεδριάσεις του Eurogroup της 9ης & 24ης Μαΐου, 2016.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr